Η Αμερικανίδα συγγραφέας Gladys Taber αναφέρει πως «Τα Χριστούγεννα είναι μια γέφυρα…κι ότι χρειαζόμαστε γέφυρες καθώς ο ποταμός του χρόνου γίνεται παρελθόν». Καθώς μεγαλώνουμε συνειδητοποιούμε πως οι δεσμοί που μας κρατούν σε επαφή με τους ανθρώπους και με τα αντικείμενα είναι οι γιορτές, που σαν γέφυρες ελαχιστοποιούν τις αποστάσεις με το παρελθόν.
Τις ημέρες των Χριστουγέννων οι μεγάλοι αναπολούμε στιγμές που ζήσαμε ως παιδιά, μηδενίζοντας το χρονικό ορίζοντα και επαναποθετώντας το βλέμμα μας στη παιδική ψυχή που μας ακολουθεί όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Εκεί λοιπόν στις σχολικές αίθουσες και στα μαθητικά μας βιβλία απ’ τα οποία ξεπηδούσαν μαγικές ιστορίες γεμάτες χριστουγεννιάτικες ομορφιές σε εικονογράφηση μεγάλων δημιουργών όπως της Τζένης Δρόσου, του Μίνωα Αργυράκη ή του ζωγράφου Γιώργου Μανουσάκη.
Το γνωστό ποίημα του Έλληνα Πανεπιστημιακού καθηγητή και λογοτέχνη, Στέλιου Σπεράντζα, στο «Αναγνωστικό» της Β’ Δημοτικού της μετεμφυλιακής Ελλάδας μας μεταφέρει στη θαλπωρή των χριστουγεννιάτικων στιγμών.
Χριστούγεννα
Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
τούφες χιόνι πέφτουνε
στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
Έλα, Εσύ, που αρχάγγελοι
Σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας,
που ευωδιά, και κόψε.
Έλα, κι η γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθης.
Σου ‘στρωσα, Χριστούλη μου,
Για να ζεσταθείς.
«Η Γλώσσα μου» για τη δευτέρα δημοτικού, στο 2ο μέρος της μας μεταφέρει σε χριστουγεννιάτικες γεύσεις. Η παρασκευή ενός χριστόψωμου απαιτεί «θυσίες», αλλά η νοστιμιά αποζημιώνει τη μικρή Ρένα.
Μου αρέσουν τα Χριστόψωμα
-Μαμά, τα Χριστούγεννα θέλω να μου φτιάξεις χριστόψωμο.
-Θα σου φτιάξω χριστόψωμο, αν μου φέρεις γάλα.
-Και που θα βρω γάλα;
-Πήγαινε στην αγελάδα.
-Αγελάδα, δώσε μου γάλα, να το πάω της μαμάς, να μου φτιάξει χριστόψωμο.
-Θα σου δώσω γάλα, να το πας της μαμάς, να σου φτιάξει χριστόψωμο, αν πρώτα μου φέρεις χόρτα.
-Και που να βρω τα χόρτα;
-Πήγαινε στο λιβάδι.
-Λιβάδι, δώσε μου χόρτα, να τα πάω στην αγελάδα, να μου δώσει γάλα, να το πάω στη μαμά, να μου φτιάξει χριστόψωμο.
-Θα σου δώσω χόρτα, να τα πας στην αγελάδα, να σου δώσει γάλα, να το πας στη μαμά, να σου φτιάξει χριστόψωμο, αν πρώτα μου φέρεις νερό.
-Και που θα βρω το νερό;
-Πήγαινε στο σύννεφο.
-Σύννεφο, δώσε μου νερό, να το πάω στο λιβάδι, να μου δώσει χόρτα, να τα πάω στην αγελάδα, να μου δώσει γάλα, να το πάω στη μαμά, να μου φτιάξει χριστόψωμο.
-Θα σου δώσω νερό, να το πας στο λιβάδι, να σου δώσει χόρτα, να τα πας στην αγελάδα, να σου δώσει γάλα, να το πας στη μαμά σου, να σου φτιάξει χριστόψωμο, αν μου υποσχεθείς πως θα μου φέρεις το πρώτο κομμάτι απ’ το χριστόψωμο που θα φτιάξει η μαμά σου.
Η Ρένα υποσχέθηκε στο σύννεφο πως θα του πήγαινε το πρώτο κομμάτι από το χριστόψωμο που θα ‘φτιαχνε η μαμά της.
Το σύννεφο τότε της έδωσε νερό, το πήγε στο λιβάδι, το λιβάδι της έδωσε χόρτα, τα πήγε στην αγελάδα, η αγελάδα της έδωσε γάλα, το πήγε στη μαμά της, κι αυτή της έφτιαξε χριστόψωμο.
Και τι νόστιμο ήταν!
[Από την ομάδα Ελλήνων της Αυστραλίας]
Στο 1ο μέρος της «Γλώσσας μου» της Ε’ Δημοτικού, εκτός από το κείμενο του Άγγελου Προκοπίου «Η γέννηση του Χριστού στη βυζαντινή Τέχνη», παρατίθεται και το γνωστό ποίημα του Κωστή Παλαμά «Η Γέννηση του Χριστού».
Η Γέννηση του Χριστού
Να ‘μουν του στάβλου εν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,
την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι!
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελο του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι,
κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,
να μοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία!
«Η Γλώσσα μου» για την έκτη Δημοτικού, στο 2ο μέρος της μας μεταφέρει μέσα από την ποίηση του Κώστα Χατζόπουλου, σε διαφορετικά Χριστούγεννα.
Χριστούγεννα του χωριού
Μες στην αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό ψιλό το χιόνι
γύρω στην έρμη λαγκαδιά,
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γρικάς λαλιά
ούτε ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι εκεί ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γρικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση
και το χωριό γλυκοξυπνά
την άγια μέρα να γιορτάσει.
1