“Το τραίνο πού με γέννησε/μου έμαθε να καπνίζω κάρβουνο/το επόμενο μου έδωσε, στα δέκα μου/απ’ το πετρέλαιο, που έπινε, την μυρωδιά./Έτσι εθίστηκα στα μέσα/σταθερής τροχιάς/και η πορεία μου μια χαρά ταυτίστηκε/μαζί τους.
Γεννημένος στην Αθήνα στις αρχές του ’50 με καταγωγή από τη Λάρισα, ο Θεόδωρος Π. Ζαφειρίου σπούδασε νομικά στην Αθήνα και στο Ρέγκενσμπουργκ της Γερμανίας. Εργάστηκε επί σειρά ετών στο υπουργείο Εξωτερικών και έχει εκδώσει δεκαοχτώ ποιητικές συλλογές. Η τελευταία του συλλογή “Τα τραίνα ταξιδεύουν ακόμα” (Andy’s publishers) που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό έδωσε την αφορμή, εν μέσω καραντίνας, για την παρακάτω συνέντευξη.
-Σας καλωσορίζω κ. Ζαφειρίου στο The Book.Gr, είναι χαρά μας να σάς φιλοξενούμε.
-Τιμή και χαρά αισθάνομαι κι εγώ, που βρίσκομαι, έστω και σε διαδικτυακούς καιρούς ημικαραντίνας κοντά σας και εύχομαι σε όλους μας ο νέος των ημερών ιός να χάσει σύντομα την κορώνα του.
- «Τα τραίνα Ταξιδεύουν Ακόμα», μιλήστε μας για την έκδοση αυτή που σφραγίζει ένα κομμάτι της ποιητικής σας πορείας.
Η αλήθεια είναι ότι το βιβλίο, που σφράγιζε ένα κομμάτι, το μεγαλύτερο της ποιητικής μου πορείας, ή έστω μιας κατά τα προσωπικά μου μέτρα και σταθμά «ποιοτικής» επιλογής από αυτή την πορεία, ήταν το εκδοθέν το 2015 υπό τον τίτλο “ΕπιΤομή” (ποιήματα 1970-2014, σύνολο δέκα συλλογών). Έκτοτε εξέδωσα έξι ακόμα συλλογές και κατά την κατάρτιση της έβδομης, αυτής με θέμα Τα Τραίνα, συνειδητοποίησα, ότι με αυτό το θέμα είχα συμπεριλάβει ποιήματα σε όλες τις προηγούμενες συλλογές, τα οποία επανανθολόγησα στην παρούσα. Ασφαλώς δεν αρνούμαι το ιδιοτελές κίνητρο που υποκρύπτεται στην επανανθολόγηση. Ανεξάρτητα από την επιθυμία ή την προσωπική μου αρχειοθετητική εμμονή να συγκεντρώσω αυτό υλικό, το οποίο, πρέπει πάντως να πω, κατ΄ επίφασιν πολλές φορές, μεταφέρει το αγαπημένο μου μέσο, το τραίνο, κινήθηκα και από την αυταπάτη και το άγχος, μην τυχόν και πάνε αδιάβαστα αυτά τα παροπλισμένα στα προηγούμενα βιβλία μου τραίνα.
…η επιτακτική ανάγκη για έναν ποιητή αφορά στην εσωτερική του αδήριτη ανάγκη να εκφρασθεί και σ΄αυτό το πρώτο στάδιο πρέπει να τού αναγνωρισθεί το αμάχητο τεκμήριο της ειλικρίνειας. Της ειλικρίνειας με τον εαυτό του, που αποτελεί όμως εν ταυτώ και την απόλυτη εγγύηση γνησιότητας του ποιητικού εγγράφου, εντύπου ή ηλεκτρονικού, που θα περιβληθεί το ποίημα.
- «Μη με διαβάσετε/΄Αν δεν έχετε συνοδεύσει/Αγνώστους σε σταθμό…». Στίχοι που κρυφομιλούν, όπως ο ίδιος δηλώνετε με την αναφορά του ονόματός του στον τίτλο, με τον Επίλογο του Νίκου Καρούζου. Πόσο επιτακτική ανάγκη είναι, εν τέλει, για έναν ποιητή ο ειλικρινής και ουσιαστικός διάλογος με τον αναγνώστη;
Η διάδραση στην λογοτεχνία και η συνομιλία, αν όχι μεταξύ των δημιουργών, τουλάχιστον μεταξύ των έργων τους, αποτελούν τα εκ των ων ουκ άνευ ζωτικά στοιχεία των τεχνών του λόγου. Πριν σάς απαντήσω όμως να πω παρενθετικά, ότι η ποίηση ανήκει, κατά την γνώμη μου, λιγώτερο, σε σχέση με την πεζογραφία, στον λόγο, και περισσότερο προσομοιάζει με την ζωγραφική και την μουσική. Αφού με τον ανασυνθετικό τρόπο, που ο ποιητής χρησιμοποιεί τις κοινές λέξεις, ο ζωγράφος αναμειγνύει γνωστά τοις πάσι χρώματα, για να παραγάγει εκείνα του δικού του προσωπικού βλέμματος, καθώς προσπαθεί να δραπετεύσει από την κατά Σάτρ κόλαση (έως αχρωματοψίας) των άλλων. Ο ποιητής επίσης, ακόμη και στον ελεύθερο στίχο στοιχίζεται με μουσικά μέτρα αφού σ΄αυτά μεταποιεί τις λέξεις. Τώρα, η ικανότητα μέθεξης του αναγνώστη με το ποίημα, φυσικά του αναγνώστη που έλκεται κατ΄αρχήν κατά το πρότυπο του κεραυνοβόλου έρωτα από την αισθητικής φύσεως μορφή, αλλά ταυτόχρονα ίσως αναγνωρίζει ουσιαστικά στοιχεία και της δικής του ταυτότητας στο περιεχόμενο, προσδίδει και σ΄εκείνον την ιδιότητα του απαραίτητου συνδημιουργού. Έτσι ώστε μ΄εκείνον μόνον το ποιητικό έργο ολοκληρώνεται, και γεννά, αν όχι κάτι άλλο, πάντως κάτι εμπλουτισμένο με καινούργια γονίδια, ένα μεταποίημα ας πούμε -κι όσα περισσότερα (ετεροθαλή βέβαια) μεταποιήματα τόσο το καλύτερο-, διαφορετικά μένει μετέωρο, όπως άλλωστε εκατομμύρια σπερματοζωάρια, που πάνε χαμένα. Ενώ, ακόμη και ανομολόγητος, συνειδητός ή ασύνειδος σκοπός τους είναι να γονιμοποιούν κάθε ωάριο, που θα βρεθεί στον δρόμο τους. Αλλά και πόσα πια ωάρια να βρεθούν; Με αυτήν την έννοια δεν θα περιόριζα την σχέση ποιητή-αναγνώστη σε διάλογο, αλλά σ΄αυτό που λέμε μεταξύ τους χημεία, κάτι δηλαδή που είναι υλικής φύσεως, αλλά εκδηλώνεται ως πνευματική συνεύρεση. Βασική ασφαλώς προϋπόθεση μιας επιτυχούς και γόνιμης πνευματικής συνεύρεσης, όπως κάθε συνεύρεσης, είναι η ειλικρινής ανταπόκριση του ποιητή στο βασικό (αναγνωστικό) ένστικτο του αναγνώστη. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ο ποιητής οφείλει να εικάσει τις προτιμήσεις των δυνάμει αναγνωστών και με αυτόν τον γνώμονα να φροντίσει για την ικανοποίησή τους. Αλλ’ ακριβώς το αντίθετο. Τί θέλω να πώ: Χωρίς να παραγνωρίζω και με απόλυτο σεβασμό στο ιεροδουλικό λειτούργημα, κάτι αντίστοιχο στον χώρο της τέχνης γενικά και ειδικά της τέχνης του λόγου είναι νομίζω ανάξιο λόγου. Βέβαια τον κίνδυνο διατρέχει πολύ περισσότερο η πεζογραφία λόγω πιθανοτήτων κερδοφορίας και πολύ λιγώτερο η ποίηση, ως ζημιογόνος ενασχόληση ως προς το τάλαντον οπωσδήποτε, ενίοτε δυστυχώς και ως προς το ταλέντο. Με την απαραίτητη προϋπόθεση του τελευταίου, η επιτακτική ανάγκη για έναν ποιητή αφορά στην εσωτερική του αδήριτη ανάγκη να εκφρασθεί και σ΄αυτό το πρώτο στάδιο πρέπει να τού αναγνωρισθεί το αμάχητο τεκμήριο της ειλικρίνειας. Της ειλικρίνειας με τον εαυτό του, που αποτελεί όμως εν ταυτώ και την απόλυτη εγγύηση γνησιότητας του ποιητικού εγγράφου, εντύπου ή ηλεκτρονικού, που θα περιβληθεί το ποίημα. Αυτή την αξία, και ως αισθητική, εκτιμά και αποδέχεται ο ευαίσθητος και επαρκής αναγνώστης της ποίησης και συνευρίσκεται με το ποίημα. Έτσι και ένας ακόμη προκατειλημμένος ή δεδηλωμένος εχθρός της ομοφυλοφιλίας απολαμβάνει τον Καβάφη, ή κάποιος θρησκευόμενος, που θεωρεί ύψιστη αμαρτία την αυτοκτονία διαβάζει Καρυωτάκη. Είπα στην αρχή ότι η συνομιλία μεταξύ των δημιουργών περιορίζεται μάλλον σ΄εκείνη των έργων τους. Περιορίστηκα επίσης ως προς τον διάλογο μεταξύ ποιητή-αναγνώστη σε μια εκδοχή του, εκείνη που ο αναγνώστης δεν τυγχάνει και ο ίδιος ποιητής. Μεταξύ ποιητών η ιδιότητα του αναγνώστη υποχωρεί μπροστά στον εγωϊσμό, τον ανταγωνισμό και την ζήλεια και η τυχόν αναγνώριση της αξίας του ενός από τον άλλο κρύβεται στο βάθος της συνείδησης (όχι το υποσυνείδητο, γιατί η παραδοχή και στο βάθος της είναι συνειδητή). Αυτά μεταξύ συγχρόνων ζώντων ποιητών. Για τους τεθνεώτες τα πράγματα αλλάζουν κάπως, εξ ού και η μετά θάνατον αναγνώριση, απαλλαγμένη από τον κίνδυνο επισκίασης των ομοτέχνων, παραχωρείται από αυτούς ευκολότερα, για δε τους παλαιοτέρων γενεών οι ύμνοι περισσεύουν, αφού η μνεία τους και μόνο επιδαψιλεύει δάφνες κυρίως στους μνημονεύοντες. Προς Θεού όμως μην παρεξηγηθώ. “Οπου και να σάς βρίσκει το κακό αδελφοί…μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη…και Οδυσσέα Ελύτη και Τάσο Λειβαδίτη και ούς ών ουκ έστιν αριθμός άτλαντες που βαστάζουν το στερέωμα του νεοελληνικού πολιτισμού. Εξάλλου βρίσκω εξαιρετικά αισιόδοξο το γεγονός, ότι ακόμα και η καρυωτακική μπαλλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων παρά την απαισιοδοξία της αποτίει φόρο τιμής στους ποιητές άδοξοι πούναι ασυγκρίτως ουσιαστικώτερο από τις εθιμοτυπικές καταθέσεις στεφάνου στον αγνοημένο μάλλον παρά άγνωστο στρατιώτη. (Τον οποίο, συμμετέχοντας στον ανέξοδο δημόσιο έπαινο, δεν αντέχω, στην εποχή του κορωναϊού, να μην τον παραβάλλω με τον άγνωστο ιατρό και νοσηλευτή). Τώρα, για τα τελικά στάδια της διαδικασίας, κατά τα οποία ένα ποιητικό βιβλίο φθάνει ή όχι στα χέρια του αναγνώστη, αυτά συναρτώνται βεβαίως και με το πρόσωπο και την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ποιητή, αγγίζουν επίσης το διαχρονικό ζήτημα της σχέσης δημιουργού-έργου και το κατά πόσον η συχνάκις απαντώμενη αντίφαση βίου-έργου βαραίνει στην αξιολόγηση του έργου, προσωπικά τάσσομαι υπέρ της απόλυτης αυτονομίας του έργου, εν κατακλείδει όμως δεν παύει το έργο σε συσκευασία βιβλίου να συνιστά και εμπορικό προϊόν, που χρειάζεται προώθηση. Και αυτή απαιτεί δημόσιες σχέσεις, συμβιβασμούς και όσα άλλα άπτονται του χαρακτήρα του ποιητή. Αλλά και ανεξάρτητα από εκείνον, η μικρή, άν όχι ανύπαρκτη, οπότε περιορίζεται σε δώρα και αντίδωρα, εμπορευσιμότητα του έργου του, εξαρτάται κατά κύριο λόγο από το κατάλληλο πλασάρισμα, δηλαδή τα σχετικά προξενειά και συνοικέσια, τουτέστιν παρουσιάσεις και κριτικές ου μην αλλά και διαφημιστικές καταχωρήσεις. Το κατά πόσον το ποίημα τελικά αγρεύσει πελάτες-συγγνώμη, αναγνώστες, επαφίεται, εκτός της ποιότητάς του, και σε όλους τους παραπάνω παράγοντες.
3. Τί αποστάσεις έχουν διανύσει ως τώρα οι ποιητικές σας κυκλοφορίες;
Όσες και τα ταξίδια μου, τουλάχιστον στο ομώνυμο ποίημα «Στα ταξίδια μου πάντα προτιμούσα/Τραίνα μεγάλων αποστάσεων/Κι άς αποβιβαζόμουνα/Στον πρώτο τους σταθμό./(Με το πήγαινε-έλα/Διήνυσα κι εγώ/Τεράστια διαδρομή.)» Για την αξιολόγηση πάντως των τοπίων, εξωτερικών και εσωτερικών αυτής της διαδρομής, αρμοδιότερα είναι τα βλέμματα των τυχόν αναγνωστών. Δεκτή πάσα εντύπωσις.
- «Μέχρι μια νύχτα που δοκίμασα/Ν΄αλλάξω προορισμό», λέτε στο ποίημά σας «HauptbahnhofRegensburg». Η αλλαγή που ενέχει το στοιχείο της δοκιμασίας κατά πόσο αποτέλεσε, ενδεχομένως, πειρασμό μεταβολής της ποιητικής σας πλεύσης;
Δεν θα έλεγα μπήκα στον πειρασμό ν΄αλλάξω ποιητική πλεύση, εκτός άν αυτή προέκυπτε από επιτυχημένη προσπάθειά μου ν΄αλλάξω βιοτική πλεύση στην επικράτεια μιας βόρειας χώρας, αφού διαφορετικά θα ένιωθα όχι απλώς ξένος ή αποξενωμένος, αλλ΄εντελώς χαμένος. Η προσπάθεια αυτή εξισούτο για μένα με κατόρθωμα, το οποίο απεδείχθη ανέφικτο. Σχέσεις ουσίας με άλλους ανθρώπους στο δικό τους κοινωνικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων άκρως προσωπικού χαρακτήρα με το άλλο φύλλο, που θα διευκόλυναν σε βαθύτερο και υπαρξιακό επίπεδο την ενσωμάτωση έως αφομοίωση στην ξένη κοινωνία και κυρίως στην άλλη γλώσσα. Αλλ΄ήταν για μένα πολύ αργά. Είχα διαμορφώσει πλέον και την γλωσσική μου ιδιοπροσωπία στα εικοσιέξι μου χρόνια και έτσι, όπως σε μια νύχτα δοκίμασα ν΄αλλάξω κώδικα και προορισμό σε εξωτικά για μένα νερά, εν μια νυκτί επίσης επέστρεψα στην ευκολία, άν θέλετε, των χαρτογραφημένων μου υδάτων.
5. Σε πολλά ποιήματά σας διαφαίνεται μια αχλή νοσταλγίας. Κοιτάζοντας πίσω, πιστεύετε, πως τα χρόνια, που «κοπιάσατε» ήταν πιο ωραία;
Η νοσταλγία για μένα δεν καλύπτεται τόσο από τον ρομαντισμό μιας αχλής, αλλ΄από την πολύ έντονη ρεαλιστική επίγνωση, πως ό,τι πέρασε μέσα από την επιβίωσή μου, καλό ή κακό, ωραίο ή άσχημο, αυτό ήταν, άρα αυτό είναι το μόνο βέβαιο μπροστά στην αβεβαιότητα του μέλλοντος. Ακόμη και αυτό που σάς λέω τώρα, αυτό ήταν, πάει ανήκει στο παρελθόν, και μόνο αυτό μού ανήκει. Τα χρόνια που πέρασα και αυτά που περνώ και αυτά που ενδεχομένως περάσω, όλα αυτά με αυτή την έννοια, έχουν ήδη περάσει. Σ΄αυτά (και θα) έχω «κοπιάσει». Η γλυκιά αίσθηση της νοσταλγίας είναι κατ΄αυτόν τον τρόπο μια ανταμοιβή για τον κόπο μου να ζήσω και να δημιουργήσω, ό,τι τέλος πάντων έκανα στην ζωή μου-δεν μιλώ μόνο για ποίηση, δηλαδή για ποιήματα, πονήματα, όπως θέλετε πείτε τα. Αλλά και για άλλα πράγματα που έκανα και είπα και αμαρτίαν έχω.
- «Είμαι, εν ολίγοις, άνθρωπος της πόλης…» σημειώνετε κάπου. Σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο αστικό τοπίο με ποιούς τρόπους αναπαλαιώνετε τις μορφές του;
Με την μνήμη, που αναδύεται όχι μόνον από το παρελθόν, αλλά κι από τις παρούσες κάθε στιγμή ένυλες ενθυμήσεις και αναπαραστάσεις του: παλαιά κτίρια και σπίτια, που ακόμη και με τα υπολείμματά τους ζωντανεύουν την αστική ζωή του μεσοπολέμου φερ΄ειπείν, αλλά και της δεκαετίας του ΄50, που σχεδόν ανήκω (τί ωραία τα περιγράφει ο Νίκος Βατόπουλος!), δρόμοι παλιοί (του Αναγνωστάκη και του Θεοδωράκη του ΄74), στους οποίους περπατούν ή περιπατούν οι νέοι (κάτι το σπάνιο κατά τον Γιώργο Χρονά) και, άν θέλει ο κορωναϊός, θα συνεχίσουν την πορεία τους και οι επόμενοι. Κάτω απ΄τις ίδιες νερατζιές, που κατατροπώνουν χρόνια τώρα τα καυσαέρια κάθε άνοιξη -γιατί να μην εξολοθρεύσουν και τους κάθε είδους ιούς; Και να εξακολουθήσει η ζωή ν΄αναπαλαιώνεται δια της ανανεώσεώς της; Έγραφα άλλοτε «Μεγάλο κεντρικό ξενοδοχείο/των Αθηνών./Θυμούμαι τα εγκαίνια πριν από σαράντα χρόνια./Για πόσα, ακόμη, θα θυμάμαι/Και την ανακαίνιση;» Για τόσα θα προσπαθώ επίσης ν΄ανακαινίζω την μορφή των στίχων μου. Αναπαλαιώνοντάς την. Ακόμη και δι΄ ομοιοκαταληξίας.
…ο αγνωστικισμός έχει στυφή γεύση, η οποία μπορεί να απαλυνθεί κάπως, ελλείψει ακλόνητης πίστης, με την επίγευση της τέχνης.
7. Σε αυτή σας την διαδρομή θα κρίνατε φιλόξενους τους σταθμούς αφίξεως;
Ναι, αλλ΄όπως το διετύπωσα στο ποιηματάκι «Από τον Σ.Ε.Κ. στον Ο.Σ.Ε.», όπου μιλούσα βέβαια για αναχωρήσεις μου, με ισάριθμες όμως αφίξεις: «Ο σταθμός Λαρίσσης κι ο σταθμός της Λάρισσας επίσης».
8. Η καταληκτική φράση του ποιητικού σας λόγου στην «Δεύτερη ηλικία Ι» («…όπως ένας πεθαμένος που κουράστηκε να λειώνει και να ταξιδεύει») αποκαλύπτει και μια εν δυνάμει μεταφυσική σας θέση περί θανάτου. Στο διάβα του χρόνου έχει μετατοπιστεί αυτή η μεταφυσική σας θεώρηση;
Όπως υποδηλώνει ο τίτλος βρισκόμουν πράγματι στην δεύτερη ηλικία, όταν έγραφα αυτή την φράση. Πρέπει να ξεκαθαρίσω πάντως, ότι δεν είχα ούτε τότε καμμιά μεταφυσική διάθεση κι η θέση μου έχει μετατοπισθεί έκτοτε μόνον ως προς την ηλικία. Διάγω ήδη την τρίτη. Είμαι ακόμα ζωντανός, όπως και τότε και το ίδιο αγνωστικιστής, αφού, άν και Θεού Δώρο συμμερίζομαι τις αμφιβολίες του Θωμά. (Ούτως ή άλλως πάντως στην λογοτεχνική υπογραφή μου το Θ κυριαρχεί.) Αυτά στην πραγματική πραγματικότητα. Σ΄εκείνην της ποίησης τα πράγματα (και τα πρόσωπα) διαφοροποιούνται κάπως, γιατί, όπως και να το κάνουμε, ο αγνωστικισμός έχει στυφή γεύση, η οποία μπορεί να απαλυνθεί κάπως, ελλείψει ακλόνητης πίστης, με την επίγευση της τέχνης. Στην τελευταία κατατάσσεται, νομίζω αναμφίβολα, η εκκλησιαστική υμνολογία, που κορυφούται στα Εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Ως προς την κοσμική πάντως ποίηση θα χρησιμοποιούσα μια διατύπωση, που αποσαφηνίζει την λειτουργία της, δηλαδή τον τρόπο που παράγεται και λειτουργεί η μαγεία της, και είναι η δημιουργική ασάφεια. Αλλά πρόλαβαν να την φθείρουν ανεπανόρθωτα, και χωριστά και σε πλήρη αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, η πολιτική και η οικονομία ( όχι η πολιτική οικονομία). Και ενώ ο Θωμάς έθεσε τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων και επείσθη για την Θεότητα του Ανθρώπου, το ερώτημα για την φύση της τέχνης παραμένει. Πώς εξηγούνται οι θεραπευτικές έως αναστάσιμες ιδιότητες ακόμη και της πιο απαισιόδοξης και πεισιθάνατης ποίησης; Υπόσχεται ο θάνατος κανενός είδους αθανασία ή η ενόρμηση προς αυτόν τίθεται σε λειτουργία όταν η ζωή φθάνει στο μή παρέκει; Δέχομαι το δεύτερο, αλλά γνωρίζω ότι μεσολαβεί ένα στάδιο, ανατρεπτικό τουλάχιστον για εκείνη την μοιραία στιγμή, κατά την οποία ο Καριωτάκης ουκ ηδυνήθη σώσαι τον εαυτό του, αλλ΄άλλους, μεταξύ των οποίων και εμέ τον ίδιο, με την λυτρωτική αλήθεια των αριστουργηματικών ποιημάτων του. Έτσι εγώ, ως αναγνώστης του, αισθάνομαι ευτυχής, όταν εκείνος αντλεί από την δυστυχία των ανθρώπων και των πραγμάτων, αλλά και την προσωπική δική του, τους στίχους του. Και έτσι εγώ, σε πείσμα της νεανικής απαισιοδοξίας μου, που πήγαζε από την πρώϊμη συνειδητοποίηση, ότι «ήξερα από τότε καλά τα μυστικά μου» δεν εξομοιώθηκα με τον νεκρό Καρυωτάκη, αλλ΄επέζησα, έστω και κουρασμένος, «όπως ένας πεθαμένος που λειώνει και ταξιδεύει.» Τώρα όμως ξέρω και κάτι ακόμη. Ότι το βάρος της απόδειξης της δικής μου επιβίωσης έφερε από τότε το ρήμα, που ακόμα ισχύει, το «ταξιδεύω». Λειώνω ήταν το αναπόφευκτο τίμημα. Μισός αιώνας ζωής μου έλειωσε από την εποχή που γράφτηκε η επίμαχη φράση και αυτό είναι αναμφισβήτητο γεγονός, καθόλου μεταφυσικό. Μέχρι να λειώσει και το επίρρημα όπως, που εισήγαγε την φράση μου, θα εξακολουθώ να απολαμβάνω την ποίηση του Καρυωτάκη, έχοντας μάλιστα προ πολλού συμπληρώσει τα διπλά του χρόνια.
9. Θα σταθώ σε ένα στίχο από το ποίημά σας «Αχθοφόροι» που εντυπωσιάζει, πιθανώς, η παραδοχή του. «Μάς μεταμόρφωσε όλους, επιβάτες και μη, σε αχθοφόρους». Ο ποιητής σήμερα έχει μεταβληθεί σε αποκλειστικό βαστάζο των ποιητικών αποσκευών του;
Βαστάζος των αποσκευών του ήταν πάντα και είναι ο ποιητής κατά πάσα περίπτωση. Το θέμα είναι ότι άλλοτε μοιραζόταν ίσως περισσότερο την δουλειά αυτή και με κάποιον εκδότη. Για τους πρωτοκλασσάτους ποιητές αρκούσε μάλιστα η παράδοση των αποσκευών στον εκδότη, που διεκπεραίωνε την υπόλοιπη δουλειά. Σήμερα, μετά και το οικονομικό σάρωμα της κρίσης, οι παραπάνω εξαιρέσεις είναι ελάχιστες. Έτσι ο ποιητής είτε είναι ο αποκλειστικός βαστάζος των αποσκευών του, είτε αναλαμβάνει τουλάχιστον το κόστος της συσκευασίας και της μεταφοράς. Το ουσιαστικό ζήτημα είναι όμως πού μεταφέρονται αυτές οι αποσκευές, σε ποιόν παραδίδονται, αν προσφέρονται δωριζόμενες, ή το περιεχόμενό τους μπορεί και να πωληθεί. Προσφορά και ζήτηση λοιπόν. Στην πραγματικότητα, υπερπροσφορά και ζήτηση μηδαμινή. Λέγεται και είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα οι πάντες γράφουν, ελάχιστοι διαβάζουν. Η αναγνώριση της ποιητικής ιδιότητας βέβαια εναπόκειται στην συντεχνία περίπου κατά τον τρόπο που κανείς γίνεται μέλος και στο σωματείο των βαστάζων. Να διευκρινίσω όμως, ότι το συγκεκριμένο ποίημα περί αχθοφόρων δεν αναφέρεται αποκλειστικώς στους ποιητές, αλλά τους συμπεριλαμβάνει ως επιβάτες στο δύσκολο και δυσάρεστο ταξίδι της τελευταίας κρίσης.
10. Οι νέες συνθήκες που τερματίζουν μια μακρά εποχή κανονικότητας με τις όποιες βέβαια διακυμάνσεις, οικονομικές και μή, τί θα φέρουν στον ποιητικό σας ταξιδιωτικό σάκο;
Πρώτα πρώτα η έννοια της κανονικότητας παίρνει πολύ νερό. Οι διάφορες διακυμάνσεις, οικονομικές και μή, που εξελίχθησαν σε καταιγίδα, ξαφνικά λόγω φόβου μπροστά στην επερχόμενη υγειονομική θύελλα, μάς ανάγκασαν ν΄απαγκιάσουμε άρον άρον στο λιμάνι των σπιτιών μας. Οπότε ο ταξιδιωτικός σάκος έμεινε στην ντουλάπα, αλλά το περιεχόμενό του το φορτώσαμε στο διαδίκτυο. Το αυτό έπραξα και πράττω κι εγώ, προσπαθώντας να προστατευτώ και ν΄ αμυνθώ, όπως όλοι όσοι μ΄αυτά και μ΄αυτά μετατραπήκαμε τελικά οι ίδιοι σε σάκο. Σάκο του μπόξ.
-Σας ευχαριστώ κ. Ζαφειρίου για την ειλικρινή ποιητική σας κατάθεση.
-Σας ευχαριστώ κι εγώ θερμά για την φιλοξενία και την ευστοχία των ερωτήσεών σας, που μού έδωσαν την ευκαιρία να πώ δημόσια πέντε πράγματα, που λέγονται συνήθως μόνο κατ΄ιδίαν.
*Οι στίχοι ανήκουν στο ποίημα “Αρχή της ηλεκτροπληξίας” από τη συλλογή Ο αριθμός που λείπει (εκδόσεις Εριφύλη, 2006)
Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr
1