Τη σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει  ένα κείμενο του Γιώργου Χωματηνού για το βιβλίο του “Η μοναξιά της βαρύτητας” που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2019 από τις εκδόσεις Κέδρος.

 

 

Κείμενο: Γιώργος Χωματηνός

 

 

Αθήνα, καλοκαίρι του 2014, ότι έχω αρχίσει να γράφω τη Μοναξιά της Βαρύτητας. Η ιδέα με κατακλύζει, την αισθάνομαι σαν χρέος απέναντι σε κάποιον, άγνωστο σε ποιον. Η ιστορία εκτυλίσσεται στην Τσεχοσλοβακία του ’80, η απόφαση για τον τόπο και τον χρόνο πάρθηκε χωρίς ιδιαίτερη σκέψη, σχεδόν αυτόματα, άγνωστο γιατί. Έχω πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα, ό,τι είναι τσεχοσλοβακικό το θέλω, βλέπω ταινίες, ακούω δίσκους, ανακαλύπτω τους Plastic People of the Universe, τους λιώνω, λιώνω τα ποιήματα του Έγκον Μπόντι, τους Αντικώδικες του Χάβελ, ό,τι είναι τσεχοσλοβακικό το θέλω, το έχω ανάγκη, το χρειάζομαι.

Είναι βράδυ, η Αθήνα σιγοβράζει. Είμαι μόνος, η σύντροφός μου λείπει, έχει φύγει για διακοπές, το στρώμα καίει, δεν μπορώ να κοιμηθώ, μου μπαίνει ο διάολος να ξεσκονίσω τη βιβλιοθήκη. Πέφτω πάνω στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ, το ανοίγω σε μια αδημοσίευτη ομιλία του Βύρωνα Λεοντάρη, τον αγαπάω τον Λεοντάρη, κάθομαι και τη διαβάζω, μιλάει για τη διάρκεια του έργου τέχνης, τελειώνει, διατρέχω τις σελίδες λες και γυρίζω τον μύλο ενός περιστρόφου και, μπαμ, πέφτω πάνω σε ένα δοκίμιο, Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, ο νεοελληνικός πολιτικός χρόνος και ο Χρήστος Βακαλόπουλος, τον αγαπάω τον Βακαλόπουλο, και στρώνομαι να το διαβάσω. Η γλώσσα ρέει σαν υδράργυρος, η σκέψη στέρεη, συμπαγής, με κλοτσάει κατάστηθα, με συνταράζει. Η ώρα είναι δύο τα ξημερώματα κι εγώ διαβάζω, οι δίπλα βογκάνε κι εγώ διαβάζω, η ώρα είναι τρεις κι εγώ αποκωδικοποιώ, ο Παπαγιαννόπουλος με έχει πάρει από το χέρι και μου εξηγεί τι μου συμβαίνει, γιατί αποφάσισα να γράψω για την Τσεχοσλοβακία κι όχι για την Ελλάδα. Γράφεις για τους Τσεχοσλοβάκους γιατί η γενιά σου απεχθάνεται τον εαυτό της, γιατί η εφηβεία της αποσυντέθηκε στην αλφαβήτα μιας ξένης γλώσσας, γιατί σιχάθηκε να τρέχει ξυπόλητη να προλάβει το «τρένο της νεωτερικότητας»· το βιβλίο το χρωστάς σ’εκείνον τον τσακισμένο νεαρό εαυτό σου. Ναι, αλλά γιατί διάλεξα την Τσεχοσλοβακία του ’80; Τη διάλεξες, γιατί το νεοελληνικό κράτος εδώ και 190 χρόνια αλληθωρίζει προς την Κεντρική Ευρώπη, κι αφού αυτό αλληθωρίζει προς τα εκεί, εσύ χρησιμοποίησες ως κάτοπτρο μια χώρα στην καρδιά της Κεντρικής Ευρώπης, η οποία όμως κάποτε λογιζόταν κι αυτή, όπως εμείς, ανατολικότερα της Δύσης. Μια χώρα που τη δεκαετία του ’80 μετεωριζόταν κι εκείνη, όπως εμείς μετεωριζόμαστε μια ζωή, μεταξύ ενός χαμένου παρελθόντος κι ενός ανεύρετου μέλλοντος, κατάλαβες; Κατάλαβα. Τον αγαπάω τον Παπαγιαννόπουλο.

Εμένα με λένε Χωματηνό και είμαι πρωτοεμφανιζόμενος. Γράφω, γιατί οι φίλοι μου συναισθάνονται πως δεν έχουν μέλλον, εξού και η ακοκκίνιστη αδιαφορία τους να φτιάξουν κάτι που θα αντέξει στον χρόνο. Αυτή είναι πλέον και η ειδοποιός οντολογική ασυμμετρία μας με τους ανθρώπους της ηπειρωτικής Ευρώπης: για κείνους η πίστη στο μέλλον συνεχίζει να προέρχεται ex absentia, πάει να πει, οφείλεται ακριβώς στη μη άφιξή του  –  πόσο ωραία το αποτύπωσε ο Μπέκετ στο Περιμένοντας τον Γκοντό, πόσο γλαφυρά σηματοδότησε το κενό της άγονης αυτονομίας του ανθρώπου της Δύσης, την ανείπωτη μοναξιά του, την παντελή απουσία νοήματος ως συνέπεια της χαμένης αρμονίας με τη Φύση και τον Κόσμο.

Συνεχίζω να γράφω, γιατί τους αγαπάω τους φίλους μου. Γιατί, μέσα σε αυτή τους την απόγνωση, διαβλέπω την ιστορική ευκαιρία να πάψουμε πλέον να μετεωριζόμαστε μεταξύ του χαμένου παρελθόντος και του ανεύρετου μέλλοντος· την ευκαιρία να καταρρεύσουμε εντός μας υπό το βάρος της οντολογικής μας ανυπαρξίας. Μιλάω για μια θανατογένεση – όπως λέει κι ένας στίχος του μυθιστορηματικού μου ήρωα, Άμμωνα Πόλαχ, «κοντοζυγώνει μισεμός ντυμένος μαιευτήρας». Νιώθω πως ήρθε η ώρα για την  –εν κενώ–  δημιουργία ενός ιστορικού εαυτού που θα αναλάβει το ιστορικό του παρόν, που θα μπορεί να δει με τα δικά του μάτια και να μιλήσει με το δικό του στόμα. Δεν ξέρω να περιγράψω πώς θα γίνει μπορετό κάτι τέτοιο, αυτό είναι φαντάζομαι δουλειά των στοχαστών ·οι γραφιάδες το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σκάβουν στα τυφλά το μαύρο χώμα του ασυνειδήτου. Για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρος: αν η ενέργεια του κενού μπορεί να εξηγήσει τη γένεση του σύμπαντος, τότε δεν θα κωλώσει να συνδράμει στη δημιουργία ενός ακέραιου, ιστορικά ασήμαντου, αλλά οντολογικά ατόφιου νεοελληνικού εαυτού. Στην περίπτωσή μας, μόνο από ένα τίποτα που έχει συνειδητοποιήσει την ασημαντότητά του μπορούμε να περιμένουμε κάτι.

 

Ο Γιώργος Χωματηνός γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Ναυπηγική και Ναυτική Μηχανολογία. “Η μοναξιά της βαρύτητας” (εκδόσεις Κέδρος) είναι το πρώτο μυθιστόρημά του.

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

0