Πάνω στη φράση του Τζων Στάινμπεκ, “Θα εκδικηθώ τον εαυτό μου με τον πιο βάναυσο τρόπο που μπορείς να φανταστείς. Θα τον ξεχάσω” κρύβεται επιμελώς μια παραδοξολογία ή μήπως όχι; Τι συμβαίνει όταν ψάχνουμε τα κλειδιά για τα βιώματά μας και στεκόμαστε αδρανείς σε μια νέα πραγματικότητα του εαυτού μας;
Το τραύμα μετά την απώλεια αλλά κυρίως η πληγή μετά την αποκάλυψη. Ο καλοσχεδιασμένος ρους των πραγμάτων που λοξοδρομεί σε τεθλασμένες διαδρομές του νου αποτελεί το έδαφος για τη νουβέλα της Αλίκης Στελλάτου “Γάτα στον κήπο” (εκδόσεις Κίχλη). Είναι όπως σημειώνει η συγγραφέας στη συνέντευξη που μας παραχώρησε “μια άλλη τοποθέτηση του εαυτού απέναντι στον εαυτό, ο κρίσιμος άλλος μέσα της, το «είμαστε ο άλλος για τον άλλον που είμαστε».
-
«Ένας άνθρωπος με δύο ονόματα – ή δυο ζωές», λέτε προς το τέλος του βιβλίου σας «Γάτα στον κήπο», που θα μπορούσε να είναι ένα, εν είδει, συμπέρασμα. Ποια είναι, λοιπόν, η δισυπόστατη ηρωίδα σας;
Η Μαρία είναι μια γυναίκα που βιώνει μια εσωτερική πάλη: από τη μία πλευρά η πληγή και το τραύμα λόγω της απώλειας, από την άλλη η αδυνατότητα της εγκαθίδρυσης ενός εαυτού σταθερού, συμπαγούς, στέρεου, συντελούν στην ανάδυση μιας άλλης φωνής/προσωπικότητας -της Μάρθας-, όχι με την έννοια της οντολογικής υπόστασης, αλλά περισσότερο με τη χροιά μιας συνειδησιακής αντανάκλασης. Επομένως η Μάρθα θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει το κρυφό βλέμμα της Μαρίας επάνω στο πρόσωπο που νομίζει ότι είναι, που θα ήθελε να είναι, που θα έπρεπε να είναι ή που πραγματικά είναι. Η Μαρία και η Μάρθα, είναι δύο φωνές ενός ανθρώπου, που ψάχνει, χωρίς όμως να βρίσκει.
-
Ποια ήταν η αφόρμηση γι’ αυτό το βιβλίο;
Είναι η επαφή με τα γεγονότα ή το ενδεχόμενο εν γένει, που αναδεικνύει και πυροδοτεί διεργασίες, αφυπνίζει, ανοίγει βεντάλιες δυνατοτήτων ή τις κλείνει, που με άλλα λόγια διαμορφώνει εκ νέου τον έξω κόσμο, κυρίως όμως τον έσω. Αυτός ο έσω κόσμος είναι που μου ασκούσε πάντα μια ιδιαίτερη έλξη: οι εσωτερικές κινήσεις, οι εσωτερικές βιογραφίες, εκείνα που μόνο εμείς γνωρίζουμε για εμάς, οι ροές της εσωτερικής ζωής, το μυστικό, το μύχιο, το ίχνος. Με αυτή την έννοια, δεν μπορώ να πω ότι υπήρξε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός η αφορμή αυτού του βιβλίου, αλλά μια συρραφή ιχνών από άγνωστες πηγές, εκτός του δικού μας ελέγχου, αλλά σίγουρα μέρος των όσων μας διαμορφώνουν.
-
Μια γάτα, μια κουκουβάγια, οι λεμονιές και οι μυρωδιές τους και μια πιατοθήκη. Έμψυχα και άψυχα με σαγηνευτικές ιδιότητες που κινούν τις αφηγηματικές γραμμές. Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον μυστηριακό κόσμο που ξεχύνεται στις σελίδες της νουβέλας σας.
Πρόκειται για έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. Τα πράγματα, με την ευρύτερη έννοια, φέρουν το βάρος του συμβόλου τους, ενός νοήματος που μετατοπίζεται από εκείνο του φαινομένου και εμπερικλείει από μόνο του μια νομοτέλεια ακατέργαστη, τραχιά και ίσως αμείλικτη. Όταν, για παράδειγμα, η λεμονιά παραπέμπει στη λησμονιά, στη μνήμη, και η πιατοθήκη στον χρόνο, τότε το οικείο γίνεται ανοίκειο, οι συνδέσεις του εξωτερικού με τον εσωτερικό κόσμο αδύναμες, οι σταθερές αλλοιώνονται και οι βεβαιότητες καταργούνται. Η ηρωίδα αναζητά μια αλήθεια που δεν μπορεί να περιγραφεί με συμβατικούς όρους, καθώς το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει είναι μάλλον ασήμαντο.
-
Το πραγματικό υλικό και η επικάλυψή του. Μια πιατοθήκη αντιπαραβάλλεται με τη μνήμη ενός ανθρώπου, σε μεγάλο μάλιστα βαθμό. Αναλύστε μας τις λογοτεχνικές διαδρομές που ακολουθήσατε κατά τη συγγραφή του βιβλίου σας.
Αυτό που μπορώ να πως είναι πως τα βιβλία ήταν εκείνα που, κατά τη διάρκεια της συγγραφής, με βοηθούσαν κάθε φορά που δυσκολευόμουν να συνεχίσω· η γραφή ερχόταν με τη συνδρομή της ανάγνωσης – δύο δραστηριότητες αξεχώριστες, που προϋποθέτουν ή απαιτούν ένα είδος τυφλότητας, με τον ίδιο τρόπο που ο ζωγράφος ζωγραφίζει κάτι που βλέπει. Όπως περίπου λέει ο Ντερριντά: όταν ο ζωγράφος παρατηρεί το αντικείμενο, είναι τυφλός απέναντι στο έργο του, και όταν ζωγραφίζει είναι τυφλός απέναντι στο αντικείμενο.
-
Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία της Γάτας στον κήπο, ποιο είναι το συναίσθημα που επικαλύπτει τα άλλα;
Χαρά για την ολοκλήρωση ενός κύκλου, άγχος για τον επόμενο.
-
Η νουβέλα σας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μια νίκη της γραφής έναντι της πλοκής;
Η πλοκή ουσιαστικά είναι ο μηχανισμός με τη βοήθεια του οποίου ο συγγραφέας παρουσιάζει τα γεγονότα και τους ήρωες αλλά και τους τρόπους με τους οποίους όλα συνδέονται, το πώς πλέκονται τα νήματα μεταξύ τους. Σε αυτή τη νουβέλα τα νήματα δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, όσο σε ένα μυθιστόρημα με έντονη δράση• εδώ οι αιτιακές σχέσεις είναι αδιόρατες, αλλά εξίσου ισχυρές. Πρόκειται περισσότερο για μια εσωτερική πλοκή – σκέφτομαι συχνά πως σημαντικά δεν είναι μόνο όσα συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας, αλλά και πίσω από αυτά.
-
Η β’ φωνή του κειμένου αποτελεί έναν, εν δυνάμει, δικαστή;
Η ηρωίδα του βιβλίου έχει υποστεί έναν διχασμό. Τριγυρνώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο μέσα στο κλειστό της σπίτι, βρίσκεται μόνιμα σε διάλογο: διάλογο με τον θείο Βήσσο, τα λόγια του οποίου έχουν αποκτήσει μια βαριά συμπαγή προφητικότητα, διάλογο με τις αναμνήσεις και τα όνειρά της, με τις φωτογραφίες των άλμπουμ της. Ο κυρίαρχος όμως διάλογος είναι εκείνος με τη Μάρθα: αυτή είναι που αναδεικνύεται σε διαχειρίστρια της μνήμης της, που προσπαθεί να την αφυπνίσει και να την επαναφέρει από τη σύγχυση την οποία βιώνει. Η Μάρθα είναι το alter ego της Μαρίας, δεν καταγγέλλει, μόνο συνετίζει, αφυπνίζει. Είναι μια άλλη τοποθέτηση του εαυτού απέναντι στον εαυτό, ο κρίσιμος άλλος μέσα της, το «είμαστε ο άλλος για τον άλλον που είμαστε».
-
Πρόσφατα βρεθήκατε στις βραχείες λίστες για το «Βραβείο Μένη Κουμανταρέα» από την Εταιρεία Συγγραφέων. Μια επιβράβευση που τι εξισορροπεί μέσα σας, για τη συνέχεια;
Η συμπερίληψη του βιβλίου στις βραχείες λίστες, ανάμεσα σε πολύ αξιόλογα βιβλία, φέρνει πάντα μεγάλη χαρά, και συνοδεύεται από μια αίσθηση συμμετοχής σε κάτι μεγαλύτερο και συλλογικότερο. Ο λόγος και οι ιδέες κοινωνούνται, ρέουν, κι εμείς παίρνουμε θάρρος για το επόμενο βήμα.
-
«Εκεί που όλα ήταν γραμμένα με το όνομά τους», λέτε προς το τέλος του βιβλίου. Ποιος ο ρόλος του «όλου» και του «μισού» (-ημί) στο κείμενο σας;
Το μισό, το ανολοκλήρωτο, η ανεπάρκεια κατέχουν πρωταγωνιστικούς ρόλους στη Γάτα στον κήπο· είναι αυτά που βασανίζουν τη Μαρία, και η επανάληψη, στην οποία βασίζεται η νουβέλα από πλευράς μορφής και περιεχομένου, είναι ένας τρόπος να δημιουργηθεί μια αίσθηση ολοκλήρωσης. Έτσι, ο χρόνος αποδεικνύεται ελαστικός και ταυτόχρονα παγωμένος: τίποτα δεν εξελίσσεται, τίποτα δεν προχωράει και η Μαρία ταλαντεύεται και εκκρεμεί ανάμεσα στον μισό έρωτα με τον Ηλία και την Άννα που άκουγε τον χρόνο να περνάει, ανάμεσα στις κυκλικές διαδρομές και τις θρυμματισμένες αναμνήσεις. Όλα γίνονται για να μην τελειώσουν.
-
Η γραφή σας φανερώνει έναν άνθρωπο που ο χρόνος δεν τον τοποθετεί στα στενά του περιθώρια. Το επόμενο σας συγγραφικό «διάβημα» έχει φανερωθεί, έστω σαν σκέψη/ιδέα;
Όσοι γράφουν, γνωρίζουν πως πάντα κάτι γράφεται…
-Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη.
-Κι εγώ σας ευχαριστώ, κύριε Δανιήλ.
Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Book.Gr
2