Η σειρά δοκιμίων  Altera Pars ξεκινά με ένα κείμενο του Γιώργου Κούβα που με αφορμή το βιβλίο του “Καρμπόν”, εκδόσεις Κίχλη, ψηλαφεί ένα σύγχρονο πεδίο έμπνευσης της λογοτεχνίας μέσω της τεχνολογίας. Το βιβλίο  ήταν υποψήφιο για το το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2018.

 

 

Κείμενο: Γιώργος Κούβας

 

Η ματιά του θετικού επιστήμονα στη λογοτεχνία

 

Η συγγραφική μου δραστηριότητα ξεκίνησε από τη σκοπιά του θετικού επιστήμονα. Εργάζομαι ως μηχανικός καινοτόμων ιατρικών συσκευών και με την ιδιότητά μου αυτή γράφω τεχνικά κείμενα και επιστημονικά άρθρα. Όταν όμως συνέλαβα την ιδέα για το Καρμπόν, το πρώτο μου μυθιστόρημα, γεννήθηκε μέσα μου η ανάγκη να εκφραστώ και μέσω της λογοτεχνίας.

Πιστεύω όμως γενικότερα ότι στη σημερινή εποχή, όπου η τεχνολογία διαμορφώνει τα ήθη και τα έθιμα των καιρών μας, η θητεία ενός λογοτέχνη στην τεχνολογία εκτός από ιδιαίτερα χρήσιμη μπορεί να αποτελέσει ένα σύγχρονο πεδίο έμπνευσης.

Για να μιλήσω πιο προσωπικά, στο ερευνητικό κέντρο όπου εργάζομαι ασχολούμαι με τη νευροτεχνολογία, την τεχνολογία δηλαδή που αποσκοπεί στο να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων με νευρολογικές δυσλειτουργίες. Ως εκ τούτου, ασχολούμαστε με τον εγκέφαλο, με την καταγραφή των λειτουργιών του, τις διεπαφές εγκεφάλου-μηχανής, την τεχνητή νοημοσύνη κ.ά. Σε αυτό το εργασιακό περιβάλλον η ενασχόλησή μου με την καινοτομία με φέρνει σε επαφή με τον άνθρωπο της νέας εποχής. Και αυτή ακριβώς η επαφή έχει ενδιαφέρον λογοτεχνικά. Για παράδειγμα, στο Καρμπόν αναρωτήθηκα: Πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος μας αν αίφνης προικιστούμε με οξύτατη ακοή;

Ένα άλλο επακόλουθο της τεχνολογίας που έχει λογοτεχνικές προεκτάσεις είναι η συμβολή της στην κατάργηση των ορίων μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Σήμερα, εφαρμογές εικονικής πραγματικότητας χρησιμοποιούνται στην υγεία, αλλά και σε άλλους κλάδους. Σχεδιάζουμε προσθετικά μέλη αλλά και εξωσκελετικές μηχανές. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου οι μηχανικές προσλαβάνουσες του ανθρώπου πληθαίνουν, το ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει δεν είναι πλέον πώς θα διαχωρίσουμε το φανταστικό από το πραγματικό αλλά πώς θα απαντηθούν τα βασικά ανθρώπινα ερωτήματα στον μοντέρνο συγκεχυμένο κόσμο επαυξημένης πραγματικότητας. Πώς θα εκφραστεί δηλαδή η υπαρξιακή αναζήτηση στην εποχή που έρχεται. Και πώς ο άνθρωπος του μέλλοντος θα κυνηγήσει το όνειρο;

1ο σχετικό απόσπασμα

Στο SUPER MARIO 64, τὸ ἀγαπημένο μου παιχνίδι στὸ nintendo, ὁ χοντρούλης ὑδραυλικὸς μὲ τὸ μουστάκι, ὁ Mario, περιφέρεται σ’ ἕνα κάστρο γεμάτο μὲ ζωγραφικοὺς πίνακες κρεμασμένους στοὺς πέτρινους τοίχους. Σκοπός του εἶναι νὰ ἐλευθερώσει τὴν πριγκίπισσα Peach καὶ προκειμένου νὰ τὸ πετύχει χρησιμοποιεῖ σὰν ὅπλο του τὴν ἱκανότητα, ὅποτε ἐκεῖνος θέλει, νὰ πηδάει μέσα στοὺς πίνακες καὶ νὰ μπαίνει στὸν κόσμο ποὺ ἀπεικονίζουν. Κάθε κόσμος εἶναι καὶ μιὰ καινούργια ἀποστολή, μιὰ διαφορετικὴ ἐμπειρία, ποὺ τὸν φέρνει ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὴν πριγκίπισσα. Ὁλοκληρώνει τὴν ἀποστολὴ καὶ ἐπιστρέφει ξανὰ στὸ μεγάλο κάστρο γιὰ νὰ ἐπιλέξει νέο πίνακα, ἄλλον κόσμο νὰ χαθεῖ μέσα του.

Κάθε φορὰ ποὺ ἄφηνα τὸ παιχνίδι καὶ ἐπέστρεφα στὴν πραγματικότητα ἀναρωτιόμουν: Γιατί τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ νὰ μὴν εἶναι ἱκανὸ νὰ πλοηγεῖται μέσα σ’ ἕνα παρόμοιο κάστρο δυνατοτήτων; Γιατί δηλαδὴ εἶναι κακὸ νὰ μεταπηδήσω σ’ ἕναν κόσμο χτισμένο ἀπὸ κάποιον ἄλλο; Χρειάζονται πάντως κότσια γιὰ νὰ πηδήσεις μέσα σ’ ἕναν πίνακα. Δὲν εἶναι μιὰ ἁπλὴ ἀπόφαση. Πρέπει νὰ προηγηθεῖ ἡ παραδοχὴ ὅτι ὁ κόσμος ὅπου θὰ ἤθελες νὰ ζήσεις δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀπρόσιτο· εἶναι δίπλα σου, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπαιτεῖται εἶναι ἕνα παράτολμο σάλτο.

 

Η ιδέα του διπλού στο Καρμπόν και στη λογοτεχνία

 

Η έννοια του διπλού, της δυαδικότητας, του διπλότυπου, το μοτίβο της διπολικής προσωπικότητας δηλαδή, έχει αποτελέσει θέμα της λογοτεχνίας από παλιά. Κι αυτό γιατί είναι ένα καλό εργαλείο που επιτρέπει, με την ταλάντευση από το ένα άκρο στο άλλο, να αναλύσει κανείς πλήρως έννοιες όπως η ταυτότητα, η ετερότητα αλλά και  η σημασία της οπτικής γωνίας.

Χρησιμοποίησα λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου την ιδέα του διπλού στο Καρμπόν. Ο τίτλος καθεαυτός εμπεριέχει τη διπλοτυπία. Στο μυθιστόρημα, το φύλλο καρμπόν αποτελεί όχι μόνο το μέσο παραγωγής αντιγράφων από ένα πρωτότυπο, αλλά γίνεται αλληγορικά το λεπτό φιλμ που διαχωρίζει αυτό που είμαστε από αυτό που θα θέλαμε να είμαστε.

Γενικότερα πάντως με γοητεύει συγγραφικά η χρήση διπόλων. Στο μυθιστόρημά μου κεντρική θέση έχει το δίπολο ενός μεροκαματιάρη μικροαστού και ενός καλλιτέχνη που μεγαλουργεί. Αυτό με βοήθησε να αναλύσω την έννοια του ταλέντου. Χρησιμοποιώ όμως και άλλα τέτοια αντιθετικά σχήματα, όπως η μετριότητα και η ιδιοφυΐα, η πραγματική και η φαντασιακή ζωή, η ακοή και η όραση ως αισθήσεις. Τέτοια δραματικά αντίθετα βοηθούν στη σύνθεση μιας ιστορίας πολυφωνικής και πολυεπίπεδης.

 

Όμως τελικά αυτό που με δελεάζει περισσότερο στην έννοια του διπόλου δεν είναι τα δύο άκρα του, ο βόρειος και ο νότιος πόλος, αλλά η δυναμική τους συνύπαρξη, η απόλυτη σύζευξή τους. Και φυσικά το ερώτημα: πώς μπορεί να αντιστραφεί η πολικότητα; Πώς μπορεί ένας μεροκαματιάρης μικροαστός να μεγαλουργήσει;

 

 

2ο σχετικό απόσπασμα

Ἕνα ξημέρωμα, ἀπὸ τὰ πρῶτα τοῦ Μαρτίου, γύρω στὶς πέντε τὸ πρωί, ἄρχισα νὰ συλλαμβάνω ἰσχνοὺς θορύβους ἀπὸ ποδαράκια· πατοῦσαν στὸ σκέπαστρο τοῦ προαυλίου ἀπὸ ἐλενίτ, τὸ περιδιάβαιναν, κάθονταν γιὰ λίγο ἀκίνητα κι ὕστερα τὸ ἀποχωρίζονταν, ἔρχονταν ἄλλα. τὰ ἴδια πατήματα ἐπαναλαμβάνονταν γιὰ κάμποσα πρωινά. Ἀκολουθοῦσαν φτερουγίσματα. «Σμήνη ἀποδημητικῶν πουλιῶν κάνουν στάση», σκέφτηκα, «ξεκουράζονται γιὰ λίγο κι ὕστερα συνεχίζουν τὸ ταξίδι τους γιὰ μιὰ νέα γῆ».

Ἀναλογίστηκα πὼς ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς ζεῖ ταυτόχρονα δύο ζωές. Ἡ πρώτη, ἡ πραγματική, εἶναι αὐτὴ ποὺ βιώνει ἡ ὕπαρξή μας μέσω τῶν συναισθημάτων μας. Ἡ δεύτερη, ἡ ἀποδημητικὴ ὅπως τὴ βάφτισα ἐγώ, εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ πλάθουμε γιὰ ἐμᾶς σ’ ἕναν εἰκονικὸ κόσμο μεταξὺ ὀνείρου καὶ φαντασίας, καὶ περιλαμβάνει ὅλα τὰ πράγματα ποὺ λαχταροῦμε νὰ ζήσουμε. Γιὰ τοὺς περισσότερους αὐτὴ ἡ δεύτερη ζωὴ εἶναι σύντομη, πεθαίνει νωρίς. Γιὰ ἄλλους πεθαίνει στὴν παιδικὴ ἡλικία, γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς στὴν ἐφηβική. Λίγοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ καταφέρουν νὰ τὴν τριανταρίσουν. Ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ θὰ τὴ γεράσουν.

 

 

Η ηχητική αντίληψη του κόσμου

 

Στο Καρμπόν επιχείρησα μια ηχητική αντίληψη του κόσμου μέσα από τα αυτιά του ήρωά μου, του Άρη Κοντού.

Οι περισσότεροι από εμάς διυλίζουμε την πραγματικότητα μέσω της όρασης, της λογικής και αυτών που ονομάζουμε «φαινόμενα». Ο ήρωας όμως του μυθιστορήματός μου επιχειρεί να αντιληφθεί τον κόσμο μέσω της ακοής, μιας αίσθησης που αφήνει περισσότερο χώρο στη φαντασία. Και όλα βασίζονται στη δύναμη των ήχων.

 

 

3ο σχετικό απόσπασμα

Οἱ ἄρρωστοι φοίνικες, λένε, δὲν φαίνονται. τὸ σαράκι ποὺ τοὺς κατατρώει ζεῖ καὶ πολλαπλασιάζεται κρυφὰ μέσα στὸν κορμό τους. Ἀπ’ ἔξω, τοὺς κοιτᾶς καὶ μοιάζουν ἀκμαῖοι – τὸ φύλλωμά τους, ὁ κορμός τους ποὺ βλασταίνει, ὅλα τους. Ἀπὸ μέσα ὅμως, ὅταν μία φορὰ μπεῖ τὸ σκαθάρι,τὰ θηλυκὰ γεννοῦν ἑκατοντάδες αὐγά, τὰ αὐγὰ ἐκκολάπτονται, γίνονται κάμπιες κι ἐκεῖνες σκάβουν τρύπες μέσα στὸν κορμό, λαγούμια ποὺ μεγαλώνουν ἀργὰ καὶ μὲ τὸν χρόνο γίνονται στοές, γαλαρίες μακριές, μήκους ἀρκετῶν μέτρων. Ὡστόσο οἱ βλάβες δὲν θὰ γίνουν ὁρατὲς παρὰ μόνο στὸ τέλος, ὅταν πιὰ τὸ δέντρο θὰ εἶναι ἕτοιμο νὰ πέσει. Ἂν κάποιος, βέβαια, εἶχε ἀκουμπήσει ἔγκαιρα τὸ αὐτί του στὸν κορμό, θὰ εἶχε ἀκούσει σίγουρα τὸν ξηρὸ ἦχο τῶν ὀρδῶν ἀπὸ κάμπιες ποὺ ροκανίζουν τὸ δέντρο. Κι ἴσως ἔτσι, ἀπὸ ἕναν θόρυβο τόσο ἀνεπαίσθητο, νὰ εἶχε προλάβει τὴν καταστροφή.

 

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

 

1