Ο Χρήστος Χαρτοματσίδης, ο σημαντικός μας συγγραφέας μιλά στο The Book.

 

Γεννημένος στα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο  Χρήστος Χαρτοματσίδης, σπούδασε Ιατρική κι εργάστηκε ως Διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γ. Ν. Κομοτηνής. Δημοσιεύει διηγήματα και μεταφράσεις σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει εκδώσει πέντε μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και μια νουβέλα. Τέσσερα θεατρικά του έχουν ανέβει στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κομοτηνής, στη Θεσσαλονίκη και σε κρατικό θέατρο της Βουλγαρίας. Έχει δύο πανβουλγαρικά βραβεία για διήγημα και μυθιστόρημα κι έχει προταθεί δύο φορές για τα βραβεία του περιοδικού Διαβάζω και μία του Αναγνώστη.

Αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη στάθηκε η κυκλοφορία του μυθιστόρηματός του, «Ρίο Γκράντε», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Ξεκινήσατε με θεατρικά κείμενα, συνεχίσατε στην ανοιχτωσιά του ποιητικού λόγου, αλλά σας κέρδισε η μυθιστορία. Τις τελευταίες δεκαετίες τα διηγήματα και τα μυθιστορήματά σας ξεπροβάλλουν σε συχνότητα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αλλά και των ψηφιακών ή έντυπων περιοδικών. Μιλήστε μας για τη λογοτεχνική πορεία σας. Τι αντιπροσωπεύει κάθε είδος της λογοτεχνίας για εσάς;

Έτυχε το πρώτο μου βιβλίο να είναι θεατρικό μονόπρακτο. Οι πρώτες μου δημοσιεύσεις όμως ήταν ποιήματα. Σαν όλους τους εφήβους έτσι κι εγώ άρχισα με την ποίηση. Η ποίηση μας διδάσκει την οικονομία του λόγου, τα σφιχτά περιθώρια του μέτρου, τον ρυθμό, την αλληγορική και μεταφορική δύναμη της εικόνας. Με απασχολούσε όμως σαν μέσο έκφρασης και το θέατρο. Ούτε που φανταζόμουν πόσο δύσκολη κι αμφίβολη είναι η πορεία ενός θεατρικού κειμένου, μέχρι να φτάσει στη σκηνή. Το θέατρο μας μαθαίνει πώς μέσω της σκηνικής δράσης, μα και του διαλόγου, εκφράζονται οι χαρακτήρες και οι συγκρούσεις. Κι έτσι φτάνουμε πια στην πεζογραφία που αποτελεί αγαπημένο είδος, που έχει κι αυτή τον ρυθμό του λόγου, τους χαρακτήρες, τους έντονους διαλόγους και τις συγκρούσεις, έτσι ώστε κάθε κεφάλαιο να αποτελεί ουσιαστικά μία πλήρη θεατρική σκηνή.

Ο ποταμός Ρίο Γκράντε… είναι στην πραγματικότητα το συμβολικό όριο, ανάμεσα στην υποταγή και την ανυπακοή, ανάμεσα στην καταπίεση και την αντίσταση. Σπανίως τα καλά παιδιά θα αντισταθούν. Από μικρούς μάς εκπαιδεύουν συστηματικά και με ζήλο να είμαστε φρόνιμοι και πειθαρχημένοι. Αυτοί που θα αντισταθούν θα είναι οι ατίθασοι, τα κακά παιδιά.

Από τις πρώτες σελίδες του νέου σας μυθιστορήματος «Ρίο Γκράντε», που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, γίνονται αντιληπτοί διάφοροι -χαρακτηριστικοί- τύποι ανθρώπων ως επί το πλείστον ηθικά διαβρωμένων. Αφού η ελληνική πραγματικότητα αποτελεί τη δεξαμενή του συγγραφικού σας υλικού, τι παρατηρείτε στους ήρωές σας κατά τη διαδρομή;

Δεν είναι όλοι οι ήρωες του βιβλίου ηθικά διαβρωμένοι. Ναι, υπάρχουν οι πραγματικά «κακοί», χωρίς τους οποίους όμως δεν θα είχαμε την δράση και δε θα υπήρχε πλοκή. Όλοι θα ζούσαν ήσυχοι και ήρεμοι και τα μοναδικά τους προβλήματα θα ήταν τα ερωτικά και η ρουτίνα του γάμου. Οι χαρακτήρες όμως εκδηλώνονται μέσα από την αντιμετώπιση των προβληματικών καταστάσεων. Οι διαβρωμένοι προκαλούν, δημιουργούν τα προβλήματα, οι υπόλοιποι, αμυνόμενοι, πρέπει να τα βγάλουν πέρα ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, μα και με τις ηθικές αξίες στις οποίες πιστεύει. Ο σκοπός δεν είναι μόνο η επιβίωση με κάθε τίμημα. Τότε θα ήταν εύκολα, δεν θα χρειαζόταν να προβάλουν αντίσταση, ούτε θα τους πλήγωνε η ταπείνωση. Οι περισσότεροι από τους ήρωες του βιβλίου επιλέγουν την αξιοπρέπεια! Ο ποταμός Ρίο Γκράντε, στα σύνορα ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Μεξικό που έπρεπε να διασχίσουν οι ντεσπεράντος για να γλιτώσουν από τους κάθε είδος σερίφηδες, είναι στην πραγματικότητα το συμβολικό όριο, ανάμεσα στην υποταγή και την ανυπακοή, ανάμεσα στην καταπίεση και την αντίσταση. Σπανίως τα καλά παιδιά θα αντισταθούν. Από μικρούς μάς εκπαιδεύουν συστηματικά και με ζήλο να είμαστε φρόνιμοι και πειθαρχημένοι. Αυτοί που θα αντισταθούν θα είναι οι ατίθασοι, τα κακά παιδιά.

Πάντα ήμουν υπέρ της δημόσιας υγείας. Παρά τις πολλές αδυναμίες του συστήματος, εξακολουθώ να πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού – γιατροί, νοσηλευτές, παρασκευαστές εργάζονται με πραγματική αυταπάρνηση…

«…πίσω από τα έπιπλα άρχισαν να εμφανίζονται οι ενοχές»: μια διαφορετικού τύπου εικόνα όχι από τις πάρα πολλές, που κρύβονται σ’ αυτό το βιβλίο. Ποια τα στάδια που περνάνε τα βιβλία σας μέχρι την τελική έκδοση;

Συνήθως είναι μακρύς ο δρόμος από την ιδέα μέχρι την ολοκλήρωση της τελικής εκδοχής. Υπάρχει πολύ γράψε / σβήσε. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ευτυχώς δεν ήταν έτσι. Αποτελεί αυτόνομη και αυτοτελή συνέχεια του μυθιστορήματός μου «Είναι κάπου αλλού η γιορτή». Όταν το είχε διαβάσει η σπουδαία ποιήτρια Χλόη Κουτσουμπέλη, με είχε ρωτήσει αν θα υπάρχει σίκουελ. Τότε είχα αρνηθεί, επειδή συνήθως οι συνέχειες είναι πάντα κατώτερης ποιότητας από την πρώτη ιστορία. Κι όμως… Μέσα μου ήδη υπήρχε το μικρόβιο και κάποια στιγμή εκδηλώθηκε. Αντιλήφθηκα πως θα μπορούσε να γίνει μια πολύ καλύτερη ιστορία, πιο συγκεντρωμένη, με πιο ξεκάθαρη και δυναμική πλοκή, χωρίς κάποιους από τους παλιούς ήρωες. Στο «Ρίο Γκράντε» η αφήγηση μας μεταφέρει είκοσι χρόνια μετά, όταν οι βασικοί χαρακτήρες θα έπρεπε ήδη να είχαν ωριμάσει για να αντιμετωπίσουν δυναμικά το πεπρωμένο τους. Κι όμως…

«…στις πιο ενδόμυχες σκέψεις μας έχουμε τη ροπή προς το πρόστυχο, κι ας μην το ομολογούμε» λέει μια ηρωίδα σας. Αλήθεια πως συλλαμβάνετε την έννοια του πρόστυχου; Τι αποτελεί για εσάς πρόστυχο;

Δύσκολη ερώτηση. Στις διαφορετικές ιστορικές εποχές έδιναν διαφορετική έννοια στον ορισμό του πρόστυχου. Θυμηθείτε τους μαρμάρινους φαλλούς και τις Ερμές στην Αρχαία Ελλάδα, κάτι που τότε ήταν εντελώς φυσιολογικό, μέχρι και θεάρεστο, ενώ σήμερα θα το θεωρούσαμε χυδαίο και σίγουρα βλάσφημο. Πάλι από τους αρχαίους θα μπορούσαμε να δανειστούμε την έννοια του «μέτρου», για να προσδιορίσουμε το πρόστυχο – δηλαδή το καθετί που ξεπερνάει το μέτρο, το σεμνό, το αποδεκτό. Ποιο όμως είναι το «μέτρο»; Με ποια κριτήρια και πώς το ορίζουμε; Το αποφασίζει ο καθένας για τον εαυτό του ή πρέπει να συμμορφωνόμαστε με τα κριτήρια που ορίζει κι επιβάλλει η κοινωνία, πολλές φορές κόντρα στις αντιλήψεις ή τις επιθυμίες μας; Ποιοι λογοτεχνικοί ήρωες είναι «πρόστυχοι» και για ποιον λόγο; Από τη λέξη «μέτρο» προέρχεται και ο όρος «μετριότητα», κάτι που μας ξινίζει, κι οπωσδήποτε ο ρόλος της Τέχνης είναι να ξεπερνάει το μέτριο, να προκαλεί, να εξάπτει το συναίσθημα, να διεγείρει τη φαντασία κι έτσι να βάζει μπρος τη σκέψη, τη συνείδηση και να αλλάζει ήθη και νοοτροπίες.

Μια χώρα για να προοδεύσει πρέπει να προσκαλέσει τους ταλαντούχους ανθρώπους από κάθε τομέα να προσφέρουν. Να δώσει χώρο και ευκαιρίες. Υπηρετώντας τη δημόσια υγεία για πολλά χρόνια και μάλιστα από σημαντικές θέσεις, πιστεύετε πως η χώρα μας επενδύει στο παραπάνω μοντέλο; Στην επαγγελματική σας διαδρομή τι ήταν αυτό που σας προβλημάτισε σε σχέση με την κρατική μέριμνα;

Πάντα ήμουν υπέρ της δημόσιας υγείας. Παρά τις πολλές αδυναμίες του συστήματος, εξακολουθώ να πιστεύω πως ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού – γιατροί, νοσηλευτές, παρασκευαστές εργάζονται με πραγματική αυταπάρνηση. Ναι, υπάρχουν οι σκάρτοι, οι τεμπέληδες, οι προκλητικοί εξυπνάκηδες, ακόμα και φακελάκηδες, που είναι σιχαμεροί και σου σπάνε τα νεύρα, μα οι περισσότεροι εργαζόμενοι προσπαθούν να είναι σωστοί. Μόνιμο πρόβλημα είναι η ανεπαρκής στελέχωση, ενώ αυξάνεται συνεχώς ο αριθμός των ασθενών και των απαιτούμενων ιατρικών πράξεων και εξετάσεων. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όταν ο κόσμος δεν είχε λεφτά για γιατρούς και όλοι απευθύνονταν στα δημόσια νοσοκομεία. Η δουλειά είχε σχεδόν τριπλασιαστεί. Δεν θα σχολιάσω καν πως δεν επαρκούν και δεν είναι πλέον κατάλληλοι οι χώροι σε πολλά νοσοκομεία. Οι εφημερίες παραμένουν εξοντωτικές. Όλοι τρέχουν να λύσουν τα προβλήματα υγείας τους στις εφημερίες και στους διαδρόμους γίνεται χαμός. Συνέχεια ακούς από άτομα που δεν πληρώνουν καν φόρους να απειλούν και να δηλώνουν: «Εγώ σε πληρώνω!» ή «Θα καλέσω τα κανάλια!» Η πανδημία ήταν η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία, όταν είδαμε να πεθαίνουν και συνάδελφοί μας. Ευτυχώς, αντέξαμε. Και ναι, χρειάζονται λεφτά και κατανόηση για τη δημόσια υγεία κι όχι ευχές και λανθασμένη έως εχθρική αντιμετώπιση του προσωπικού.

«Πόλεμος πάντων πατήρ» έλεγε ο μέγας Ηράκλειτος, που δεν εννοούσε τη μάχη στον πόλεμο, αλλά τη σύγκρουση των αντίθετων στοιχείων. Ποιες οι σκέψεις σας γι’ αυτή την ομολογουμένως συγκρουσιακή ανθρώπινη κοινωνία, έχοντας μάλιστα διανύσει δεκαετίες του 20ού και του 21ου αιώνα;

Μέσα από τις κάθε είδος συγκρούσεις γεννιέται η μεγάλη λογοτεχνία, και η Τέχνη γενικώς. Στις κοινωνίες που έχουν λύσει τα προβλήματά τους οι δημιουργοί στρέφονται προς τα προβλήματα στις σχέσεις ή προς την αναζήτηση του θείου.

Είστε ανοιχτός σε εξωτερικές παρεμβάσεις στην εργασία σας;

Ναι, γιατί όχι; Αρκεί να είναι εποικοδομητικές και να βρισκόμαστε στο ίδιο μήκος κύματος. Για παράδειγμα, τον τίτλο «Ρίο Γκράντε» μου τον πρότεινε η Άρτεμις Λόη από τις εκδόσεις Τόπος. Εκεί, για δικούς τους λόγους δεν μπορούσαν να εκδώσουν το βιβλίο, μου πρότεινε όμως αυτόν τον τίτλο που τον θεωρώ πιο «πιασάρικο» και την ευχαριστώ.

Ένας άνθρωπος σίγουρα δεν είναι μόνο το παρόν του, αλλά και όσα στο παρελθόν τον έχουν σημαδέψει. Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μαζί μας κάποιες από τις στιγμές της ζωής σας που έχουν ιδιαίτερο βάρος για εσάς;

Συνήθως, οι δύσκολες στιγμές και οι απώλειες είναι αυτές που σημαδεύουν τη ζωή μας, που μας κάνουν να ξανασκεφτούμε όλα όσα πράξαμε, μα και να αναθεωρήσουμε κάποιες λάθος εκτιμήσεις ή απόψεις μας. Ο καθένας από εμάς έχει τέτοιες στιγμές, που σε τελική ανάλυση μας προσφέρουν όχι μόνο πικρία και απόγνωση, μα και σοφία. Πάντα ελπίζουμε πως την επόμενη φορά δεν θα κάνουμε τα ίδια λάθη –κι όμως τα ξανακάνουμε– ίσως σε άλλο επίπεδο, ίσως όχι με τόσες οδυνηρές συνέπειες, μα σίγουρα η άβυσσος μας έλκει, μας υπνωτίζει. Μοιραία και συνειδητά επιλέγουμε να επαναλάβουμε το ίδιο λάθος, μια που αλλιώς δεν θα ήμασταν ο εαυτός μας.

«Ρίο Γκράντε», ένα βιβλίο που φτάνει να αγγίζει το πανί μιας καλοδουλεμένης ταινίας; Ένα κονσέρτο που οι ήρωες υπακούν στις επιταγές του μαέστρου τους; Πώς θα το παρουσιάζατε σε έναν επίδοξο αναγνώστη;

Για ποιον λόγο θα πρότεινα να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο; Μα, επειδή διαβάζεται απνευστί και δεν θέλεις να το αφήσεις από τα χέρια σου. Περιέχει όλα τα στοιχεία που γοητεύουν τον αναγνώστη, δηλαδή: γρήγορο ρυθμό, έντονη δράση, δυναμική, σχεδόν αστυνομική πλοκή. Είναι γραμμένο με χιούμορ και έχει ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Έχει πολύ σεξ, μα και μεγάλους, συναρπαστικούς έρωτες. Ταυτόχρονα, δίνει στον αναγνώστη το άλλοθι, μα και την αυτοπεποίθηση πως δεν διαβάζει κάτι φτηνιάρικο ή πρόστυχο, μα ένα σπουδαίο, λογοτεχνικό βιβλίο, με σοβαρά μηνύματα, όπως αυτά για τη σύγκρουση της προσωπικής μας ελευθερίας με το κατεστημένο, της ανεξαρτησίας μας με την ευθύνη που έχουμε προς τους ανθρώπους που αγαπάμε. Μιλάει για τους μοιραίους, απαγορευμένους έρωτες, για τις αρχές μας και τους συμβιβασμούς που υποχρεωνόμαστε να κάνουμε.

Υπάρχει κάποιος ήρωας του βιβλίου σας που αισθάνεστε πως ίσως να αδικήθηκε και να έχετε, πιθανόν, συγγραφικούς ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του;

Ναι, ο Νάσος, ο ταξιτζής –άνθρωπος της νύχτας και ιδιοκτήτης του χορευτικού κέντρου «Κοπακαμπάνα», που παινεύεται πως έχει πολεμήσει για την Ορθοδοξία– στη Βοσνία που επισκέπτεται συχνά το Άγιο Όρος. Μπαινοβγαίνει στα μυθιστορήματά μου πότε σαν γκεστ σταρ πότε σαν δεύτερος ρόλος. Νομίζω πως είναι καιρός να πρωταγωνιστήσει σε μυθιστόρημά μου.

Οι επικείμενες συγγραφικές περιπέτειες πόσο μακριά φαντάζουν;

Μακάρι να έχω την υγεία, το σθένος και τη διαύγεια για να συνεχίσω και τα επόμενα δέκα χρόνια.

Το βιβλίο «Ρίο Γκράντε» του Χρήστου Χαρτοματσίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο

0