Τη σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει ένα κείμενο της Αγγελικής Οικονόμου «Ο δρόμος με τις κερασιές» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γκοβόστη.

 

Κείμενο: Αγγελική Οικονόμου

 

                      «Ο δρόμος με τις κερασιές»  θα μπορούσα να πω ότι είναι ένα μυθιστόρημα μυθοπλασίας. Δεν θα ήταν όμως ακριβής ο χαρακτηρισμός, γιατί αν και τα πρόσωπα είναι φανταστικά και οι ιστορίες τους επινοημένες, πολλά από τα γεγονότα που τους έχουν συμβεί είναι γνώριμα σε όσους έζησαν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο.

                   Στις αρχές της δεκαετίας του πενήντα, που είναι και ο χρόνος έναρξης του μυθιστορήματος, ο θάνατος, η ορφάνια, η φτώχεια, ο ξεριζωμός, η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο  είναι η ιστορία σχεδόν όλων των ανθρώπων που έτυχε να ζήσουν εκείνα τα χρόνια στα μέρη που βρέθηκαν στη δίνη των ιστορικών γεγονότων. Χρειάστηκε απίστευτος κόπος, αγώνας και πίστη για να ορθοποδήσουν, να στήσουν μια ζωή από την αρχή και να δώσουν, όσοι μπόρεσαν, μια προοπτική καλύτερης ζωής στα παιδιά τους. Κάποιοι δεν άντεξαν, ο αγώνας για επιβίωση τους λύγισε, η απώλεια των οικείων τους έκανε τη  ζωή δυσβάσταχτο φορτίο και παραιτήθηκαν από την προσπάθεια.

                  Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ένα μικρό παιδί ο Σωτήρης,  που ζει από κοντά τις συνέπειες του πολέμου αφού σε αυτόν, ο πατέρας του έχασε όλα του τα αδέρφια. Ο αγώνας για την επιβίωση είναι σκληρός, οδηγεί τον πατέρα στην αναζήτηση εργασίας μακριά από τον τόπο του. Η προσπάθεια για ένα καλύτερο αύριο βασίζεται στη μόρφωση που για εκείνη την εποχή ήταν ένα ακριβό όνειρο. Για τον Σωτήρη που προσπαθεί να βρει την θέση του στον κόσμο, η επιμονή του πατέρα του θα τον οδηγήσει να αγωνιστεί για  το περισσότερο, επιδιώκοντας μια άλλη ζωή από αυτή που γνώριζε ως τότε.  Τα ιστορικά γεγονότα της εποχής θα τον καθορίσουν και οι απώλειες που θα ζήσει θα είναι το τίμημα που πληρώνει η δική του γενιά. Τα πρόσωπα του βιβλίου παλεύουν να αλλάξουν τη μοίρα τους και κάποιοι από αυτούς και τη μοίρα του κόσμου.

                    Δεν θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, μεγαλώνοντας σε ένα χωριό της Ευρυτανίας, κανέναν να διηγείται την προσωπική του ιστορία. Οι  ηλικιωμένες γυναίκες, σε μόνιμο πένθος,  βρισκόταν σε μια αδιάκοπη κίνηση που μάλλον βοηθούσε να μη σκέφτονται, δεν μιλούσαν για τον εαυτό τους  και  γελούσαν σπάνια. Οι άντρες απόμακροι αλλά λιγότερο απομονωμένοι λόγω της κοινωνικοποίησης που υποχρεωτικά επέβαλε η καθημερινή συνάθροιση στο καφενείο. Κανείς δεν εξηγούσε γιατί ήταν τόσο πολύ αποκομμένοι από όποια χαρά είχε να δώσει η ζωή. Νομίζω ότι η σιωπή γύρω από όλα αυτά τα πένθη,  τροφοδότησε την φυσική μου ροπή  στις δραματικές ιστορίες.  Όπως είναι γνωστό  αν αφήσουμε μια ιστορία μισή με κάποιον τρόπο, κάποιος θα την τελειώσει. Οι γονείς μου  ήταν παιδιά όταν άρχισε ο πόλεμος και ανεπανόρθωτα τραυματισμένοι έπρεπε να συνεχίσουν να ζουν όπως όλοι. Σε κάθε ερώτηση για εκείνα τα χρόνια η απάντηση ήταν «δεν θέλω να τα σκέφτομαι», «ο Θεός να μας φυλάει», τροφοδοτώντας τη φαντασία μου. Υπήρξαν όπως και οι γονείς τους θύματα του πολέμου, σιωπηλοί μάρτυρες μιας τραγικής πραγματικότητας που εξελισσόταν ερήμην τους και έπρεπε  να αντέξουν ή να χαθούν όσο ο παραλογισμός επηρέαζε κάθε πλευρά της ζωής τους.

                  Πριν αρκετά χρόνια σε ένα παλαιοπωλείο βρήκα μια συλλογή  με φωτογραφίες από την Ελλάδα της δεκαετίας του πενήντα που έμοιαζαν πολύ με τις οικογενειακές φωτογραφίες των γονιών μου. Όλη η χώρα βαριά τραυματισμένη αλλά δυνατή με κάποιο τρόπο,  παιδιά να παίζουν στα χωράφια κλωτσώντας μπάλες από κουρέλια, σκηνές από την αγροτική ζωή, ήταν σαν να έριχναν φως στις ζωές των ανθρώπων που μεγάλωσα δίπλα τους. Έτσι γεννήθηκε  η ιστορία που, για μένα, είναι σαν να κοιτάζω με αγάπη και θαυμασμό όσους  στάθηκαν στη φωτεινή πλευρά του κόσμου.

         Σας ευχαριστώ πολύ για την προβολή και την αγάπη σας για τα βιβλία.

         Mail: aggel.oik@hotmail.com

 

 

2