Καλικάντζαροι ή λυκοκαντζαραίοι, πλανήταροι ή καρκαντζέλια και βερβελούδες ή αλλιώς τα ξωτικά των Χριστουγέννων που άφησαν αναλλοίωτη την παρουσία τους στην ελληνική λαογραφία.

 

Ως λαός διαθέτουμε πλούσια λαογραφική παράδοση και κάθε στιγμή της κοινωνικής μας ζωής είναι στενά συνυφασμένη με τους θρύλους που έχει γεννήσει το ανθρώπινο μυαλό ανά τους αιώνες. Η προφορική παράδοση πέρασε από γενιά σε γενιά υποδηλώνοντας ότι οι  τοπικές δοξασίες έχουν ως κοινή αφετηρία την ελληνική ψυχή.

Κάπως έτσι ο Νικόλαος Γ. Πολίτης θέλοντας να αντικρούσει τις απόψεις του αυστριακού ιστορικού Γιακομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ ότι οι Έλληνες δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες αλλά από τους Σλάβους,  ξεκίνησε μια ενδελεχή έρευνα συγκέντρωσης των στοιχείων εκείνων του νεοελληνικού πολιτισμού που θα αποδείκνυαν το αντίθετο, δηλαδή τη φυλετική και ιστορική συνέχεια των Ελλήνων.

Ο πατέρας της επιστήμης της Λαογραφίας, λιοπόν,  ο Νικόλαος Γ. Πολίτης ίδρυσε ακόμη το 1908 την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία και εξέδιδε το περιοδικό «Λαογραφία», ενώ δέκα χρόνια μετά ιδρύθηκε το Λαογραφικό Αρχείο. Από το 1899 άρχισε να δημοσιεύει το ανεκτίμητο λαογραφικό του έργο «Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού» στο οποίο αργότερα εντάχθηκαν οι τέσσερεις τόμοι των Παροιμιών και οι δύο των Παραδόσεων.

Ασπαζόμενοι τις μαρτυρίες του βιβλίου το 12ήμερο από τη γέννηση του Θεανθρώπου ως την ημέρα των Φώτων βγαίνουν σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση οι καλικάντζαροι. Η λαογραφία ποικίλει ως προς τη μορφή τους ανάλογα με τον τόπο προέλευσης. Κάποια κοινά σημεία είναι η μαυριδερή τους όψη, τα κόκκινα μάτια ή τα πόδια τράγου. Είναι φανερή πως η φαντασία των ανθρώπων διαμορφώνεται ανάλογα με τα ερεθίσματα της περιοχής

 

Οι Καλικάντζαροι ( Άργος)

Από το Άργος ο Ν. Πολίτης μας παραδίδει σύμφωνα με τη μαρτυρία κάτοικου ότι “… τα παιδιά που γεννιώνται ανήμερα του Χριστού γίνονται καλικάντζαροι, αν δεν βαφτιστούν την ίδια ημέρα.

Οι καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια, με χέρια σαν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα. Έρχονται τα δωδεκαήμερα από τον καπνολόγο, δε μπορούν όμως να μπουν σ’ εκείνα τα σπίτια πο ‘χουν βαλμένο στον καπνολόγο χοιρινό κόκαλο, και μάλιστα κόκαλο από το μερί του χοίρου. Τους αρέσουν πολύ οι τηγανήτες και τ’ αγιοβασιλιάτικα γλυκίσματα, τ’ αρπάζουν όμως με προσοχή, γιατι φοβούνται μη φαν καμιά στο χέρι με το κουτάλι. Λεν πως μερικοί από τους Καλικαντζάρους έχουν στη ράχη τους από φυσικού μια κούνια αγκαθερή, και σ’ αυτή βάνουν όσα παιδιά αρπάζουν και τα κουνούν, για να αιματώνουν τα παιδιά από τα αγκάθια και να πίνουν αυτοί το αίμα…”

 

Ο Σκαλικάντζαρος και το κόσκινο (Ζάκυνθος)

«Όποια πέσει με τον άντρα τση τη παραμονή του Ευαγγελισμού, το παιδί που θα γεννήσει τα Χριστούγεννα θα είναι σκαλικάντζαρος. Αν το γεννήσει την παραμονή του Χριστού γίνεται πάλιν σκαλικάντζαρος, αν δεν τονε πάει η μάνα του στο παπά για να του διαβάσει  μία ευχή.

Οι σκαλικάντζαροι μπαίνουνε αφ’ τσου φουγάρους, και για δαύτο οι καλές νοικοκυράδες βάνουνε το κόσκινο κοντά. Έτσι ο σκαλικάντζαρος σα μπαίνει για να κάμει κακό στο σπίτι και γλέπει το κόσκινο αρχινάει να μετράει τσι τρούπες του, μα μετρώντας τσι ξημερώνεται, και λαλώντας ο πρώτος κόκορης, ο σκαλικάντζαρος τσακίζεται να φύγει…”, λέει η παράδοση της Ζακύνθου.

 

Ένα κόσκινο ή ένα κομμάτι από χοιρινό κόκαλο μπορούν να αποτρέψουν την εμφάνισή τους από την καμινάδα. Παγίδες που αποτρέπουν αυτά τα ζαβολιάρικα πλάσματα να αρπάζουν τα χριστουγεννιάτικα γλυκά και να κατουρούν στο νερό που έτυχε να αφήσουν ξεσκέπαστο οι νοικοκυρές του σπιτιού.

Στη μαρτυρία από την Πορταριά της Θεσσαλικής Μαγνησίας «…τα καρκαντσέλια φεύγαν την παραμονή απ’ τα Φώτα, άμα άρχιζαν να φωτιζ’νι οι παπάδες. Την παραμονή τα Χριστούγεννα θυμιατιάτ’ ζαν ούλοι τ’ς αναγκώνοι του σπιτιού. Το ίδιο κάναν κι όντας φεύγαν. Κοίταζαν καλά, όντας φεύγαν τα καρκαντσέλια, ούλοι τ’ς αναγκώνοι, μην τύχει κι απομείνει κανένα κ’τσο καρκαντσέλι, κι παρουσιάζεται το βράδυ κι τους πειράζει…»

Η λαογραφία της Κύπρου αναφέρει ότι την τελευταία μέρα «…που θα φύγουν οι πλανήταροι, τους περιποιούνται και τους κάνουν ξεροτή’ανα. Κι αυτοί από πάνω από την τρούπα του καπνολόγου γυρεύουν τα ξηροτή’ανα και λουκάνικα, που συνηθίζουν να τα κρεμούν στους καπνολόγους… τα ξεροτή’ανα τα ρίχνουν απάνω στα δώματα να τα φαν οι Πλανήταροι, που γυρίζουν τότε από σπίτι σε σπίτι και χαιρετιώνται που θα φύγουν».

Στη Λιβαδειά «…την παραμονή των Φώτων το πρωί παίρνουν οι άνθρωποι τη στάχτη και τη σκορπίζουν τριγύρω στα σπίτια, για να φύγουν οι σκαλικαντζαραίοι και να μην ξαναπατατήσουν…»

Τέλος την παραμονή των Φώτων αναχωρούν «τα παγανά» όπως λέει η παράδοση της Ναυπάκτου «για το κέντρο της γης και αρχίζουν να πελεκάνε με τα δόντια τους και τα τσεκούρια τους τις τρεις κολώνες που βαστούν τον κόσμο, να τις γκρεμίσουν  και να χαλάσει ο κόσμος. Τις πελεκάνε όλο το χρόνο κι αφήνουν μια μικρή τρίχα και ενώ σταματάνε να πάρουν μια ανάσα ανεβαίνοντας στη γη την περίοδο των γιορτών όταν επιστρέφουν οι τρεις κολώνες είναι πάλι όπως πριν και ξεκινάν ξανά τη σκληρή δουλειά για να πέσει ο κόσμος»…και πάντα θα γίνεται αέναα η ίδια διαδικασία γενιές και γενιές ώστε να μαγευόμαστε όλοι μας και να μένουμε παιδιά.

Το βιβλίο του Νικόλαου Γ. Πολίτη διασώζει 55 μαρτυρίες από εξίσου διαφορετικά μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου. Από τη μακρινή Κωνσταντινούπολη μέχρι την Κρήτη και την Ίμβρο. Από τη Ζάκυνθο και την Αιτωλία μέχρι τη Σύμη, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη και το Γύθειο. Από τη Μαγνησία και την Καρδίτσα μέχρι τη Δημητσάνα, την Κόρινθο, την Τρίπολη και την Αθήνα.

Η παράδοση επίσης αναφέρει πως τους καλικάντζαρους τους βλέπουν οι αλαφροΐσκιωτοι. Ας ανοίξουμε τις καρδίες μας κι ας δεχτούμε τη μαγεία των γιορτών. Κι αν φοβάστε τους λυκοκαντζαραίους ή τους πλανήταρους ή τους κωλοβελόνηδες, η παράδοση λέει ότι φεύγουν αν στο 12ήμερο λιβανίζεις όλες τις γωνιές του σπιτιού, αλλά και η αταξία κι η ζαβολιά πάλι, μέσα στη ζωή μας δεν είναι;

 

Καλή Χρονιά

 

 

 

1