Ο Μιχάλης Μακρόπουλος γεννήθηκε το 1965 στην Αθήνα και σπούδασε βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άρχισε από νωρίς να γράφει και να μεταφράζει βιβλία. Μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Τρούμαν Καπότε, Σωλ Μπέλοου, Ρέι Μπράντμπερυ. Έχει εκδώσει δέκα βιβλία λογοτεχνίας για ενήλικες, το “Οδοιπορικό στο Πωγώνι” και πέντε βιβλία για παιδιά. Διηγήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά. Το “Μαύρο Νερό” είναι η τελευταία του νουβέλα και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
- «Μαύρο νερό» που ξεδιψά όμως τις λογοτεχνικές ανάγκες ενός αναγνώστη. Μιλήστε μας για την αφόρμηση αυτού του βιβλίου.
Δύο πράγματα, που συνέβησαν ταυτόχρονα το καλοκαίρι του 2018, μου προκάλεσαν οργή και στενοχώρια, κι απ’ αυτές γεννήθηκε η ιστορία μου. Το ένα ήταν η συνειδητοποίηση πως, κάπως στα μουλωχτά, είχαν αρχίσει οι δοκιμαστικές γεωτρήσεις για πετρέλαιο στην ακριτική περιοχή του Πωγωνίου, που τόσο αγαπώ. Το δεύτερο ήταν το Μάτι, το βάραθρο που ανοίχτηκε τότε ανάμεσα στο κράτος και τις ανάλγητες κεφαλές του, και στον απροστάτευτο πολίτη.
- «Καλός πατέρας είναι αυτός που ξέρει καλά το παιδί του», αναφέρει κάπου ο Ουίλιαμ Σαιξπηρ, και ο Πατέρας του «Μαύρου νερού» ξέρει απόλυτα τις ανάγκες του Χριστόφορου. Με ποια υλικά πλάσατε αυτόν τον χαρακτήρα;
Με μυθοπλαστικά υλικά. Είμαι πατέρας, όμως όχι με π κεφαλαίο. Στην ιστορία μου, το κεφάλαιο π του Πατέρα έχει κάτι αρχετυπικό και βιβλικό. Ωστόσο, επειδή ακριβώς είμαι πατέρας, μπορώ να νιώσω την αγάπη ενός γονιού για το παιδί του – τη νιώθω κι εγώ.
- Στο βιβλίο σας η φύση είναι αυτή που δηλητηριάζει, εξαιτίας του ανθρώπινου παράγοντα βέβαια, αλλά κατέχει τον ρόλο του τιμωρού. Μιλήστε μας γι’ αυτή την προσέγγιση;
Δεν νομίζω πως στο βιβλίο μου η φύση είναι τιμωρός των ανθρώπων. Απεναντίας, νομίζω πως οι άνθρωποι είναι τιμωροί της φύσης, και σε τούτο υπάρχει βέβαια αυτοτιμωρία”.
- «Είχαν και οι τρείς εκείνη την κλειστή και άδεια όψη σαν των σπιτιών», λέτε σε κάποιο σημείο. Μια αδερφοσύνη έμψυχων και μη ή κάτι πιο βαθύ;
Μια αδελφοσύνη έμψυχων και άψυχων. Νιώθω πως αυτό, ήδη, είναι βαθύτατο.
- Ένα στιγμιότυπο που ξεχωρίζει είναι το περιστατικό στο σπίτι του Γιώργου και της Λένης Γκέρτσου, όπου ο τυφλός ήρωας με τα «μάτια της συνήθειας» υπολογίζει την κάθε κίνηση του. Ένα απλό στιγμιότυπο ή μια εν δυνάμει «παραβολή»;
Μια παραβολή. Ούτε είναι ο πρώτος τυφλός που εμφανίζεται με τον τρόπο αυτό σε ιστορία μου. Στο μυθιστόρημα Το τέλος του ταξιδιού, υπάρχουν τρεις τυφλοί: η αγαπημένη του ήρωά μου, ενός Γάλλου γλύπτη, του Πιερ· η σπιτονοικοκυρά που του νοικιάζει δωμάτιο σ’ ένα Κυκλαδονήσι, κι ένας μοναχός. Η τυφλότητα γίνεται μ’ έναν τρόπο βαθύτερη όραση, απαλλαγμένη απ’ την εικόνα.
- Η αγριότητα της φύσης με το μαγικό-μυστηριακό πέπλο που αποπνέει στα κείμενα σας παραπέμπει στις απαρχές της νεοελληνικής ηθογραφίας. Ποιες οι επιρροές και τα αναγνώσματά σας;
Για πολλά χρόνια, νεότερος, ήμουν λάτρης της φανταστικής λογοτεχνίας κι ακόμα την αγαπώ. Αποκεί και πέρα, τα αναγνώσματά μου είναι όσο γίνεται πιο πλατιά – μυθοπλαστικά και μη (πλειστάκις δεδηλωμένη η αγάπη μου για τον Παπαδιαμάντη). Σίγουρα πάντως, μιας και αναφέρετε τη νεοελληνική ηθογραφία, νιώθω πως, όσο κι αν προσπαθούσε κάποιος, δεν θα μπορούσε να βρει την παραμικρή συνάφεια ανάμεσα στα έργα μου και σε μια ιστορία του Κρυστάλλη, επί παραδείγματι. Μάλλον θα πρέπει, εδώ, να απαντήσω εμφατικά, για μένα και για λογαριασμό, νιώθω, πολλών άλλων συγκαιρινών μου, από τη Βενέτη και τον Κοψαχείλη, ως τον Συφιλτζόγλου και τη Δήμητρα Λουκά. Δεν γράφουμε ηθογραφία.
- Οι ρίζες ενός ανθρώπου πόσο πιστεύετε ότι τον απελευθερώνουν ή τον δεσμεύουν αντίστοιχα;
Τον απελευθερώνουν όταν σ’ αυτές υπάρχει ανιδιοτελής αγάπη. Όταν τοπικισμοί και εθνικισμοί νοθεύουν τούτη την αγάπη, οι ρίζες γίνονται φυλακή.
- Μια δεξαμενή, όπως αυτή της ζωής, τι φέρει στην επιφάνεια και τι στο πάτο της; Η ευθραυστότητα των ηρώων σας αντέχει αυτή την αναμόχλευση;
Οι ήρωές μου είναι ευαίσθητοι, όχι εύθραυστοι, πιστεύω. Και η δεξαμενή της ζωής έχει μεν βάθος, αλλά όχι πάτο.
- Γενικεύοντας, θεωρείτε πως υπάρχει στην ουσία ρεαλιστική λογοτεχνία;
Όχι, θεωρώ πως δεν υπάρχει. Θεωρώ πως υπάρχει λογοτεχνία που δίνει την ψευδαίσθηση της ρεαλιστικής, λογοτεχνία που αφήνει κατά μέρος τούτη την ψευδαίσθηση και πατά στο μύθο· υπάρχουν όλα τα ενδιάμεσα – όμως από την άλλη ο μύθος δεν θα μπορούσε να σταθεί αν δεν ήταν, από τη σάρκα του ρεαλισμού, το αιθέριο έλαιό της.
- Επόμενα σχέδια, επόμενες ιστορίες που διψούν να ξεχυθούν στο χαρτί;
Καταρχάς, γράφω σχεδόν πάντοτε κάποια ιστορία. Μόλις τέλειωσα μια λυρική νουβέλα επιστημονικής φαντασίας, και εκδοτικά το επόμενο βιβλίο μου θα ’ναι, πιστεύω, ένα που γράψαμε από κοινού κι απολύτως εξ ημισείας εγώ και μια φίλη ποιήτρια, η Ελένη Κοφτερού. Και σε λίγους μήνες θα εκδοθεί ένα παιδικό μου βιβλίο απ’ το Καλειδοσκόπιο, με εικονογράφηση της Κατερίνας Χαδουλού.
Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr
1