Η επάνοδος για ένα συγγραφέα είναι το πιο κουραστικό μέρος της συγγραφικής διαδικασίας. Όσο κι αν μοιάζει παράταιρο αυτό το επίθετο στη παραπάνω φράση, η διαδικασία της επανόδου ενέχει μια μορφή αγώνα και έχει ως αποτέλεσμα την όποια κούραση αφού αυτή δρομολογείται «χωρίς ξεκάθαρη χάραξη χωρίς όρια και περιορισμούς που σημαίνονται σαφώς», όπως επισημαίνει η Αθανασία Δρακοπούλου στο ποίημα της «Η οδός», το οποίο ανοίγει την τελευταία της ποιητική συλλογή «Έτοιμες φράσεις» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, με τον επιρρηματικό προσδιορισμό να ξεκαθαρίζει ολότελα το παραπάνω νόημα.
Οι “Έτοιμες φράσεις” η τέταρτή της ποιητική συλλογή (οι άλλες, “Μετά το βυθό”, “Εμπόριο χρόνου”, “Μήλο δαγκωμένο”) απαριθμεί 24 ποιήματα όπου η συνεχής τριβή με τον χρόνο αναμοχλεύει ενθυμήσεις αντικρίζοντας την πραγματικότητα έξω από τη κοινή “ρεαλιστική” της διάσταση. Στα ποιήματα της συλλογής γίνεται κυρίως μια επισταμένη λεπτομερής ανάλυση της στιγμής. Η Δρακοπούλου απελευθερώνει στα ποιήματά της το όποιο «ιστορικό» ντύμα των λέξεων σε μια ατέρμονη συνομιλία μέσω της ανάμνησης, με το παρόν.
Παράλληλα είναι έκδηλη μια ασθματική πραγματικότητα που ξεχύνεται σε κάποια ποιήματα της συλλογής, όπου μέσα τους ηχεί η φωνή των δικών μας και το ψέμα που λειτουργεί λυτρωτικά σε αυτόν τον ασθμαίνοντα κόσμο που έχει εναποθέσει το αύριο στην αναμονή.
«…φαίνεται εντέλει πως ήταν αυτή η λάμψη/ό,τι εξαίσιο και αποκρουστικό μαζί/ονόμαζες ροή ή ζωή/που κυλούσε στην παρένθεση/του λόγου, και όχι μόνο». [Σελήνη]
Επίσης, μέσα από την ομοιοκαταληξία που υποτάσσει κάποιους στίχους της, κάνοντας τους να ρέπουν προς την ειρωνεία, αναδεικνύεται η αόρατη διάσταση του χρόνου που παρόλη τη διαρκή ροή του μοιάζει να ελέγχεται από μια άωρη πραγματικότητα επιτείνοντας τις όποιες απέναντι σε αυτήν «προφάσεις» της ανθρώπινης ύπαρξης.
«Τα πλάσματα της ανάγκης μου/βαθιά συλλογισμένα,/αλλού κοιτάζουν, όχι εμένα./Τα πλάσματα της αγάπης μου/στο δίχτυ αιχμάλωτα/του χρόνου, πληγωμένα…»[ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ]
Γιατί οι συνθήκες δεν έχουν ωριμάσει κι ούτε θα επιτευχθεί σε αυτή τη στάση αναμονής όπου οι λέξεις επαναστατούν («πετάγονται σαν φίδια οι λέξεις») και οι φωνές γύρω μας αποκτούν το ακριβό τους ένδυμα.
«Χρειάζομαι τη φωνή σου/για να μου πει ψέματα/πως ο κόσμος έχει καλώς./Για να μου πει αλήθεια/πως υπάρχω προσμένοντας/το αύριο που προστίθεται/στην αναμονή./Για να θυμηθώ/τη στιγμή που δεν μου δόθηκε/και να σκεφτώ πόσα βρίσκεις/στη θέση αυτών που δεν έχεις/Για να ξεχάσω τι δεν είμαι/όταν ταράζω σαν διάφανο έντομο/τον ιστό του φόβου./Να με πείσει να πάρω την επόμενη ανάσα,/να ξεχάσω πως κοιμήθηκα κι εγώ/όταν τείχη γκρεμίζονταν/ναοί καίγονταν, οι Αθηναίοι/έμπαιναν στα πλοία/έναντι μέλλοντος./Πρέπει να σου πω πως δεν πιστεύω/ότι έγιναν όλα αυτά με δική μου ευθύνη…» [Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ]
Όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο η Δρακοπούλου μέσα από τον εξομολογητικό τόνο των ποιημάτων της που φαντάζει εντελώς ως προσωπική της υπόθεση, στήνει καρτέρι στον ανυποψίαστο αναγνώστη μέσα από τις λέξεις ή καλύτερα μέσα από τις φράσεις που έχουν προ-ετοιμαστεί μοντάροντάς τις σε ένα σφιχτό γραμμικό πλάνο.
«…και ούτε καν ένα δελτίο ειδήσεων/δεν θα άντεχε κανείς/χωρίς την υποκρισία της κατάτμησης/του σφαγμένου ορίζοντα του χρόνου/που αποδίδει στην κακία τη μερίδα του λέοντος/στην αρετή το γλίσχρο επιμίσθιο/με δύο λόγια: στην κάθε ημέρα το φορτίο της» [ΤΟ ΦΟΡΤΙΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ].
Οι ποιητικές της σκέψεις, οι έτοιμες φράσεις υπακούν σε ένα αυστηρό κινηματογραφικό πλάνο, όπου οτιδήποτε δεν αρμόζει, περικόπτεται. Ο κινηματογραφικός της φακός έχει ήδη απογυμνώσει τις λέξεις απελευθερώνοντας αυτές από τα δέσμια της πραγματικότητας δημιουργώντας μια «αρμάδα» λέξεων που γονυπετώς μορφάζουν σε σύγχρονες σβησμένες ποιητικές πρακτικές προβάλλοντας, ενίοτε, το όποιο λυρικό τους ένδυμα.
«…έρχεται πάνω του το πούσι το πυκνό/και κάνει όλα τα πρόσωπα σβησμένα».
Οι εμπειρίες της Δρακοπούλου που αποτυπώνονται στη συλλογή, σε ένα πρώτο επίπεδο είναι άκρως ρεαλιστικές με μια διάθεση σαρκαστική με μοναδικό σκοπό, εικάζω, την τακτοποίηση των βιωμάτων της όπως διαφαίνεται από τη συνεχή πάλη εικόνας και συναισθήματος. Θα πρέπει να επισημανθεί όμως ότι δεν δημιουργείται ένα ασυνάρτητο αράδιασμα εντυπώσεων-ενθυμήσεων που επαφίενται σε εξωλογικούς ποιητικούς αρμούς που συνέχει κυρίως σύγχρονες ποιητικές αναπολήσεις, άλλα πλέριοι στίχοι, με τις όποιες επικρεμάμενες διαθέσεις, καθορίζουν μια έλλογη ποιητική συνέχεια.
«…τώρα πια ένας καινούργιος αέρας/πουνέντης ή γαρμπής,/στο τέλος της νύχτας θα δεις,/τυφλός τα μαλλιά σου μπερδεύει/κι εγώ τρέχω ξοπίσω/ενώ φεύγουν σαν τρελά τα ρολόγια/και πεθαίνει κρεμασμένο/στο σταυρό τού ποτέ και για πάντα/εκείνο που λέγαμε τώρα”. [Η αγάπη του τώρα]
*To see things as they really were – What an empoverishment! = L.P. Hartley, 1895-1972, Βρετανός συγγραφέας
Αθανασία Δρακοπούλου
“Έτοιμες φράσεις”
Εκδόσεις Πόλις, 2019
Σελ. 56 | Τιμή € 12,00
ISBN 978-960-435-646-1
Η Αθανασία Δρακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και σπούδασε τοπογράφος μηχανικός στην Πολυτεχνική Θεσσαλονίκης και κινηματογράφο στην Αθήνα. Δούλεψε για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση ως μοντέζ, σεναριογράφος και σκηνοθέτις. Έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές “Μετά το βυθό” και “Εμπόριο χρόνου” (εκδόσεις Τρία Φύλλα) και “Μήλο δαγκωμένο” (εκδόσεις Ποταμός) και έχει μεταφράσει βιβλία από τα ιταλικά και τα γαλλικά. Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης οι συλλογές διηγημάτων της “Μην ξυπνάς το νερό” και “Ποιος τραγουδάει και ποιος όχι”.
1