Το The Book.gr προτείνει γι αυτό το Σαββατοκύριακο το καινούριο βιβλίο του Χιώτη Γιώργου Χατζελένη «Βαλκανευτές» από τις Εκδόσεις Ενύπνιο.
Ο Γιώργος Χατζελένης αν και αρκετά νέος σε ηλικία κυκλοφορεί το τέταρτο σε σειρά βιβλίο του. Ο συγγραφέας προσκαλεί τον αναγνώστη σε ένα γεωγραφικό ταξίδι στα Βαλκάνια και παράλληλα σε ένα <<ξεμούδιασμα>> του σώματος και των αισθήσεων, της ψυχής και του νου.
Όπως είπε και ο Ηλίας Φραγκάκης στην παρουσίαση του βιβλίου στο Freethinkingzone της Σκουφά, το βιβλίο δεν είναι ένας ταξιδιωτικός οδηγός. Συμφώνησα επίσης με τον ίδιο ότι αν και περιέχει πολλά ιστορικά κομμάτια δεν θα ήταν δόκιμο να το εκλάβει κάποιος σαν μια προσπάθεια από τον Χατζελένη να πλασαριστεί ως ιστορικός ή να γράψει Ιστορία. Αντιθέτως τα κομμάτια ιστορίας που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο είναι δοσμένα με μεγάλη δόση λογοτεχνίας .
Για παράδειγμα γράφει εδώ:
<<Στην είσοδο της πόλης μας καλωσόρισε το απόρθητο κάστρο Ροζάφα, το οποίο αιώνες τώρα στέκεται περήφανο ανάμεσα στους δύο ποταμούς καμαρώνοντας για το ένδοξο κι απόρθητο παρελθόν του. Λέγεται πως το όνομά του το πήρε από ένα μυθικό πρόσωπο, την κοπέλα που χτίστηκε ζωντανή στα θεμέλιά του για να ξορκίσει την κατάρα που γκρέμιζε τα τείχη του κάθε νύχτα.
…που τη διεύθυνε αυτοπροσώπως ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Για να καταφέρουν οι Οθωμανοί να γκρεμίσουν τα γενναία του τείχη χύτευσαν επιτόπου δέκα βαριά κανόνια, τα οποία μπορούσαν να εκτοξεύσουν μπάλες που είχαν βάρος τριακόσια ογδόντα κιλά.>>
Θα έλεγε κανείς σε μια πρώτη ανάγνωση ότι ο συγγραφέας κρατάει μια ρομαντική στάση απέναντι στο παρελθόν και την ιστορία. Ελάχιστη σημασία έχει να εξετάσει κανείς την οπτική του γράφοντα, πλείστη δε να επιτρέψει στον εαυτό του να απολαύσει το περιεχόμενο αυτό καθεαυτό ως αμιγή λογοτεχνία.
Το βιβλίο είναι ένα road trip τριών φίλων στα Δυτικά Βαλκάνια το οποίο θα διαβάσει κανείς για την ελευθερία και την αθωότητα που το διαπνέει. Την ελευθερία που έχουν τα βήματα του ταξιδιώτη που αποφασίζει να περπατήσει σε άγνωρους τόπους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά με μόνο στόχο να συναντήσει κομμάτια του εαυτού του που ήταν ξεχασμένα. Την αθωότητα που έγκειται στην καθαρή ματιά -με την έννοια της μη προκατειλημμένης- που θα επιτρέψει στον εαυτό του να δει τα πράγματα απλά μόνο με δύο διαστάσεις -σαν φωτογραφία- άντε και με τρεις (για να έχει και την αίσθηση του βάθους μη και πέσει περπατώντας σε κανένα γκρεμό).
Καθ΄όλη την διάρκεια της ανάγνωσης, υπήρξαν αρκετά σημεία που ταυτίστηκα με τους προβληματισμούς του συγγραφέα και άλλα που κατάφερε να μου μεταφέρει την γαλήνη που γεννάται σε κάποιον όταν βρίσκει χώρο η σκέψη να απλωθεί.
Πόσο σημαντικό είναι να βρεθεί ο χώρος και ο χρόνος να απλωθεί η σκέψη, να ακουμπήσει οπουδήποτε μακρυά από το σώμα, μακρυά από την οθόνη του υπολογιστή και του κινητού. Να φέρει το φως άλλα μεγέθη στον αμφιβληστροειδή του ματιού μέσα στα οποία όλα αυτά που για λίγο αφήνεις πίσω σου βρίσκουν την σωστή τους θέση τους και τις πραγματικές του διαστάσεις. Να ακούσει πιο φιλικούς ήχους το αυτί και να συντονιστεί καρδιά και αναπνοή σε μια μυσταγωγία ένωσης με το περιβάλλον, με το τώρα. Που δυστυχώς στην καθημερινότητά μας έχουμε αποκηρύξει σε ένα διαρκή αγώνα να προλάβουμε το μετά.
<<Στηριζόμενος με τους αγκώνες μου στην υπεραιωνόβια κουπαστή της ρωμαϊκής γέφυρας, παρατηρούσα το νερό που κυλούσε επίμονα από κάτω. Μια βρόμικη καφέ απόχρωση κυριαρχούσε την επιφάνειά του καθώς κουβαλούσε μαζί του τις λάσπες από τα γύρω βουνά. Παρά τη σκοτεινή του όψη, έδειχνε πως ήταν ταγμένο σε έναν σκοπό και δεν είχε καμία απολύτως διάθεση να παρεκκλίνει. Μια πεισματική ροή που ούτε οι πόλεμοι κατάφεραν να εκτρέψουν.
Με μια δεύτερη ματιά συνειδητοποίησα πως κάπως έτσι είναι κι η ζωή μας. Μια ποταμίσια ρουτίνα που κατευθύνεται σε μια προκαθορισμένη κοίτη. Μια πορεία χωρίς πισωγυρίσματα. Ό,τι έγινε, λάθος ή σωστό, έγινε.΄Οτι είναι να γίνει θα γίνει. Είναι όμως και κάποιες στιγμές που μέσα σ΄ αυτή τη συνεχή ροή γινόμαστε λίγο πιο δυνατοί. Είναι οι ευκαιρίες που δίνονται για να υψωθεί κάπως το μπόι μας, προκαλώντας μια ήπια επιβράδυνση, όση αρκεί για να δώσουμε λίγο χρόνο στον εαυτό μας να κοιτάξουμε στιγμιαία προς τα πίσω ώστε να εμπεδώσουμε ποιο λάθος μας έχει στοιχίσει περισσότερο.>>
Οι τρεις φίλοι βρίσκονται στο μεσαιωνικό κάστρο του Ντουίνο, στον κόλπο της Τεργέστης, στο δυτικότερο σημείο του ταξιδιού τους. Ο Γιάννης μοιράζεται με τους δυο συνοδοιπόρους του τον Γιώργο και τον Σπύρο, τους τελευταίους στίχους απο την Ελεγεία Ντουίνο του Ρίλκε.
<<Αν οι εραστές το εννοούσαν, στη νυχτερινή αύρα
παράξενα να ομιλούνε θα δίνονταν. Γιατί, φαίνεται, οτι όλα,
όλα μας κρύβουνε. Κοίτα, τα δέντρα: ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ, τα σπίτια που τα οικούμε, ακόμα υπάρχουν. Εμείς, μονάχα εμείς, σαν αλλαγή του αγέρα, τα προσπερνούμε όλα.
Κι όλα είναι σύμφωνα, να μας αποσιωπήσουν, άλλα
σαν όνειδος ίσως, κι άλλα ως ανομολόγητη ελπίδα.>>
Σας αφήνω εδώ το link για ένα υπέροχο άρθρο από την εφημερίδα <<Το Βήμα>> και τον Αναστάση Βιστωνίτη για το μεσαιωνικό κάστρο του Ντουίνο.
2