Η σειρά δοκιμίων  Altera Pars συνεχίζει με ένα κείμενο του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου. Μια a posteriori καταγραφή της ζωής και του έργου του. Μια ενδόμυχη ματιά στο χρόνο που περνά και διασφαλίζει το ασφαλές μας πέρασμα από τη ζωή. Ή μήπως όχι;  Alea jacta est!

 

Κείμενο: Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος

 

Ξέρω πως ο παραπάνω τίτλος δε με τιμά. “Homo unius libri” είναι ο μονομερής, ο δογματικός, ο μονότονος, ο άχρωμος. Δε με ενοχλεί καθόλου η σημειολογία της παραπάνω φράσης. Στο μυαλό μου παίρνει άλλη μορφή. Μετασχηματίζεται…

Υπάρχουν κάποιες αλήθειες που καλό είναι να βγαίνουν από το καβούκι τους… και να διεκδικούν τον δικό τους χώρο στο πέρασμα του χρόνου.

Το θέμα μας, στο θέμα μας…

Καλούμαι λοιπόν από τον Γρηγόρη να γράψω μερικές αράδες σχετικά με την… επιλογή μου!

Καλούμαι να διαλέξω ένα από τα βιβλία μου και να κινηθώ γύρω από αυτό. Τι είχα στο μυαλό μου όταν το έγραφα και τι όταν…

Μνημόσυνο βιβλίου;

Θα μπορούσα να ταξιδέψω με όποια ταχύτητα θέλω εγώ στα ορεινά, πεδινά… υδάτινα χωράφια των σελίδων του και να θυμηθώ στιγμές μοναδικές και πολύτιμες.

Δεν έχω όρεξη να το κάνω!

Γιατί;

Για πολλούς λόγους…

Αυτή είναι η αλήθεια.

Θα αναφέρω έναν!

Δεν είμαι σε θέση να κινηθώ αρκετά ελεύθερα πάνω στο τελάρο που μου έδωσαν, αδυνατώ να λειτουργήσω διεκπεραιωτικά και υπάρχουν στιγμές που η κούραση και η βαρεμάρα της “έκθεσης” με κλειδώνουν μέσα στις δικές μου σκέψεις.

Είπα πολλούς…

Κι όμως κρατώ το μολύβι…

Μετά θα τα μεταγράψω στον υπολογιστή, στη συνέχεια θα κλαδέψω τις σκέψεις μου και το αποτέλεσμα θα φανεί.

Δεν επιθυμώ να σβήνω και να γράφω…

Μου αρέσει να παρατηρώ τον γραφικό μου χαρακτήρα, να χαζεύω τα γράμματά μου.

Καμία μουτζούρα, κανένα σβήσιμο!

Όλα όσα γράφω… βγαίνουν με την πρώτη.

Αυθόρμητα;

Αυτό δε το γνωρίζω!

Λοιπόν…

Θα επιλέξω την επικοινωνία.

Πιστεύω πως όσα μυθιστορήματα και να γράψουμε, όσες ιστορίες και να στήσουμε… το βιβλίο είναι ένα και μοναδικό. Ο συγγραφέας ίσως και να γειτονεύει με τον ρόλο του χρόνου, οι αφηγητές κάθονται αναπαυτικά στις καρέκλες των μηνών, πρωταγωνιστές των έργων μας… οι βδομάδες, δευτεραγωνιστές και βουβά πρόσωπα… οι ημέρες και οι ώρες.

Τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα… είναι όλα εκείνα τα ουσιαστικά και τα ανούσια πολύτιμα της ζωής!

Εγώ λοιπόν είμαι ο χρόνος!

Εγώ είμαι ο χρόνος;

Ο χρόνος ο δικός μου, ο χρόνος που πέρασε – μιλάμε για το παρελθόν – το τώρα, το παρόν… το αύριο. Τα βιβλία που δε βγήκαν ακόμα από τα νοητά συρτάρια μου. Είμαι εγώ… και γράφω ένα βιβλίο σε χρόνο παρελθόντα, βιβλίο που δεν έχει κυκλοφορήσει στο εμπόριο. Βλέπω τις σκόρπιες σκέψεις, τις προσπάθειες της συνοχής, το διαφορετικό ύφος… αλλά και τις ίδιες αγωνίες μέχρι σήμερα.

Το ποιητικό υποκείμενο κρύβεται επιμελώς…

Βλέπω τον έρωτα και τον θάνατο… και γύρω από αυτούς αραχνιασμένες σκέψεις παρελθόντων ετών, σκέψεις που δεν έχουν ειρμό, εικοτολογίες σε κοινή θέα, συναισθήματα και συναισθηματισμούς, βλέπω τα άκρα, το τραγικό, το απόλυτο, το γελοίο.

Κι όταν περάσει ένα εύλογο χρονικό διάστημα, ας το βαπτίσουμε έτος, μαζεύω αυτά που υπάρχουν – για μένα τα γράφω – τα διαβάζω, κάποια μου αρέσουν πολύ, κάποια άλλα τα αντέχω… δε θέλω να τα κρατήσω άλλο στα χέρια μου, γιατί αν τα κρατήσω δε θα με αφήσουν ήσυχο – καθώς θα τα επεξεργάζομαι συνέχεια – τα φωτογραφίζω με την ασθενική μνήμη μου και τα διώχνω.

Έκδοση βιβλίου.

Όχι και τόσο απλό πράγμα.

Να μάθει ο κόσμος όσα έδιωξα με μανία, να βρω ένα τρόπο να τα παρουσιάσω, να τα υποστηρίξω κάπως… και να περιμένω ξανά την επίσκεψή τους. Ξέρουν πως απεχθάνομαι τις επαναλήψεις!

Οι ιδεολογίες, τα πιστεύω, οι ιδέες, οι αισθήσεις, το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο – μου αρέσει να βαπτίζω το άσχημο λιγότερο ωραίο – όλες οι αντιθέσεις και οι συνθέσεις, διαχρονικές… θα μου χτυπούν την πόρτα.

Μα… να πιάσουμε πάλι τον έρωτα;

Μιλήσαμε για τον έρωτα!

“Αυτός ο έρωτας είναι διαφορετικός” μου υπόσχονται…

“Τι το αλλιώτικο έχει;” τους προλαβαίνω εγώ.

Κι ο χρόνος με αναγκάζει, ο εαυτός μου με υποχρεώνει να μπω σε μια νέα συνθήκη και μέσα από αυτήν να δώσω τα φώτα στις αξίες και στα θέλω μου… και να αισθάνομαι πως ζω.

Πάλι γράφω!

Πάλι ζω.

Με θαυμαστικό ή χωρίς θαυμαστικό… ζω!

Ο Στρατής στο “Κουζλούκι” δεν έζησε τον απόλυτο έρωτα και φοβόταν τον θάνατο. Η Υπάτη στις “Ψυχές που δεν τις ζέστανε η αγάπη”… τα ίδια. Και η “Γλυκιά εκδίκηση” δείχνει πως η συνταγή του έρωτος απέτυχε. Να πω… δεν πέτυχε. Ίσως να ακούγεται καλύτερα.

Και μετά – θα αφήσω τα ενδιάμεσα έργα και τις κρυφές ποιητικές προσπάθειες– και θα έρθω στα τελευταία έργα. “Οι δυο ώρες ύπνου και το memento mori ενός συγγραφέα” και το “Όλα ξεκίνησαν στο κοιμητήριο” μαζί με το “Lacrimae rerum”… βιβλία γραμμένα σε άλλο χρόνο, διαφορετικό λογοτεχνικό είδος… με θεματολογία ίδια.

Μεγάλωσα πια!

Μιλώ ανοιχτά για τον θάνατο, κάποιοι από τους ήρωές μου πεθαίνουν, δείχνω να τον αποδέχομαι και δε βάζω τα μυθιστορήματά μου να τελειώνουν το 2032 ή το 2052, τότε που οι περισσότεροι από τους γνωστούς και φίλους… ίσως και να έχουν πεθάνει!

Θα σου πω και κάτι άλλο. Όταν εγώ θα έχω φύγει, αυτοί που θα μείνουν πίσω – αν το επιθυμούν – θα με γνωρίσουν καλύτερα μέσα από αυτά που έχω γράψει, αλλά και από όσα κρατώ στα συρτάρια μου.

Θα τους κάνω να γελάσουν με την ψυχή τους!

Κάποιος είπε, κάπου το άκουσα… δεν το διάβασα… πως το πέρασμα στον άλλο κόσμο είναι πράγμα απλό. Βγαίνεις από ένα δωμάτιο, προτού βγεις κρεμάς μόνος σου… σε μια κρεμάστρα το παλτό σου και περνάς στο διπλανό δωμάτιο πιο ανάλαφρος.

Το παλτό ήταν το σώμα σου;

Έχω δύο μαύρα μακριά πανωφόρια…

Μήπως ήταν ο χρόνος σου;

Ή… έτσι όπως μετρούσες εσύ τον χρόνο.

Τους φαντάζομαι λοιπόν να κάθονται και να λένε: “θα ήθελε να είμαστε χαρούμενοι, να γελάμε δυνατά, να μη πενθήσουμε ούτε λεπτό και να συνεχίσουμε να ζούμε σαν να είναι ανάμεσά μας”.

Κι εγώ πιστεύω πως θα είμαι κάπου εκεί κοντά.

Θέλω να ακούω τα γέλια από το διπλανό δωμάτιο, θέλω να γελώ με τις χαρές τους… και το παλτό μου να μη τους φέρνει θλίψη και στεναχώρια.

Μπορώ άραγε να κρεμάσω και τα δύο παλτά μου;

Το παλτό… τα παλτά!

Μήπως τους ξεγελούσα, αν έλεγα: “μπορώ άραγε να κρεμάσω και τα δύο παλτό μου;”

Ξέρουν πόσο δεμένος είμαι με τα υλικά αντικείμενα.

Και το σώμα μας αντικείμενο της ύλης…

Δεν είμαι σίγουρος αν θα τα στείλω όλα αυτά που γράφω στον Γρηγόρη, δεν είναι σκέψεις που μοιράζεσαι εύκολα με κόσμο, είναι στιγμές του εγώ…

Πάντα παρατηρούσα την κρεμάστρα δίπλα στην πόρτα… αλλά δεν έβγαζα από πάνω μου το παλτό!

Στο διπλανό δωμάτιο δε θα περνούσα αρματωμένος…

Τώρα πια… υπάρχουν στιγμές που ζεσταίνομαι υπερβολικά, το βγάζω το έρμο και το εναποθέτω στην καρέκλα μου, το ακουμπώ με την πλάτη μου για να το νιώθω.

Δεν είμαι έτοιμος να το κρεμάσω!

Και ποιος είναι…

Κι όταν θα έρθει εκείνη η στιγμή τι θα κάνω;

Πώς θα σκεφτώ;

Πώς θα αντιδράσω;

Αυτή τη στιγμή – μαζί με κάποιες άλλες – προσπαθώ όλα αυτά τα χρόνια να απαθανατίσω, αυτή τη στιγμή κοπιάζω να εγκλωβίσω, να φυλακίσω, να ξεγελάσω.

Δεν τα κατάφερα ακόμα.

Συνεχίζω και βλέπουμε…

Τους τελευταίους τέσσερις μήνες δύο αγαπημένα πρόσωπα – η μάνα μου και η θεία μου – κρέμασαν τα παλτά τους και έκλεισαν την πόρτα πίσω τους!

Ξαφνικά!

Δεν έκαναν ποτέ λόγο για το φυσικό και αναμενόμενο.

Έφυγαν χωρίς θόρυβο!

Κι εγώ μετά από τόσο ψάξιμο, μια μπρος… μια πίσω, μια δεξιά και μια αριστερά, μια καλά και μια άσχημα…

Λιγότερα καλά…

Στα μυθιστορήματά μου όλοι οι τοίχοι έχουν πολύχρωμες κρεμάστρες συναισθημάτων και ιδεών.

Συλλογή από πανωφόρια!

Να γράψω σε ένα χαρτάκι τις δουλειές που έχω να κάνω αύριο;

Είναι πολλές…

Ποτέ δεν το κάνω.

Και καλά κάνω…

Θα πρέπει σιγά – σιγά να βγάζω σε φως, βροχή και αέρα το ποιητικό υποκείμενο!

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

 

2