“Πίστεψα ότι ζω σε έναν Παράδεισο -μια τεράστια παιδική χαρά. Ο χαρακτήρ του ανθρώπου διαμορφώνεται, ως γνωστόν, μέχρι τα επτά του χρόνια… Νόμιζα ότι ήμουν μέσα σε ένα πύργο κι ότι πέφτανε οι μπάρες κάθε βράδυ και υπήρχε πλήρης ασφάλεια. Ήμουνα αυτό που λένε: στον κόσμο μου”.

 

Το πιο δύσκολο στην ελληνική λογοτεχνία που αδιαλείπτως λογοκρίνει και ελαχίστως εγκρίνει τα προϊόντα της είναι η δημιουργία του ήρωα. Για τη χώρα μας, άλλωστε,  ένα σημαντικό στοιχείο που κατοχυρώνει ένα βιβλίο και την πορεία του στο χρόνο είναι ο ήρωας. Ο ήρωας αυτός πρέπει να είναι τόσο δομικά στέρεος και να αποπνέει τη προσήκουσα ζωντάνια ώστε  η ύπαρξη του να μην εγκλωβίζεται στις σελίδες του βιβλίου της παραχθείσας χρονιάς, αλλά ο άνεμος του χρόνου να τον κουβαλά στις μέρες της ζωής μας.

Δύσκολη αποστολή. Η σύγχρονη πεζογραφία μας, απέδειξε πως έχουν γραφτεί άρτια μυθιστορήματα από φωτισμένους και εμπνευσμένους συγγραφείς, αλλά λίγοι έχουν στήσει εύγλυπτα έναν ήρωα που να απολαμβάνει μια διαχρονική  παρουσία.

Ο Άγγελος της Αστροφεγγιάς, η Εκάβη και η Νίνα του Τρίτου Στεφανιού, η Μάρμω των Πανθέων και άλλοι πολλοί, πριν προλάβουν να οπτικοποιηθούν είχαν ήδη καταξιωθεί στα μάτια των αναγνωστών. Είχαν αποκτήσει πέρα από οντότητα, λογοτεχνικό εκτόπισμα επισκιάζοντας ακόμη και την έκδοση.  Οι ήρωες όμως, πορεύονται και έχουν ύπαρξη εντός του σκηνικού που τους έχει ορίσει ο συγγραφέας, κι όταν οι αρμοί έχουν τοποθετηθεί με τη δέουσα προσοχή κάτω από εμπνευσμένη φαντασία βρίσκουν το χώρο να ζήσουν πολύ περισσότερο στη συνείδηση του αναγνώστη.

Ένας τέτοιος ήρωας είναι κι ο Χρυσοβαλάντης. Στα 7 χρόνια που βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία διαπέρασε τις σελίδες και εντυπώθηκε στη μνήμη του σύγχρονου αναγνώστη. Διότι τηρουμένων των σημερινών αναλογιών στη πεζογραφία μας, είναι ίσως από τους πιο διακριτούς ήρωες βιβλίου. Άλλωστε το Μάρτυς μου ο Θεός είναι από τα βιβλία που ποτέ δεν βρέθηκαν εκτός των γυάλινων προθηκών κι αυτό έχει πολλές ερμηνείες.

Να οφείλεται, ίσως,  στο Βραβείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Εν  δυνάμει ναι. Πέρα όμως από την καταξίωση του συγγραφέα στο κλειστό κι αναγνωρισμένο corpus των Ελλήνων συγγραφέων που μπορεί και να λειτούργησε πρόσκαιρα και σε μια εμπορική ώθηση, μακροπρόθεσμα ουδέποτε μια βράβευση αποτέλεσε σημείο αναφοράς στη διαδρομή  ενός βιβλίου. Πολλοί λίγοι θα θυμούνται το όνομα του βραβευμένου με κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1963 Πάνου Καραβία για το βιβλίο του «Ίσκιος στον ορίζοντα», αντ’ αυτού την χρονιά της βράβευσής του, η Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου αργά και σταθερά πέρασε στη συνείδηση του Έλληνα πολύ πριν ενσαρκωθεί από την Μπέτυ Βαλάση για την ΕΡΤ. Δεν θέλω να κρίνω τη λογοτεχνική δυναμική των προαναφερθέντων δύο βιβλίων, ούτε τη συνείδηση της πλατιάς μάζας. Απλά είναι οφθαλμοφανές ότι οι βραβεύσεις δεν αποτελούν λογοτεχνική πανάκεια. Κι είναι ολισθηρό για έναν συγγραφέα αν επαναπαύεται στις δάφνες μιας βράβευσης.

Άρα μήπως είναι η σωστή προώθηση του βιβλίου που εξασφαλίζει τη συνέχεια του στο χρόνο; Ασφαλώς ναι. Ίσως είναι και το σημείο καμπής. Προσωπικά θλίβομαι όταν απευθύνομαι σε ένα συγγραφέα να μιλήσουμε για ένα βιβλίο του που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια και απαντά πως έχει κλείσει το ταξίδι του ή ότι όλα έχουν ειπωθεί είτε από την κριτική είτε από τις εκάστοτε συνεντεύξεις που έχει δώσει, απαξιώνοντας έτσι, έμμεσα, το λογοτεχνικό του μόχθο. Αντίθετα υποστηρίζει διαπρυσίως την επικείμενη νέα έκδοσή του αναμένοντας με χαρά εκ νέου  πρόσκληση για μετά την κυκλοφορία. Προσωπικά δεν την κάνω ποτέ.

Ο Μάκης Τσίτας είναι από τους λίγους συγγραφείς που μιλούν για παλιότερες του εκδόσεις, είτε αφορά το παιδικό του έργο είτε αυτό το ενηλίκων, εξισώνοντας κάτι το οποίο στην Ελλάδα παραγνωρίζεται. Διότι η παιδική λογοτεχνία πάει χέρι χέρι με αυτή των ενηλίκων και δεν είναι σε καμία περίπτωση υποδεέστερη αυτής.

Ας έλθουμε όμως στο σήμερα, πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το Μάρτυς μου ο Θεός μετά από το ήδη επτάχρονο ταξίδι του κι ο Χρυσοβαλάντης βρήκε νέα στέγη. Άραγε ο νέος εκδοτικός βασίστηκε στη βράβευση που είχε πριν κάποια χρόνια κι έκανε την έκδοση; Σαφέστατα όχι. Κάθε βιβλίο όταν περάσει από την κατηγορία της νέας κυκλοφορίας αξιολογείται με κάποια νέα μέτρα, αλλά κυρίως με το πόσο αναγνωστικά επίκαιρο παραμένει. Όσο κι αν δεν ακούγεται τόσο ηθικό για ένα πνευματικό αγαθό, όπως το βιβλίο, θα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου, ότι και το βιβλίο είναι ένα προϊόν που εμπίπτει στο νόμο της προσφοράς και ζήτησης.

Γιατί όμως ο συντηρητικός, με υποκείμενα ψυχολογικά και παθολογικά νοσήματα, άνεργος 50αρης Χρυσοβαλάντης έχει αποκτήσει αυτή τη δυναμική; Ένα επιτυχημένο βιβλίο συνήθως «βιώνεται» και για επιτελεστεί η διαδικασία αυτή χρειάζεται να βρει ερείσματα μέσα μας, να ανασκαλέψει  κάποιες ίσως ανομολόγητες πτυχές μας. Θεωρώ πως ο ήρωας του Τσίτα δεν είναι μόνο καθρέφτης μιας μεγάλης μερίδας της μεταπολιτευτικής μας κοινωνίας, αλλά πτυχών και του εαυτού μας. Φερ’ ειπείν,  όλοι μας κουβαλούμε το εργασιακό άχθος, την αβεβαιότητα του αύριο, αλλά όχι μόνο. Ακόμα και ο συντηρητισμός του Χρυσοβαλάντη παρατηρείται και σε συμπεριφορές των πιο ακραιφνών αριστερών, όσο κι αν αυτό ξενίζει.

Ο ήρωας αυτός στις σελίδες που μας διηγείται τη ζωή του αγγίζει τα όρια, προσπαθεί ματαιοπονώντας να αποδεσμευτεί από τις περιχαρακώσεις μιας ζωής. Μέσα από ένα απλό, διανθισμένο με λόγιες και εκκλησιαστικού τύπου φράσεις, λόγο, αναπαρίσταται  ο μικροαστικός καμβάς της σημερινής Ελλάδας, όπου η απατεωνιά, ο ηθικός ξεπεσμός κι η υποδούλωση στην ευκολία έχουν λάβει ένα ζοφερό ανάστημα. Ο Χρυσοβαλάντης μοιάζει με έναν παίχτη σε ένα γήπεδο που δεν γνωρίζει το άθλημα που παίζεται και τρέχει όσο μπορεί αδυνατώντας να συλλάβει τους όρους του παιχνιδιού. Πελαγοδρομεί σε κάτι που ενώ θεωρητικά κατέχει, η απόδοση του, όμως, στην πράξη διέπεται από τους νόμους που επιβάλλει η εποχή του, νόμους που εναπόκεινται στην έλλειψη. Έλλειψη ήθους, φιλότιμου, ντομπροσύνης.

«Ο εκδοτικός κλάδος δεν είναι αυτός που γνώρισα πριν από τριάντα χρόνια. Στον τομέα των συγγραφέων, των μεταφραστών και των επιμελητών-διορθωτών παραμένει στα ίδια υψηλά επίπεδα. Όμως έχει χαλάσει ο τομέας της παραγωγής, έχει πέσει σε χέρια αγροίκων, βαρβάρων και λωποδυτών. Σε χέρια αλεξιπτωτιστών…»

Ο Χρυσοβαλάντης δεν είναι άγιος.

Κουβαλά  πάθη που μαστίζουν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, που ακόμη φτάνουν και στην εμμονή  (ξενοφοβία, ρατσισμός κ.ο.κ) αλλά έχει αγαθότητα που έχει εξανεμιστεί στις μέρες μας. Η αγαθότητα στις ψυχές μας, η οποία απέχει παρασάγγας από την αθωότητα, είναι το μοναδικό ίσως στοιχείο που μπορούμε να μεταφέρουμε από την παιδική μας ηλικία στην ενήλικη ζωή μας. Ο Χρυσοβαλάντης δεν είναι ο ρομαντικός μιας άλλης εποχής, είναι ο άνθρωπος που μέσα από ένα δύσκολο ως άθλιο οικογενειακό περιβάλλον, μέσα από μια αδυσώπητη σύγχρονη πραγματικότητα όπου οι σχέσεις έχουν μόνο αριθμητικό πρόσημο, διαφύλαξε ατόφια κομμάτια της παιδικής του αγαθότητας. Γι αυτό και ο ήρωας αυτός ακουμπά τις ψυχές μας ψάχνοντας ίσως να βρούμε κάτι που έχει χαθεί. Ο συγγραφέας έπλασε έναν ήρωα που ενώ διαθέτει πολλά κακά χαρακτηριστικά (συντηρητικός, ρατσιστής, πατριδολάτρης, δογματικός κλπ) εν τούτοις παραμένει αρεστός στον αναγνώστη. Και δεν είναι η συμπόνια που νιώθει απέναντι του, είναι κάτι άλλο πολύ πιο σύνθετο. Είναι ένας απολογισμός, μια αναμέτρηση διαφορετική για κάθε αναγνώστη. Όσο για τον απολογισμό του συγγραφέα, θεωρώ, πως το βιβλίο είναι ένα λογοτεχνικό άλμα που επιβραβεύτηκε στη συνείδηση του κόσμου και αποτελεί καμπή στη λογοτεχνική ιστορία του τόπου.

 

«Δωράκια για δύο κυρίες, λέω τραυλίζοντας… Μια ωραία μαντίλα σε τόνους γαλάζιου για τη μεγάλη… Μου δείχνει μια βιτρίνα με γάντια. Διαλέγω ένα ζευγάρι σουέτ κόκκινα, το αγαπημένο χρώμα της μικρής…

Με το που βγαίνω απ’ το ασανσέρ, με χτυπά η μυρωδιά του κοκκινιστού από μέσα. Πάω να βάλω το κλειδί στην πόρτα. Μια βαλίτσα. Τι βαλίτσα είν’ αυτή; Έχει ένα χαρτάκι περασμένο στο χερούλι της. Το τραβάω. Το διαβάζω. Μάλιστα εντάξει. Αφήνω τα δώρα τους έξω απ’ τη πόρτα. Παίρνω τη βαλίτσα μου και φεύγω».

 

“Μάρτυς μου ο Θεός”

Συγγραφέας: Μάκης Τσίτας

Εκδόσεις: Μεταίχμιο

ISBN: 978-618-03-2296-5

Σελίδες: 280

Τιμή: 15,50€

Διαστάσεις:  14 Χ 20,5

Εξώφυλλο:  Μαλακό

 

 

1