...γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών.

Ένας μεσήλικας συγγραφέας, πρώην  stand-up κωμικός διάγει μια περίοδο ματαίωσης σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Ένας γάμος που έχει ήδη λήξει ακριβώς τη στιγμή που η ορθή λογική, ως άλλος εχθρός, κλονίζει τη συγγραφική του δημιουργικότητα.Από τη περίοδο της ματαίωσης, σε αυτή της διάψευσης που παράγει ασταθή αισθήματα και  κυρίως πανικό. Η μοναξιά του συγγραφέα όταν η πένα αρνείται να μεταφέρει αλλά κυρίως να τιθασεύσει πρώτα, τις συγκεχυμένες σκέψεις του. Και η διάγνωση της επιστήμης: Προσαρμοστική άρνηση ή αλλιώς το σημείο εκκίνησης.

Το παρελθόν μια δεξαμενή αναμνήσεων. Το παρόν ένα μεταβατικό στάδιο επούλωσης. Το παρελθόν ένας διαρκής αγώνας επιβεβαίωσης. Το παρόν ένα σημείο επανατοποθέτησης. Τα αποτελέσματα πενιχρά.

 

«Απογοητευόμουν εύκολα κι ύστερα από κάθε μικρή ή μεγάλη ήττα επέστρεφα στην μακαριότητα της μετριότητάς μου»

 

Η συντριβή. Η πτώση. Η έξωθεν βοήθεια. Ο απο μηχανής Θεός. Η αλλαγή. Η νέα ζωή. Η προσπάθεια για λύση. Των συμπλεγμάτων, των οικογενειακών διασταυρώσεων, των ατραπών της ζωής, της δικής του ζωής. Εκεί, στην Αμερική του 21ου αιώνα και των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου. Σε μια περιοχή με ιρλανδέζικο αποτύπωμα τη στιγμή που το αφροαμερικανικό στοιχείο παρεμβαίνει αλλάζοντας τις ισορροπίες κάπου στα μέσα της  δεκαετίας  του ’70. Από το σημείο μηδέν στο κάτι, από την πτώση στη δράση ως αντίδραση. Και μετά στη θεραπεία, στη θεραπεία μέσω αναμνήσεων. Ή καλύτερα της ανάμνησης ως μέσο επαφής με το φθαρτό της υπόστασής σου. Αλήθεια πόσο μπορείς να κρατηθείς στη ζωή από μια ανάμνηση;

 

«Ο χρόνος κυλάει παρασύροντας τις ζωές μας όπως ένα τρένο που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κλεισμένοι  στην προσωπική μας κουκέτα, εμείς διατηρούμε την ψευδαίσθηση μιας παροντικής ακινησίας που απλώς διαιωνίζεται».

 

Ο Ρεμάρκ θεωρούσε πως το μυστικό της αιώνιας νεότητας βρίσκεται στην ικανότητα να ξεχάσεις γιατί οι αναμνήσεις  μας γερνάνε. Βέβαια ο Ρεμάρκ έζησε τη φρίκη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου ως στρατιώτης και από το δεύτερο, το φασιστικό του μένος για την Τέχνη του και  ίσως η διαγραφή των άσχημων γεγονότων να ήταν η σωτηρία του.

 

«Τι γίνεται, όμως, με όλους εμάς, που ακόμα θυμόμαστε; Με όσους διατηρούμε αναμνήσεις, σε κάποιο ποσοστό δυσάρεστες. Κάπως θα πρέπει να θεραπεύσουμε κι αυτές, δεν συμφωνείς; Όχι θεραπεία με αναμνήσεις, λοιπόν, αλλά μια θεραπεία των αναμνήσεων…»

 

Αυτή είναι μια άκρως ενδιαφέρουσα οπτική και ξεχωρίζει το βιβλίο του Χρήστου Αστερίου «Η θεραπεία των αναμνήσεων» (εκδόσεις Πόλις) στην εκδοτική παραγωγή των τελευταίων μηνών που  δημιουργεί σε ένα δεύτερο επίπεδο μια συνάντηση ανθρώπων και εποχών. Νοσούντων και μη.

 

«Η επικάλυψη του παρόντος με μια τεχνική πατίνα χρόνου δείχνει την ανάγκη μας για ιστορικό βάθος»

 

Στο βιβλίο του Αστερίου εγείρονται θεματικές όπως η μετανάστευση και οι δεσμοί, ενίοτε δεσμά της οικογένειας. Η φθορά φυσική και ψυχική. Η ελευθερία έκφρασης ως επιλογή και η επιστήμη που δίνει τη λύση. Αλλά ποιο είναι το επώδυνο που καλείται να λύσει αυτό το μυθιστόρημα; Μια κακή σχέση πατέρα-γιου; Μια ανατροπή οικογενειακής γαλήνης ή μήπως ένα άδειασμα δημιουργικότητας;

Οι σχέσεις πατέρα-γιου, κοινή αφετηρία πολλών μυθιστορημάτων της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, εδώ αποτελεί (ευτυχώς) το έναυσμα μόνο μιας επανεκκίνησης του κεντρικού ήρωα. Όλο το κείμενο είναι μια προσπάθεια που προσδοκά όχι την εύρεση απαντήσεων αλλά επούλωσης καταστάσεων. Γιατί «Τα ενάντια τοις εναντίοις εισίν ιάματα» δηλαδή τα αντίθετα γιατρεύονται με τα αντίθετα κι όπως αναφέρει ο συγγραφέας «οι έννοιες της  εγγύτητας και της απόστασης είναι πολύ σχετικές».  Ο Αστερίου ως συγγραφέας, ψυχο-εκκινητής  ενσταλάζει ισόποσες δόσεις λογοτεχνικής μαεστρίας και  πρωτοτυπίας. Αποτέλεσμα ένα κείμενο που δεν είναι ευεπίφορο προς την κοινοτοπία.

 

«Όμως κανείς δεν τολμάει να περάσει την κόκκινη γραμμή. Μπορεί να πατάμε αραιά και που σε μια ουδέτερη, ενδιάμεση, ζώνη, αλλά οπισθοχωρούμε γρήγορα για να κρατήσουμε τις θέσεις μας. Τι νόημα έχει, αλήθειά, όλο αυτό το κρυφτό;»

 

Το πρώτο μέρος είναι ένα χρονικό του τέλους πριν την αναγέννηση. Ο Μιχάλης Μπουζιάνης, ο επιτυχημένος αλλά εδώ και μερικά χρόνια χωρίς έμπνευση συγγραφέας σε μια εκδήλωση προς τιμή του για την 25χρονη πορεία του σωριάζεται την ώρα την εκδήλωσης, υπό την επήρεια μιας ακόμη κρίσης πανικού που χαρακτηρίζουν την εργένικη πια ζωή του μετά το χωρισμό με την επί σειρά ετών γυναίκα του. Το δεύτερο μέρος είναι το χρονικό μιας αποτύπωσης . Ο Μιχάλης Μπουζιάνης σε μια νέα φάση της ζωής του ως καθηγητής σε σχολή κάνει μια νέα αρχή με μια φοιτήτρια του και  ανασκαλεύει στο λαβύρινθο του μυαλού του τα πρώτα χρόνια μέχρι την απόφαση του να τραβήξει τη διαχωριστική γραμμή που τον απομονώνει από το οικογενειακό του περιβάλλον. Το τρίτο μέρος είναι ένα χρονικό  επανασυγκρότησης, ένα memento vivere. Ο Μιχάλης Μπουζιάνης  μέσω της απώλειας αναδημιουργεί τον κόσμο του και βρίσκει  τον τρόπο να θεραπεύσει ό,τι τον πονά.

Ο Μιχάλης Μπουζιάνης κυριαρχεί ως προσωπικότητα στις 300 σελίδες του βιβλίου. Ένα βιβλίο εσωτερικό που τα δύο πρώτα μέρη του ελέγχει η συναισθηματική φόρτιση και η επεξηγηματική  ροή, ενώ στο τελευταίο  κυριαρχεί η δράση. Το βιβλίο ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία: στασιμότητα – αντίδραση – δράση. Το μυθιστόρημα τελειώνει, ουσιαστικά,  με τη φράση «Θέλω να πάω σπίτι μου», που βγαίνει  από τα χείλη  ενός υπέργηρου τρόφιμου ενός θεραπευτηρίου. Δε θα σταθώ στον επίλογο του βιβλίου.

«Η θεραπεία των αναμνήσεων» του Χρήστου Αστερίου είναι μέρος μιας εξομολόγησης, παραφράζοντας τα λόγια του Γκαίτε, του συγγραφέα με το Έργο του. Κυρίως όμως αυτό που αξίζει να αποτυπωθεί είναι ότι ο συγγραφέας καταφέρνει να αποδράσει αλώβητος από τη μυθιστορηματική του περιπέτεια χωρίς να φθαρεί στη διαδρομή.

 

«Η παλέτα των συναισθημάτων του άνοιξε τότε σαν την ουρά ενός παγωνιού, κι από την απόλυτη ευτυχία της μουσικής παράστασης βρέθηκε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα να κλαίει γοερά. Έσυρε το δάχτυλο στην εικόνα χαϊδεύοντας τα πρόσωπα.

-Θυμάσαι, Ματ; Θυμάσαι;

Έμεινε βουβός κοιτώντας με κατάματα. Για μια στιγμή δεν μπόρεσα να πάρω αναπνοή.

-Θέλω να πάω σπίτι μου, είπε με φωνή που έσβηνε. Θέλω να πάω σπίτι».

 

*Ο τίτλος του άρθρου είναι στίχος του Τάσου Λειβαδίτη από τη συλλογή “Τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου” (Άνεμος του Νοεμβρίου).

 

 

0