Χρυσάφι ατόφιο που, κατά λάθος -αλλά μπορεί και εσκεμμένα- μέσα του έπεσε λίγη σκουριά. Το κόκκινο της σκουριάς του έδωσε τη γλύκα, την πλάνη της αμαρτίας. Και έτσι, καθώς τίποτα δεν υπάρχει ατόφιο, ούτε χρώμα ούτε χαρά, μα ούτε λύπη, όλοι σταλάξαμε λίγη σκουριά στη ζωή μας. Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα.
Αυτές οι φράσεις συμπυκνώνουν τη φιλοσοφία της τελευταίας διλογίας της Μαίρης Κόντζογλου με γενικό τίτλο “Σκουριά και Χρυσάφι” που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Με αφορμή την κυκλοφορία πριν λίγες μέρες του δεύτερου μέρους της διλογίας, “Πόρτο Λεόνε”, το Μεταίχμιο οργάνωσε μια συζήτηση/παρουσίαση για δημοσιογράφους στον Πολυχώρο, της οδού Ιπποκράτους. Μια ευκαιρία, εν μέσω κορονοϊού, να αναλυθούν δια ζώσης οι πτυχές ενός θαυμάσιου ιστορικού μυθιστορήματος που διατρέχει σχεδόν ολόκληρο τον 19ο αιώνα και δεκαετίες του 20ου. Ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγει με τη δέουσα λογοτεχνική φροντίδα την ιστορία της οικογένειας Βαμβακά και μέσα από αυτή την άνοδο της αστικής τάξης στην Ελλάδα.
Τη συζήτηση άνοιξε η διευθύντρια επικοινωνίας των εκδόσεων Μεταίχμιο, Ντόρα Τσακνάκη κάνοντας μια αναδρομή στην πρώτη τους κοινή συνεργασία, την τριλογία «Τα παλιά Ασήμια» και εν συνεχεία επισήμανε ότι “…η Μαίρη Κόντζογλου είναι μια συγγραφέας που συνεχώς εξελίσσεται, δεν μένει στα ίδια, αλλά ξέρει να χειρίζεται επιδέξια την πλοκή του μύθου όσοι λίγοι και ότι είναι καλός γνώστης του ιστορικού φόντου της εκάστοτε μυθιστορίας της”. Τόνισε δε, πώς γράφει ιστορικό μυθιστόρημα χωρίς να κάνει λαογραφία!
Κάπου εκεί η συγγραφέας αφού έκανε μια μικρή εισαγωγή για την υπόθεση του βιβλίου της τονίζοντας ότι όλοι οι ήρωες της είναι σκουριά και χρυσάφι, όλοι δηλαδή έχουν και καλά στοιχεία και κακά και ότι τα ονόματα τους δεν είναι καθόλου τυχαία, έκανε λόγο για το χρόνο γραφής της διλογίας. Συγκεκριμένα ανέφερε: «Όταν οι Μαγεμένες ήταν στην τελική τους γραφή, άρχισα την έρευνα για τη διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» Κάνοντας λοιπόν την έρευνα της εποχής και τοποθετώντας τους ήρωες μου σε αυτήν είδα πως οργανώθηκε η αστική τάξη στην Ελλάδα από τη μια γενιά στην άλλη. Από το «σκλάβο» Αγγελή της πρώτης γενιάς στο βιομήχανο γιο του, Αντώνη στην επόμενη».
Αυτό που εκπλήσσει στο μυθιστόρημα “Σκουριά και χρυσάφι”, όπως και σε κάθε βιβλίο της Κόντζογλου είναι η επισταμένη φροντίδα με την οποία ξετυλίγει τα γυναικεία πρόσωπα. Για την κεντρική της ηρωίδα την Αυγουστίνα τόνισε πως, η Αυγουστίνα, η πρωταγωνίστρια της ξεφεύγει από τη μοίρα της γυναίκας της εποχής. Με το που γίνεται δεσποινίδα των Τιμών έρχεται σε επαφή με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και παίρνει μια μόρφωση μεγάλη για την εποχή κάνοντας πολλά βήματα προόδου, αλλά επειδή είναι έρμαιο της γυναικείας της φύσης, δεν της συγχωρούνται πολλά.
«Ζω με εικόνες την ώρα που γράφω. Καμιά λέξη δεν είναι τυχαία στο κείμενο. Μπορεί σε δεύτερη γραφή ή τρίτη να αλλάξω πράγματα, δοκιμάζω κι άλλα, συνήθως όμως ξαναγυρνώ στην πρώτη γραφή, η πιο στυλιζαρισμένη δεν μου κάνει πολλές φορές», απάντησε σε ερώτηση για τον τρόπο που τοποθετεί τις λέξεις στο κείμενο. Ο τρόπος γραφής της είναι άλλωστε που την ξεχωρίζει δημιουργώντας μυθιστορήματα που αγκαλιάζει το πλατύ κοινό, αφού πρώτα τα έχει ποτίσει η ίδια με την αγάπη της. «Στεναχωριέμαι πολύ όταν τελειώνω ένα βιβλίο, όταν αποχωρίζομαι από τους ήρωες κι είναι πολύ σκληρός αυτός ο αποχωρισμός”, λέει με κοφτό ύφος διακρίνοντας την έκδηλη ακόμη στεναχώρια κι αυτού του μυθιστορηματικού αποχωρισμού.
Λίγο το τέλος μίλησε για το νέο βιβλίο της που βρίσκεται στα σκαριά, αφήνοντας να εννοηθεί πως θα ναι μικρές ιστορίες με ένα κοινό θέμα.
Εν αναμονή λοιπόν της μελλοντικής της συγγραφικής κατάθεσης ας αποταθούμε στους ήρωες της τελευταίας διλογίας της που ήδη βρίσκονται στα ράφια των βιβλιοπωλείων από το τέλος του καλοκαιριού και στις προσωπικές ζωές τους, που στιγματισμένες από τους συμβιβασμούς που έκαναν έζησαν στιγμές δόξας, παγκόσμιας φήμης, αλλά και ανείπωτου πόνου. Γιατί τελικά… Σκουριά και χρυσάφι είναι όλα!
1