Πόσες αποδείξεις;

Πόσες εγγυήσεις;

Πόσος χρόνος;

Προτού εμπιστευτείς τον Ξένο.

Ένα βλέμμα κι όλα γίνονται ασφαλή και σίγουρα

Ένα βλέμμα, αυτό είναι όλο.

Αναλογιζόμενοι το παρελθόν του έθνους μας, που στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα έγινε πανό συνθηματολογίας ομάδων του περιθωρίου, η φιλοξενία στην Αρχαία Ελλάδα ακολουθούσε μία ιεροτελεστία με ειδικές παροχές σε κάθε ξένο, ο οποίος ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, ήταν εφικτή η διαμονή του σε ειδικό δωμάτιο, τον «ξενώνα».

Η φιλοξενία είχε πρωτίστως σημαντική κοινωνική δύναμη, κάτι που ασφαλώς αποσιωπείται ειδικά σήμερα, αφού μπορούσε να συνδέσει ανθρώπους οποιασδήποτε τάξης, ακόμη και απλούς πολίτες με βασιλιάδες ή και πρίγκιπες. Έτσι στην εποχή μας που, γενικότερα, έχει εδραιωθεί η καχυποψία προς καθετί ξένο, η όποια φιλοξενία παρέχουμε  κρίνεται απλώς ως ένδειξη ευγένειας και καλής συμπεριφοράς. Το πραγματικό της νόημα όμως, έχει χαθεί.

Στο βιβλίο της, λοιπόν,  η Émilie de Turckheim, «Ο Πρίγκιπας με το φλιτζανάκι» που κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Πόλις παραθέτει εν είδει ημερολογίου την φιλοξενία ενός νεαρού Αφγανού, του Ρεζά από μια κλασική μικρομεσαία τετραμελή οικογένεια της Γαλλίας.  Ένα βιβλίο που φύτρωσε μέσα στο σώμα της, όπως παραθέτει κι η ίδια «…από σώμα σε σώμα, από ‘κει περνούν τα βιβλία».

«Αν ο Ρεζά έρθει να μείνει στο σπίτι, τότε το σπίτι πρέπει κι αυτό να είναι έτοιμο να ζήσει με τον Ρεζά. Έτοιμο να αλλάξει ελαφρώς φωνή, σχήμα και δέρμα.»

Ο Ρεζά, βαπτισμένος Ντάνιελ πριν κάποια χρόνια, σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, έφυγε από τη χώρα του διασχίζοντας το Ιράν, την Τουρκία, την Ελλάδα, την Αλβανία και άλλα μέρη της Ευρώπης φτάνοντας, αρχικά, στην Νορβηγία. Εκεί έχτισε μια ζωή ολομόναχος προσπαθώντας να ενταχθεί στην καθημερινότητα μιας ξένης χώρας μαθαίνοντας τη γλώσσα πριν απελαθεί και βρεθεί μόνος ξανά, στη Γαλλία.

«Τι αισθάνθηκε ο Ρεζά τη στιγμή που συναντηθήκαμε, όταν βρεθήκαμε και οι πέντε μας στο σαλόνι για πρώτη φορά; Έδειχνε ανήσυχος και τρομερά εξαντλημένος. Το γωνιώδες πρόσωπό του γυάλιζε από τον ιδρώτα».

Στο βιβλίο ο αναγνώστης θα μπορέσει να συναισθανθεί τον πρόσφυγα που βρίσκεται σε απόλυτη εγρήγορση, που κοιτά γύρω του έντονα και βαθιά, σαν να μη βλέπει στην ουσία, αφού μέσα του ενυπάρχει ο φόβος του απρόβλεπτου. Έναν άνθρωπος που επιβλέπει όλες τις γύρω του κινήσεις έτοιμος να αμυνθεί, τον νεαρό, Ρεζά. Τον Ρεζά που δουλεύει εικοσιοκτώ ώρες την εβδομάδα στην καθαριότητα ενός κέντρου επανένταξης και με δεκτή την αίτησή του για άσυλο. Που κάθε φορά που παίρνει το μισθό του αγοράζει σκηνές για τους μετανάστες που κοιμούνται έξω. Που εκτός από την εμμονή με την καθαριότητα του σπιτιού τα απογεύματα, όταν επιστρέφει, σερβίρει το τσάι σε ντελικάτα φλιτζάνια ζωγραφισμένα στο χέρι, που είχαν έρθει από τη γαλλική Ινδοκίνα, δεκαετίες πριν, και σκονισμένα περίμεναν ένα χέρι που θα τα επανέντασσε στην καθημερινότητα του σπιτιού, καθιστώντας τον ελευθερωτή τους, από τη συγγραφέα και οικοδέσποινα του σπιτιού ως «Ο πρίγκιπας με το φλιτζανάκι».

«Ο Ρεζά είναι ο πρίγκιπας με το φλιτζανάκι. Εκείνος που έφαγε το φαΐ του μέσα στις λάσπες των προσφυγικών καταυλισμών, εκείνος που από τη στιγμή που έφτασε στους οικοδεσπότες του δεν μπορεί να πιεί το τσάι του παρά μόνο μέσα σε φλιτζάνι από φίνα πορσελάνη και ξαναγίνεται ο πρίγκιπας που δεν έπαψε ποτέ να είναι».

Η όλη διαδικασία της ομαλής ένταξης του Ρεζά, σε συνεννόηση με την κοινωνική λειτουργό που ελέγχει με συχνές της επισκέψεις την προσαρμογή του στο νέο σπίτι αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ευθύνη της Εμιλί, όπως φαίνεται μέσα από τη λιτή εκφραστική των καταγραφών της εμπλουτισμένη συχνά από κρίσεις αλλά και συμπυκνωμένους στίχους.

Κεντρικό θέμα λοιπόν είναι η φιλοξενία στον άγνωστο Αφγανό. Μέσα από αυτή τη κατάσταση αναπτύσσονται οι σχέσεις που διαφοροποιούν τη ζωή του κάθε μέλους και οριοθετούν μια νέα αρχή. Για το ανδρόγυνο που κρυφοκοιτάζει τη ζωή του επισκέπτη τους μέσα από τις τρύπες που αφήνουν οι ιστορίες του, είναι η ύψιστη απόδειξη όλων αυτών που πρέσβευαν και που σταθερά ακολουθούσαν στην καθημερινότητά τους. Για τα παιδιά, ένα σημαντικό μάθημα ζωής που θα ανοίξει διάπλατα τους ορίζοντές τους.

Η συμβίωση βέβαια δεν είναι εύκολη. Η γλώσσα αποτελεί τον πρώτο εχθρό. Ένας εχθρός που ο Ντάνιελ προσπαθεί φιλότιμα να τιθασεύσει, αλλά δυσκολεύεται. Η γλώσσα ενός λαού όμως αποκαλύπτει και την αλήθεια κάθε χώρας, τη νέα πραγματικότητα που κάθε μη εν τη γενέσει ‘εγγεγραμμένο’ μέλος της θα πασχίσει ώστε να ισορροπήσει πάνω σε αυτή.

Στις ημέρες καταγραφής της φιλοξενίας η Εμιλί αναδεικνύει πολλές μεταπτώσεις στην ψυχολογία του Ντάνιελ, κυρίως λόγω των διηγήσεων της περιπέτειάς του, της σκιάς για την τύχη της μητέρας του και των εν γένει ανθρώπινων συμπεριφορών που αντιμετώπισε. Η αποδοχή, μια απόλυτα ισορροπημένη λέξη που καταπατείται από ανισόρροπους ιθαγενείς.

« Για πρώτη φορά μας μιλάει για τους πέντε μήνες που πέρασε στην Ελλάδα… η Αθήνα είναι πολύ όμορφη. Θα του άρεσε να ζήσει εκεί. Παντού μουσεία. Η αστυνομία τους χτυπούσε. Ο Μάρκος βάζει τις φωνές: “Η αστυνομία σας χτυπούσε; Δεν έχουν το δικαίωμα;» Για τον Μάρκο, η αστυνομία είναι ένα παγκόσμιο τάγμα από gentlemen που σέβονται το αστυνομικό σαβουάρ βιβρ, από το Παρίσι ως το Πεκίνο. Ο Ρεζά συνεχίζει τη διήγησή του: οι αστυνομικοί τους χτυπούν στον δρόμο και στους καταυλισμούς».

Ο φόβος της αστυνομίας δεν έχει εγκαταλείψει τον Ρεζά. Μια κάρτα παραμονής δεν περιορίζει αυτομάτως και τη διαγραφή των άσχημων εμπειριών, ούτε των συχνών εφιαλτών που συνοδεύουν τον ύπνο, αποδιοργανώνοντας συχνά την όποια υγιή καθημερινότητά του.

 

Η αποδοχή του πάλι, από τους υπέργηρους γονείς του ζευγαριού δείχνει το υγιές περιβάλλον στο οποίο γαλουχήθηκε η μητέρα-οικοδέσποινα του γαλλικού σπιτιού, αξίες που διατρανώνουν το ευρωπαϊκό Εμείς και μπορούν να διατηρούν την ισχύ τους όσο εμείς τους δίνουμε τη δέουσα προτεραιότητα στην καθημερινότητά μας. Από την άλλη ο ξενιτεμένος αδερφός της Εμιλί στην Πορτογαλία δεν θέλει κατά τη περίοδο των διακοπών του στο πατρικό σπίτι, τη συγκατοίκηση των παιδιών του στον ίδιο όροφο με έναν Αφγανό. Η απόφασή αυτή θα φέρει αντιδράσεις και φωνές ή σιωπές που κρύβουν απογοήτευση. Όμως η δια ζώσης επαφή θα οδηγήσει στην πολυπόθητη υγιή παραμονή χωρίς να εξαφανίζεται βέβαια η σκιά της μη αποδοχής.

Τέτοια μικροεπεισόδια απλά μας θυμίζουν ότι κι οι πιο υγιείς ψυχές υποκύπτουν στα κελεύσματα των καιρών. Η ίδια η χώρα βρέθηκε προ των πυλών της ακροδεξιάς Λεπέν κι είναι κατάκτησή της που την τελευταία στιγμή αντιστάθηκε σε όσα ευαγγελίζονταν άρρωστα μυαλά,  ολότελα παράφρονες. Μπορεί τα περιστατικά πλημμελούς μέριμνας να είναι καθημερινότητα του Παρισιού, αλλά τουλάχιστον δεν κοινώνησε τον άφατο ευτελισμό της ανθρώπινης φύσης.

Το περιστατικό της πρόσκλησης στη γενική πρόβα της Ορχήστρας Δωματίου του Παρισιού και της Μουσικής Σχολής της Νοτρ Νταμ αποτελεί ίσως το σπουδαιότερο σημείο του βιβλίου. Είναι η αντιμετώπιση του φόβου του Ρεζά μπροστά στους δυο φύλακες. Παράλληλα είναι και η πρώτη επίσημη καταγραφή του ανήκειν. Το όνομά του φιγουράρει στον κατάλογο των καλεσμένων, ο Ρεζά αποτελεί πια κομμάτι της χώρας!

Η δική του χώρα φλέγεται, πλέον αποτελεί έρμαιο των Ταλιμπάν, κι αν οι σκηνές πολέμου στο youtube που αιματοκυλούσαν την Καμπούλ βύθιζαν ξανά στο σκοτάδι των σκέψεων του τον Ρεζά, η σημερινή παράδοση της χώρας στους Ταλιμπάν σίγουρα θα αποτελεί και την οριστική αποκοπή από τη γενέτειρά του. Πως μπορεί άλλωστε ένας χριστιανός να συνυπάρξει με ένα  θρησκευτικό-φανατικό-φασιστικό κράτος; Τη σημερινή εκδοχή δεν θα τη δούμε, η αφήγηση που τόσο όμορφα κύλησε με γραμμικό τρόπο αξιοποιώντας τα γεγονότα, μπλέκοντάς τα με τις σκέψεις και τα διάσπαρτα ποιήματα της συγγραφέα, σταματά στη λήξη της φιλοξενίας μετά από 9 μήνες παραμονής στο σπίτι της Εμιλί και του Φράνσις. Ο Ντάνιελ έχει βρει μια νέα δουλειά ως επιστάτης σχολείου και ταυτόχρονα έχει κερδίσει σε μια μόλις εβδομάδα, την εμπιστοσύνη του εργοδότη του. Σε μας μένει μια ακόμη σκέψη της συγγραφέα ότι:

 «Οι ήπειροι είναι χαμένες μέσα στην απεραντοσύνη των ωκεανών. Οι χώρες οριοθετούνται από μια μαύρη γραμμή. Όπως λέγαμε και στο σχολείο, ο χάρτης είναι βουβός. Ο χάρτης είναι βουβός σαν ψάρι: αποσιωπά τη βία»

Το βιβλίο αυτό αποτελεί ένα ύψιστο μάθημα σε όσους ευαγγελίζονται την ελευθεριότητα, την αποδοχή και σε όλους είναι ευήκοοι στην αποδόμηση της φιλαυτίας τους, της εγωκεντρικότητάς τους, αλλά κυρίως σε μια μερίδα ανθρώπων που έχουν ως σημαία την εθνικοφροσύνη τους. Στους μεν πρώτους ώστε να δουν ιδίοις όμμασιν ότι απέχει πολύ η σκέψη από την πράξη, στους δεύτερους που ίσως παρακινηθούν και μετρήσουν σωστά τις αξίες της ζωής και στους έσχατους ότι η πραγματικότητα του Ρεζά του μετέπειτα Ντανιέλ μπορεί σε ανύποπτο χρόνο να γίνει καθημερινότητα και των ίδιων. Άλλωστε η προσφυγιά-μετανάστευση  δεν αποτέλεσε ποτέ επιλογή.

«Όταν φεύγεις, δεν υπάρχει τέλος στη φυγή. Η γραμμή τερματισμού είναι σαν τη γραμμή του ορίζοντα: φανταστική»

Με ευαισθησία, απλότητα και χωρίς στοχαστική διάθεση η συγγραφέας κάνει μια λιτή καταγραφή ερεθισμάτων και αναδεικνύει μέσα από τις σελίδες της την αέναη πάλη του ανθρώπου να σταθεί στο κοινωνικό οικοδόμημα που έχει χτιστεί με τα ιδιοτελή υλικά των λίγων. Τα γεγονότα που προαναφέραμε, συμπλέκονται όμως μέσα από μια  «παραμυθένια», ας μου επιτραπεί ο όρος -φέρνοντας στο νου τον σεφερικό στίχο, αφήγηση, προσφέροντας μια πολύ ευχάριστη ανάγνωση.  Το μυθιστόρημα βέβαια έχει άγριες και έντονα ρεαλιστικές μυρωδιές κοινωνικών καταστάσεων. Εν κατακλείδι το βιβλίο επιδιώκει μέσω μιας απλής παράθεσης γεγονότων  να  χρωματίσει τις μουντές ψυχές μας και σίγουρα να προβάλει ευλαβικά την σωστή θέαση για την ανάπτυξη και την οργάνωση της προσωπικότητας των παιδιών.

1