Ο Δημήτρης Αλεξίου έρχεται στο The Book.

 

 

 

Ο Δημήτρης Αλεξίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Με καταγωγή από το Αγρίνιο και τη Σκύρο, σπούδασε Νομικές Επιστήμες και εργάζεται ως δικηγόρος.

Πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2008 με το βιβλίο «Πικρά κεράσια», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Παράλληλα ασχολείται με το θέα­τρο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης, ενώ έχει γράψει πολλά θεα­τρικά έργα και έχει δια­σκευάσει έργα για το θέατρο.

Το «Άνθρωποι από χώμα», που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Διόπτρα κι έδωσε την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη, είναι το πέμπτο του μυθιστόρημα. Στο βιβλίο δεσπόζει η δεκαετία του ’60, μια δεκαετία “…που, ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο αποτέλεσε δεκαετία προόδου, κινημάτων, αφύπνισης και εκσυγχρονισμού, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα αποτέλεσε μία δεκαετία αντιδραστικής συντήρησης, διαπλοκής και παρακράτους, που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στη στρατιωτική δικτατορία”, όπως εξομολογείται στη παρακάτω συζήτησή μας.

 

 

  1. Άνθρωποι από χώμα. Το τελευταίο σας βιβλίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Διόπτρα. Μιλήστε μας γι’ αυτή τη νέα συγγραφική περιπέτεια. Ποια η αφόρμηση του συγκεκριμένου βιβλίου;

Βλέποντας δραματοποιημένη την τραγωδία του Άμπερφαν της Ουαλίας που συνέβη τον Οκτώβριο του 1966 στην τηλεοπτική σειρά Το στέμμα, η υπόθεση μου κίνησε το ενδιαφέρον να ψάξω λίγο παραπάνω το θέμα των ανθρακωρυχείων, την πιο αιματηρή ίσως εργασία του περασμένου αιώνα. Η σκέψη που μου κόλλησε στο μυαλό ήταν, αν σε ένα τέτοιο ατύχημα απέμενε ζωντανό μόνο ένα παιδί σε μία μικρή κοινωνία, τι αντίκτυπο θα είχε κάτι τέτοιο στο παιδί και τι στην κοινωνία. Γι’ αυτό αποφάσισα να «δημιουργήσω» ένα αντίστοιχο ατύχημα σε ένα φανταστικό ημιορεινό χωριό της Ελλάδας στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όπου η κατάρρευση του ορυχείου οδηγεί στην ολική καταστροφή του δημοτικού σχολείου σκοτώνοντας όλα τα παιδιά εκτός από ένα.

 

 

  1. Μέσω μιας καλοκουρδισμένης κινηματογραφικής μηχανής η αφήγηση του βιβλίου αποκαλύπτει άρτιες λήψεις βουτώντας στα χρονικά ύδατα προηγούμενων δεκαετιών. Πόσο ασφαλές υπήρξε αυτό το ταξίδι; Ποιοι κίνδυνοι αποσοβήθηκαν;

Η δεκαετία του ’60 και η ελληνική επαρχία ως χωροχρόνος του βιβλίου ήταν συνειδητή επιλογή μου. Μία δεκαετία που, ενώ σε ολόκληρο τον κόσμο αποτέλεσε δεκαετία προόδου, κινημάτων, αφύπνισης και εκσυγχρονισμού, στη μετεμφυλιακή Ελλάδα αποτέλεσε μία δεκαετία αντιδραστικής συντήρησης, διαπλοκής και παρακράτους, που οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια στη στρατιωτική δικτατορία. Το τρίπτυχο Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, που διακατείχε τόσο την εκπαίδευση όσο και την κοινωνική ζωή του τόπου σε ό,τι αφορά τις αρχές τουλάχιστον, έδινε το πλαίσιο του μικρόκοσμου στον οποίο κινούνταν ο εντεκάχρονος ήρωάς μου Ιορδάνης Ντάβαρης, ενώ η αντίληψη ότι οι εργατικοί αγώνες αποτελούσαν κομμουνιστική πρακτική και άρα αντιπατριωτική και αντεθνική δράση έδινε το πλαίσιο στο οποίο έπρεπε να επιβιώσει ο πατέρας του Μιχάλης Ντάβαρης. Το βιβλίο δεν περιλαμβάνει ιστορικά γεγονότα, επομένως δεν αισθάνομαι ότι μπορεί να παραποίησα κάπου την Ιστορία, ελπίζω όμως ειλικρινά να απέδωσα την ατμόσφαιρα και τις κοινωνικές συνθήκες.

 

…με αγχώνει και με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι πλέον η Ευρώπη παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη δεκαετία του ’30 –ή προς τα εκεί οδεύει–, μία δεκαετία κυριαρχίας αντιδημοκρατικών και φασιστικών καθεστώτων παντού, που οδήγησε αναπόφευκτα σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.

 

  1. Στο βιβλίο ο αφηγητής παρακολουθεί τα κοινωνικά επακόλουθα και τις όποιες πολιτικές ευθύνες της καταστροφής. Με αφορμή το πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη τι θα είχε να πει ο αφηγητής σας; Στην ενστικτώδη πρόθεση αυτοσυντήρησης των ιθυνόντων τι θα έπρεπε ίσως να απαντήσει η ελληνική κοινωνία;

Ίσως η πιο άβολη στιγμή μου με αυτό το βιβλίο ήταν όταν έναν μήνα περίπου πριν κυκλοφορήσει συνέβη η τραγωδία των Τεμπών και το κατέστησε τόσο εφιαλτικά επίκαιρο, που θα προτιμούσα να μην είχε εκδοθεί τώρα. Ο λόγος είναι ότι κάθε τραγωδία αποζητά από τους ανθρώπους που την υφίστανται δικαίωση, αν όχι δικαιοσύνη. Η κοινωνία σοκάρεται, αντιδράει προς στιγμήν, πέφτει από τα σύννεφα, ουρλιάζει ενίοτε, διαμαρτύρεται μαζικά και, όταν ξεθυμάνει η οργή και το σοκ, ξεχνιέται και ξεχνάει. Η ιστορία δείχνει ότι σχεδόν ποτέ στις μεγάλες τραγωδίες-εγκλήματα δεν έχει υπάρξει δικαίωση ούτε έχει αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν συνέβη ούτε στην τραγωδία του Άμπερφαν, για την οποία κανείς ποτέ δεν τιμωρήθηκε για τις 122 ψυχές ούτε στην τραγωδία του ανθρακωρυχείου της Μαρσινέλ του Βελγίου το 1955, όπου πέθαναν από ασφυξία μέσα στις στοές 262 άνθρωποι. Στην περίπτωση των Τεμπών υποψιάζομαι ότι θα τιμωρηθεί μόνο ο εύκολος στόχος και δεν θα διερευνηθούν τα λάθη και οι παραλείψεις όλων των αρμοδίων που οδήγησαν στο έγκλημα. Δεν περιμένω και πολλά από μία κοινωνία που τον υπεύθυνο υπουργό για το συγκεκριμένο ατύχημα τον επανεξέλεξε πανηγυρικά βουλευτή μόλις δύο μήνες μετά.

 

  1. Από τα μισά του ελληνικού 20ού αιώνα και εν προκειμένω τη δεκαετία του ’60 που περιγράφετε στο βιβλίο σας στις πρώτες δεκαετίες του 21ου· τι έχει αλλάξει αναφορικά με την παθογένεια της χώρας μας;

Από όσα ανέφερα παραπάνω, καταλαβαίνετε ότι δεν πιστεύω ότι άλλαξαν πολλά. Διαπλοκή, παρακράτος, θεσμοί όπως ο Τύπος και η Δικαιοσύνη, που χάνουν ολοένα και περισσότερο την αξιοπιστία τους εξυπηρετώντας συμφέροντα και πολιτικές αντί για το συνταγματικό τους ρόλο και μία κοινωνία μουδιασμένη, που νοιάζεται περισσότερο για το ατομικό συμφέρον απ’ ό,τι για το συλλογικό καλό. Για την ακρίβεια, θεωρώ ότι τα τελευταία χρόνια –από την οικονομική κρίση και μετά– γυρίζουμε ολοταχώς προς τα πίσω. Αυτή είναι μία τάση που παρατηρώ πανευρωπαϊκά και αυτό που με αγχώνει και με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι πλέον η Ευρώπη παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη δεκαετία του ’30 –ή προς τα εκεί οδεύει–, μία δεκαετία κυριαρχίας αντιδημοκρατικών και φασιστικών καθεστώτων παντού, που οδήγησε αναπόφευκτα σε έναν παγκόσμιο πόλεμο.

 

…ο μόνος τρόπος να προστατεύσουμε πραγματικά τα παιδιά είναι να τους δώσουμε όση περισσότερη γνώση μπορούμε. Όχι στείρα εγκυκλοπαιδική γνώση που παπαγαλίζεται μέσα από ένα παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά γνώση της ζωής, της κοινωνίας, των συλλογικών προβλημάτων, των συναισθημάτων που θα πρέπει να διαχειριστούν, των αγώνων που θα πρέπει να δώσουν.

 

  1. Η πανδημία απελευθέρωσε πολλούς δαίμονες κι ένας από αυτούς είναι η απύθμενη βία προς τον άλλον, υποστηριζόμενη από ψυχολογικές μεταπτώσεις. Μιλήστε μας, με αφορμή τη σκηνή της κακοποίησης μιας ηρωίδας σας (της Τούλας), της γυναίκας που βιώνει την εκδίκηση του άντρα, γι’ αυτή τη σκοτεινή πλευρά του σήμερα, αλλά και του χτες και πιθανόν του αύριο.

Η σκηνή της κακοποίησης της Τούλας, αν και σκληρή, είναι μία τυπική απεικόνιση της ενδοοικογενειακής βίας σε ένα πατριαρχικό σύστημα. Εκφράζει την πεποίθηση που εκείνη την εποχή ήταν εδραιωμένη στην ελληνική επαρχία ότι η γυναίκα είναι ιδιοκτησία του άνδρα, κινείται γύρω απ’ αυτόν και μόνο για το καλό του και οφείλει να τον σέβεται , να τον υπομένει, να τον τρέφει και να τον υπακούει ακόμα κι αν αυτός δεν ανταποδίδει το παραμικρό ως σύντροφος ζωής. Δεν θέλω να σας ταράξω, αλλά η αντίληψη αυτή δεν έχει φύγει ακόμα από την ελληνική κοινωνία και η ευθύνη γι’ αυτό έγκειται σε μεγάλο βαθμό στις γυναίκες. Ο τρόπος που μεγαλώνουν τα παιδιά –αγόρια και κορίτσια– διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις ίδιες τις μανάδες τους. Από την πίεση ο άντρας να φροντίζει τα οικονομικά και η γυναίκα το σπίτι, μέχρι αντιλήψεις του στιλ «άντρας είναι, θα κοιτάξει και παραδίπλα» ή «πήγαινε γυρεύοντας κι αυτή έτσι που κυκλοφορούσε». Η πατριαρχία θα εξαλειφθεί τη μέρα που δεν θα υπάρχει γυναίκα να πει κάτι τέτοιο για άλλη γυναίκα ή για τα παιδιά της.

 

 

  1. Η συγγραφική σας μέριμνα για τον εντεκάχρονο ήρωα είναι από τις πιο συγκινητικές αναφορές που μπορεί να κάνει κάποιος· σαν να ηχούν στον νου σας οι εξαιρετικοί στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου: Υπερασπίσου το παιδί / γιατί, αν γλιτώσει το παιδί, / υπάρχει ελπίδα. Στην κρατική αδιαφορία και την κοινωνική, όπως φαίνεται, αναλγησία για τα παιδιά γενικότερα, τι θα πρέπει να αντιτάξουμε;

Στο θέμα της προστασίας των παιδιών υπάρχουν δύο εν πρώτοις αντιφατικά μεταξύ τους θέματα: το πρώτο είναι το ένστικτο που κάθε ζωντανός οργανισμός έχει να προστατεύσει τα νεαρά άτομα του είδους για να προστατεύσει το ίδιο το είδος. Η δεύτερη προσέγγιση είναι το ακριβώς αντίθετο και πηγάζει από την ανάγκη για γνώση. Ο μόνος τρόπος να προστατεύσουμε πραγματικά τα παιδιά είναι να τους δώσουμε όση περισσότερη γνώση μπορούμε. Όχι στείρα εγκυκλοπαιδική γνώση που παπαγαλίζεται μέσα από ένα παρωχημένο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά γνώση της ζωής, της κοινωνίας, των συλλογικών προβλημάτων, των συναισθημάτων που θα πρέπει να διαχειριστούν, των αγώνων που θα πρέπει να δώσουν. Το κυριότερο για μένα είναι να τους δώσουμε τη γνώση και τα εργαλεία να αντιμετωπίσουν συλλογικά τους λύκους της ζωής, απ’ το να τους μαθαίνουμε να είναι απλώς γρηγορότεροι και εξυπνότεροι από τους άλλους για να μη φαγωθούν οι ίδιοι. Η επιβίωση είναι παιχνίδι συλλογικό και όχι ανταγωνιστικό, τύπου τηλεοπτικού ριάλιτι. Σε αυτό η κοινωνία μας δείχνει να έχει αποτύχει.

 

  1. Αν σε ένα φωτογραφικό κολάζ παρουσιάζατε την Ελλάδα του 2023, τι θα περιείχε;

Πιθανότατα όλα αυτά που δεν δείχνουν τα κανάλια και τα συστημικά ΜΜΕ. Τα υπό διάλυση δημόσια νοσοκομεία, τους πεσμένους σοβάδες στα σχολεία, τα χιλιάδες στρέμματα καμένου δάσους που μετατράπηκαν σε ΒΑΠΕ, τους άστεγους, τους χιλιάδες πνιγμένους στο Αιγαίο και στο Ιόνιο και όλα αυτά δίπλα στα πολυτελή κρουαζιερόπλοια, στις συναυλίες της Μυκόνου και στις πολυτελείς βραβεύσεις των μεγάλων χορηγών και στις φωτογραφίες της ΠτΔ δίπλα στο «τείχος» του Έβρου.

 

 

  1. Οι αριθμοί κι η ποσότητα. Ουσιαστικά που κυριαρχούν στην εποχή μας (αριθμοί συντρόφων, αριθμοί τραπεζικών λογαριασμών, χιλιάδες αριθμοί αόρατων διαδικτυακών φίλων κ.τ.λ.). Αποτελούν, πιστεύετε, την πράξη υιοθεσίας του μέλλοντος μας;

Αυτό τρέμω περισσότερο απ’ όλα. Την αντικατάσταση κάθε στόχου, κάθε οράματος, κάθε επιδίωξης για το μέλλον με αριθμούς. Εικόνες, γεύσεις, μυρωδιές, συναισθήματα, συνειδήσεις, ανθρώπινες σχέσεις να έχουν αντικατασταθεί από αριθμούς σε αλγόριθμους. Ο ευκολότερος τρόπος να δυστυχήσει ο άνθρωπος είναι να προσπαθεί να βελτιώσει τους αριθμούς του.

 

  1. «Το ένστικτο είναι ένα υπέροχο πράγμα. Δεν μπορεί ούτε να ερμηνευθεί ούτε να αγνοηθεί», συνήθιζε να λέει η Άγκαθα Κρίστι. Πόση αξία δίνετε στο ένστικτο; Κατευθύνει κατά κάποιον τρόπο την κρίση σας;

Δεν εμπιστεύομαι τα ένστικτα με την έννοια της άκριτης εγγενούς επιθυμίας ή παρόρμησης. Δεν ενεργώ συνήθως έτσι. Πιστεύω όμως στην αίσθηση των πραγμάτων, στην αισθητική τους, στην ενέργειά τους και στην αυθεντικότητά τους. Πολλές φορές εννοούμε αυτά όταν επικαλούμαστε το ένστικτο, αλλά αυτά δεν αποτελούν παρόρμηση αλλά επεξεργασμένη πληροφορία.

 

  1. Ως άλλος κυβερνήτης του δικού σας ελυτικού «Μικρού Ναυτίλου», πείτε μου: Ο ταξιδιωτικός σας σάκος τι θα περιείχε;

Νομίζω τον σάκο μας τον κουβαλάμε πάντα μαζί. Είναι οι άνθρωποί μας, είναι στιγμές ασήμαντες στα μάτια των πολλών αλλά τεράστιας σημασίας για μας, είναι αισθήσεις και αισθήματα που μας συντροφεύουν. Για μένα είναι και ιδέες, οράματα για το πώς θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, κυρίως για να ξέρω τι ψάχνω στο ταξίδι μου, που θα ήθελα να έχει έναν σκοπό.

 

  1. «Ανθρώπους από χώμα» παρουσιάσατε στο τελευταίο σας βιβλίο. Οι ήρωες του επόμενου από τι υλικό θα είναι φτιαγμένοι;

Δύο είναι τα επόμενα βιβλία στο μυαλό μου και δεν έχω αποφασίσει ακόμα ποιο θα προπορευτεί. Στο ένα οι ήρωες θα είναι από λαμέ υφάσματα, πατσουλί και φθηνά τσιγάρα, στο άλλο από ιδρώτα, μπετόν και αναβολικά. Νομίζω κανένα από τα δύο λοιπόν δεν θα έχει «ήρωες».

 

Δ.Α. – Σας ευχαριστώ πολύ!

Γ.Δ. -Κι εγώ τη σειρά μου σας ευχαριστώ πάρα πολύ!

 

 

0