Ο Αλέξης Σταμάτης  έρχεται στο The Book.

 

Γεννημένος στην Αθήνα στις αρχές του ’60 στην Αθήνα, άρχισε τις σπουδές στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών από όπου γρήγορα μεταπήδησε στην αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Έκανε μεταπτυχιακά αρχιτεκτονικής και κινηματογράφου στο Λονδίνο. Άνοιξε από νωρίς λογαριασμούς με την ελληνική λογοτεχνία και μετρά 40 χρόνια “εμμονικής” σχέσης μαζί της.

Αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη στάθηκε το νέο του βιβλίο “Το παιδί και ο Άγγελος” που κυκλοφορεί εδώ και λίγο καιρό από τη νέα του εκδοτική στέγη, το Μεταίχμιο.

 

 

«Το παιδί και ο Άγγελος», ένα βιβλίο που οι ήρωές του ξεπροβάλλουν σιγά σιγά και αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη. Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτού του μυθιστορήματος; Ποια τα στάδια συγγραφής και ποιες οι σκέψεις σας μετά τις πρώτες μέρες της έκδοσης;

Δεν ήταν μια ιδέα. Ήταν ένα βάρος. Κάτι που με συνόδευε χρόνια, όπως το βάδισμα ενός παιδιού μέσα σε άδειο δωμάτιο. Το «Παιδί και ο Άγγελος» γεννήθηκε από ένα είδος βουβής εμμονής. Δεν υπήρχε ιστορία. Μόνο αίσθημα. Ένα βλέμμα που με ακολουθούσε. Ίσως ήταν το βλέμμα του πατέρα που χάνει. Ίσως το βλέμμα του παιδιού που φεύγει. Ή και τα δύο, στριμωγμένα στην ίδια πρόταση.

Δεν γράφτηκε όπως γράφονται άλλα βιβλία μου. Δεν υπήρχε αρχή. Υπήρχε μόνο ένας ψίθυρος. Άρχισα να κρατάω σημειώσεις όχι για το τι συνέβη, αλλά για το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί. Όχι για την πλοκή, αλλά για τον απόηχο. Το βιβλίο χτίστηκε από παραλείψεις. Από πράγματα που δεν λέγονται. Πράγματα που τα φαντάζεσαι, κι ύστερα τα παίρνεις πίσω.

Όταν το τελείωσα, ένιωσα όπως όταν στέκεσαι μπροστά σε έναν καθρέφτη που δεν σε αναγνωρίζει. Οι αναγνώστες άρχισαν να γράφουν μηνύματα – κάποια εξομολογητικά, κάποια βουβά. Και τότε ένιωσα πως δεν ήμουν ο μόνος που κουβαλούσε αυτό το βλέμμα.

 

 

Το ποιητικό ένδυμα των φράσεων του βιβλίου οδηγεί πολλές φορές σε ένα υπερβατικό νόημα. Πώς σκεφτήκατε τη διάρθρωση αυτού του βιβλίου;

Όπως συμβαίνει με τα όνειρα, δεν υπάρχει γραμμικότητα. Υπάρχει μόνο ρυθμός. Η διάρθρωση γεννήθηκε από τον εσωτερικό παλμό των σκηνών. Δεν υπήρχε πλάνο, σκαρίφημα. Το κάθε κεφάλαιο χτιζόταν σαν να ήταν κύμα: πλησίαζε, τραβιόταν πίσω, άφηνε ένα ίχνος και μετά ξεχνούσε.

Οι ήρωες δεν έρχονται από το παρελθόν τους, αλλά από τις εκδοχές τους. Από αυτό που θα μπορούσαν να έχουν πει, να έχουν κάνει, να έχουν αποφύγει. Η ποίηση ήταν η μόνη μορφή αλήθειας που μπορούσε να αντέξει η δομή. Αν το έλεγα απλά, θα ακουγόταν επιφανειακό. Αν το έκρυβα, θα το πρόδιδε η σιωπή.

«Η ζωή είναι μικρή. Ζεις… και μετά τίποτα». Το νόημα αυτής της φράσης πόσο σας απασχόλησε στη ζωή σας;

Αυτή η φράση είναι μια εσωτερική καταγραφή. Κάτι που σου έρχεται όταν χάνεις κάποιον. Ή όταν καταλαβαίνεις ότι τον είχες ήδη χάσει. Η ζωή είναι μικρή, όχι ως χρονικό μέγεθος, αλλά ως χωρητικότητα. Δεν χωράει τις πράξεις και τις συνέπειες ταυτόχρονα. Δεν χωράει την αγάπη και το λάθος μαζί. Γι’ αυτό μπορούμε να ρωτήσουμε τον Άγγελο, έναν από τους δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου.

Το «και μετά τίποτα» δεν είναι διαγραφή. Είναι αμηχανία. Είναι το βλέμμα προς τα πίσω όταν όλα έχουν ήδη ειπωθεί. Ίσως αυτή η φράση να είναι το μοναδικό πραγματικά ειλικρινές πράγμα που μπορεί να πει κάποιος για τον εαυτό του, όταν έχει τελειώσει η προσπάθεια να ερμηνεύσει.

«…ο φόβος σταματάει τους ανθρώπους» αναφέρει ο αφηγητής. Ποιες οι άμυνές σας στο αίσθημα του φόβου; Νιώσατε να σας υφαρπάζει στιγμές της καθημερινότητάς σας;

Φυσικά. Αλλά όχι με τη μορφή τρόμου. Ο φόβος που με σταματά είναι σιωπηλός. Έρχεται με τη μορφή της φωνής που δεν υψώνεις. Της πράξης που δεν κάνεις. Της φράσης που διαγράφεις πριν την πεις. Κάτι που επανέρχεται στο βιβλίο μου.

Η άμυνά μου, αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω έτσι, είναι η γραφή. Όμως δεν γράφω για να νικήσω τον φόβο. Γράφω για να τον χαρτογραφήσω. Για να ξέρω πού κρύβεται. Για να μη με πιάσει απροετοίμαστο όταν ξανάρθει. Κάθε φορά που γράφω, προσθέτω ένα μικρό σημάδι στον τοίχο της σπηλιάς. Ίσως, κάποτε, να βρω την έξοδο.

 

Όταν κοιτώ τον ουρανό, βλέπω όλα όσα δεν είπα. Κι όλα όσα δεν θα ειπωθούν ποτέ.

 

 

«…οι ανεκπλήρωτοι πόθοι κρατούν την ψυχή ζωντανή και την ψηλώνουν» λέτε σε κάποιο σημείο. Θα ήθελα την επέκταση αυτής της σκέψης σας.

Ο ανεκπλήρωτος πόθος είναι πιο δυνατός από τον εκπληρωμένο. Γιατί δεν φθείρεται. Δεν καταγράφεται. Δεν τελειώνει. Υπάρχει διαρκώς ως υπόσχεση. Και αυτή η υπόσχεση, παρά το βάρος της, κρατάει την ψυχή σε κίνηση.

Ό,τι ζήσαμε έχει ημερομηνία. Ό,τι δεν ζήσαμε είναι ακόμη εκεί. Σαν δωμάτιο που περιμένει. Κι όταν όλα γύρω σου σε προδίδουν -η καθημερινότητα, οι ρόλοι, το σώμα- ο ανεκπλήρωτος πόθος είναι το μόνο που στέκει ακόμη, έστω και ως φάντασμα.

«Γιατί τα μνήματα -όλα τα μνήματα- έχουν δικαίωμα να υπάρχουν. Δεν είναι απλώς τόποι θανάτου, είναι καθρέφτες όποιας ζωής τα γέννησε». Θα ήθελα να μας μιλήσετε γι’ αυτούς τους παράξενους καθρέφτες.

Έχω μια εμμονή με τα κοιμητήρια. Ίσως γιατί είναι οι πιο ειλικρινείς τόποι. Δεν υπάρχει τίποτα περιττό. Μόνο το απαραίτητο: όνομα, ημερομηνία, ίσως μια φράση. Αλλά αν σταθείς εκεί για λίγο, ακούς. Ή νομίζεις πως ακούς. Οι τάφοι δεν μιλούν. Αντανακλούν.

Κάθε ζωή αφήνει έναν καθρέφτη πίσω της. Μπορεί να μην δείχνει το πρόσωπο αυτού που έζησε. Αλλά δείχνει τη σκιά του πάνω στους άλλους. Στους ζωντανούς. Σε εμάς.

«Όταν κοιτάς τον ουρανό, κοιτάς το παρελθόν». Και τι είναι αυτά που πρωτοαντικρίζει ο Αλέξης Σταμάτης;

Την αμηχανία τού να είσαι παιδί σε έναν κόσμο που σου ζητά να είσαι κάτι άλλο. Το βλέμμα του πατέρα μου, λίγο πριν καταλάβει ότι δεν θα προλάβει να μου εξηγήσει. Ένα λεωφορείο που φεύγει. Ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ.

Ο ουρανός είναι το μόνο αρχείο που δεν φθείρεται. Οι αναμνήσεις που κρατά δεν είναι εικόνες. Είναι συναισθήματα που δεν έχουν ακόμη φθαρεί από τη διήγηση. Όταν κοιτώ τον ουρανό, βλέπω όλα όσα δεν είπα. Κι όλα όσα δεν θα ειπωθούν ποτέ.

 

Exitus acta probat, δηλαδή ο σκοπός δικαιώνει την πράξη (Οβίδιος). Αισθάνεστε δικαιωμένος με τις επιλογές σας;

Δεν ξέρω τι σημαίνει δικαίωση. Ξέρω μόνο τι σημαίνει να επιμένεις. Δεν γράφω ποτέ με στόχο τη δικαίωση. Γράφω γιατί δεν μπορώ αλλιώς. Ίσως αυτό να αρκεί. Ίσως όχι.

Αν κάποιος διαβάζει ένα βιβλίο μου και αισθάνεται πως αναγνωρίζει τον εαυτό του σε κάτι, τότε ναι, για μια στιγμή, όλα βγάζουν νόημα. Και αυτή η στιγμή, όσο κι αν διαρκεί, φτάνει.

Συγγραφέας και κοινωνικά δίκτυα. Αυτή η διαδικτυακή επαφή των τελευταίων χρόνων φέρνει πιο κοντά τον συγγραφέα με τον αναγνώστη λειτουργώντας πολύ επιτυχημένα, ειδικά σε νέους συγγραφείς. Σε εσάς πώς λειτουργεί;

Τα χρησιμοποιώ, ναι. Αλλά με μέτρο. Σαν να κρατάς μια πόρτα ανοιχτή, αλλά να μην μπαίνεις τελείως μέσα. Δεν πιστεύω στην αμεσότητα χωρίς σιωπή. Ο αναγνώστης πρέπει να σε πλησιάσει γιατί κάτι μέσα του κινήθηκε. Όχι γιατί εμφανίστηκες στην οθόνη του.

Όταν μου στέλνουν ένα μήνυμα με κάτι προσωπικό -μια σκέψη, ένα συναίσθημα- απαντώ πάντα. Ουσιαστικά. Γιατί εκείνη η στιγμή είναι η μόνη πραγματική επαφή που μπορώ να έχω με κάποιον άγνωστο που μοιράζεται το εσωτερικό του κείμενο με το δικό μου. Για όσους ενδιαφέρονται υπάρχει μια ομάδα για το βιβλίο μου: https://www.facebook.com/groups/505395755731211

Η έκδοση ενός βιβλίου είναι τρόπον τινά και λήξη μιας μάχης. Τα όπλα της επόμενης έχουν ήδη βρεθεί ή απολαμβάνετε μέχρι στιγμής τις γλυκές μέρες μιας εκεχειρίας;

Δεν υπάρχει εκεχειρία. Υπάρχει μόνο μια διακοπή της ορατής μάχης. Η μάχη συνεχίζεται υπόγεια. Μες στα όνειρα, στα αποσιωπημένα μηνύματα, στις άγραφες σημειώσεις.

Το επόμενο βιβλίο έχει ξεκινήσει. Είναι ήδη εδώ. Κινείται σαν σκιά στους τοίχους. Περιμένει. Τον κατάλληλο χρόνο. Τη στιγμή εκείνη που θα νιώσω ξανά πως κάτι με κοιτάζει σαν να απαιτεί να το κοιτάξω πίσω. Πάντως η επόμενη μάχη θα κατατεθεί στον εκδότη μου αρχές του χρόνου.

Το βιβλίο “Το παιδί και ο Άγγελος” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

 

0