Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του Alberto Garlini “Όλοι θέλουν να χορεύουν” σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Το Βιβλίο
Alberto Garlini
“Όλοι θέλουν να χορεύουν”
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
σελίδες: 448 * τιμή: 17,70 ευρώ * isbn: 978-960-435-761-1
στο εξώφυλλο: © Michelangelo Pistoletto, Lei e lui abbracciati (Michelangelo e Maria), 1968
Στην Εμίλια-Ρομάνια της Ιταλίας, ο Ρομπέρτο, οκτώ χρονών, παρακολουθεί το τρομακτικό έθιμο της τελετουργικής σφαγής του χοίρου. Εκείνη τη μέρα αποκτά έναν καινούργιο φίλο, τον Ρικάρντο, και μαζί συναντούν τυχαία έναν νεαρό συγγραφέα, τον Πιερ –χαρακτήρας που βασίζεται στον συγγραφέα Pier Vittorio Tondelli–, ο οποίος τους προστατεύει από τους ναρκομανείς της περιοχής. Ο Παζολίνι έχει δολοφονηθεί την προηγούμενη νύχτα, μια εποχή τελειώνει, μια νέα εποχή ανατέλλει: η δεκαετία του ’80 διαφαίνεται στον ορίζοντα. Τα δύο αγόρια μπαίνουν στην εφηβεία, στην εποχή του έρωτα: ο Ρικάρντο έχει την Κιάρα, τον έρωτα της ζωής του, και ο Ρομπέρτο ξαναβρίσκει τον Πιερ, που τον αγαπάει κι ύστερα τον εγκαταλείπει. Διασχίζουν αυτά τα χρόνια συνεχώς μεθυσμένοι, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα στους δρόμους της Ευρώπης, από τα πάρτι της Ιμπίθας στη Ρώμη των πρώτων πολιτιστικών φεστιβάλ, από την Οδησσό στη Βαρκελώνη, ώς την αναπόφευκτη καταστροφή. Το Όλοι θέλουν να χορεύουν παρακολουθεί τη διαδρομή και των τεσσάρων –του Πιερ, του Ρομπέρτο, του Ρικάρντο και της Κιάρας– , που αυτή η βίαιη και σκοτεινή περίοδος θα τους ενώσει και έπειτα θα τους χωρίσει, κάποιους θυσιάζοντας και κάποιους ως εκ θαύματος διασώζοντας.
Λυρικό και μαγευτικό, το “Όλοι θέλουν να χορεύουν” είναι άλλος ένας σταθμός στο ταξίδι του Αλμπέρτο Γκαρλίνι στην πρόσφατη ιταλική ιστορία. Αυτή τη φορά, μας βυθίζει στη δεκαετία του ’80, και το πορτρέτο που της φτιάχνει είναι σκοτεινό και γιορτινό, ραφινάτο και βίαιο, αλλά πάντα χωρίς καμία παραχώρηση.
Με το έργο του, ο Αλμπέρτο Γκαρλίνι αποδεικνύει ότι διαθέτει μεγάλο ταλέντο και μια άκρως ποιητική αίσθηση που του επιτρέπει να καταπιάνεται με θέματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η ιταλική Άκρα Δεξιά, το ποδόσφαιρο ή ο Πιερ Πάολο Παζολίνι. Στο Όλοι θέλουν να χορεύουν, που μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’80, τρεις νέοι ζουν τον έρωτα με ακραίο πάθος. Ζουν τα καλύτερά τους χρόνια, κουβαλώντας μαζί τους τις προσδοκίες και την αγωνία των τραγουδιών του Claudio Lolli και του Rino Gaetano, που τους ακούν με ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο Μπολόνια-Ρώμη.
Ο Γκαρλίνι δημιουργεί ένα μεγάλο ιταλικό «μυθιστόρημα δρόμου» για τη δεκαετία του ’80, την εποχή της ανάδειξης του υποκειμένου και της συνείδησής του, αλλά και του θανάτου των μεγάλων ουτοπιών.
Le Figaro
Στο μυθιστόρημά του La legge dell’odio [που θα κυκλοφορήσει και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις], ο Γκαρλίνι περιγράφει τις φονικές συγκρούσεις της ζοφερής και αιματηρής δεκαετίας του ’70. Στο ανά χείρας βιβλίο, ο συγγραφέας ζωντανεύει την καταναλωτική φρενίτιδα –εξίσου βίαιη– της δεκαετίας του ’80. Η ιστορία μετατρέπεται σε μυθιστορηματικό υλικό, μέσα από επαναλαμβανόμενες εμμονές, βασανιστικές μεταφορές, εικόνες και βιωμένες αναμνήσεις, πολιτισμικές αναφορές, αποκαλυπτικές λεπτομέρειες, που συνθέτουν έναν άγνωστο πλανήτη, αυτόν του μυθιστοριογράφου.
Και, υπό τους ήχους του «Sognando la California» ή του «Each Time You Break My Heart», λουλούδια ξεθωριασμένα και μαραμένα δίνουν τον ρυθμό τους, μέσα από τη λυρική αφήγηση, στην πορεία προς την καταστροφή.
La Croix
Γραφή όμορφη, γλυκιά, αποκλίνουσα. Συνυπάρχουν ζωή και θάνατος, φόβος και χαρά, σάρκα και πίστη• κι όλα αυτά ο Γκαρλίνι τα περιγράφει με χάρη συχνά εκθαμβωτική. Ο συγγραφέας παντρεύει την ευθραυστότητα των αισθημάτων με την πολυπλοκότητα των συγκινήσεων. Ένα θαυμαστό μπουκέτο από τριαντάφυλλα και αγκάθια.
Lire
Η αναπόφευκτη εξέλιξη των μορφών Με συναρπάζει η πρόσφατη Ιστορία, γιατί αποτελεί τη γενετική καταγωγή της σημερινής πραγματικότητας. Μ’ αρέσει να εφιστώ την προσοχή στη στιγμή κατά την οποία ό,τι σήμερα είναι κοινότοπο ή συνηθισμένο ήταν εν τω γεννάσθαι, όταν ακόμα το μάντευες στη δομή του χρόνου αλλά σε λανθάνουσα μορφή• όταν, εντέλει, τίποτα δεν έδειχνε με σιγουριά προς ποια κατεύθυνση θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Η δεκαετία του 1980, για παράδειγμα, σηματοδοτεί, κατά τη γνώμη μου, τη γέννηση μιας νέας εποχής που ακόμα διαρκεί. 1979: Θάτσερ. 1980: Ρέιγκαν. Σ’ αυτή τη δεκαετία, η διείσδυση της οικονομίας στην ηθικότητα γίνεται κάτι σαν κοινός τόπος της ηθικής, έστω και αν κανείς, τότε, δεν το καταλάβαινε. Υπήρχαν ακόμα απεργίες, ακτιβιστές και μια μορφή αντίδρασης• το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πανίσχυρο, το Tείχος του Βερολίνου δεν είχε πέσει ακόμα. Την έζησα αυτή την εποχή, αλλά την αναπαρέστησα με βάση τεκμηριωτικές πηγές. Καταβρόχθισα εφημερίδες, αφηγήσεις και μαρτυρίες κάθε είδους. Και αντιλήφθηκα ότι αυτά τα χρόνια ήταν πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι έχουν διασωθεί στη μνήμη μας, ότι ακόμα υπήρχαν απίστευτοι χώροι για αφηγηματική επινόηση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι περιγράφω μια εποχή μέσω ενός πλήθους παράλληλων εννοιών τις οποίες περιέχει, του πλήθους των δυνατοτήτων της: μια σκιά που βαραίνει πάνω στον σύγχρονο κόσμο, ένα αίσθημα απώλειας γι’ αυτό που δεν υπάρχει πια και δεν έχει γλώσσα να εκφραστεί, κάτι σαν νεκρική ζωτικότητα.[…] Ρίχνω στις αναταραχές της κοινωνίας ένα βλέμμα εξελιξιαρχικό, όπως θα το έκανε ο Στίβεν Τζέι Γκουλντ: της κοινωνίας ως συνόλου μορφών που διαδέχονται μορφές, προτύπων που διαδέχονται άλλα πρότυπα, μορφών και προτύπων πιο προσαρμοσμένων στο περιβάλλον, σαν λεπτομερειακή ανάπλαση ενός ιστορικού συγκείμενου, αλλά και, ταυτόχρονα, σαν μορφές σκέψης που συνοδεύουν την εξέλιξη και αποτελούν μέρος της. Από την πράξη στην ηθική και, τέλος, στην αισθητική. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι απόψεις του Φράνκο Μορέτι για τη μορφή του μυθιστορήματος, και την εξελιξιαρχική σχέση που αυτό διατηρεί με την κοινωνία την οποία εξιστορεί, μου φάνηκαν πολύ χρήσιμες. Οι τρόποι της αφήγησης εξελίσσονται και προσαρμόζονται σε νέα κοινωνικά συγκείμενα, έστω και αν στοχεύουμε στη χρονικότητα όπως την αντιλαμβάνονται είτε ο Βικτόρ Ουγκό είτε ο Τσακ Πόλανικ. Ορισμένες μορφές κατέληξαν τελείως ακατάλληλες να εξιστορήσουν το παρόν, έσβησαν, ανήκουν σε μιαν άλλη εποχή.[…] Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να γράψω ένα μυθιστόρημα που να πραγματεύεται μεγάλες ιδέες• αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να υπογραμμίσω τις απειροστές και λεπτομερειακές μορφές που παίρνει ένα ιστορικό περιβάλλον ή ένας συγκεκριμένος χαρακτήρας της μυθοπλασίας. […] Αν υπέκυπτα στη φυσική μου οκνηρία, θα ’γραφα μυθιστορήματα που θα ξεχείλιζαν από μεγάλα, χρηστά και, κυρίως, θολά αισθήματα. Αλλά δεν το κάνω, γιατί εδώ μπαίνει στο παιχνίδι μια θεμελιώδης έννοια: κατά τη γνώμη μου, το μυθιστόρημα προσφέρει στον αναγνώστη μια μορφή γνώσης πολύ διαφορετική απ’ αυτήν που ο αναγνώστης μπορεί ν’ αντλήσει από ένα δοκίμιο, μια γνώση διόλου ορθολογική, που θα τη χαρακτήριζα ενσυναισθητική, περιπαθή ή ακόμα και μιμητική, για να επικαλεστώ την έννοια που εισήγαγε ο μεγάλος φιλόσοφος Ρενέ Ζιράρ.Απόσπασμα ομιλίας του Αλμπέρτο Γκαρλίνι που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 22.5.2008 |
Ο Συγγραφέας
Ο Αλμπέρτο Γκαρλίνι γεννήθηκε στην Πάρμα το 1969. Διευθύνει το λογοτεχνικό φεστιβάλ Pordenonelegge.it. Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές και δέκα μυθιστορήματα.
Από τις εκδόσεις Πόλις ετοιμάζεται επίσης το μυθιστόρημά του La legge dell’odio.
0