“Ακόμα και τα βράδια που ζητούσα να τη φέρω στο μυαλό μου, την είχα ξεχάσει. Λίγο το πρόσωπο, λίγο τα χέρια. Από κει κρατιόταν η μνήμη και την ανάπλαθε. Φοβόμουν μήπως η πραγματικότητα δεν ήταν καλή. Σάμπως είδα τίποτα εκείνο το βράδυ των αρραβώνων; Την είχαν τυλίξει στο κατοχικό παλτό, της είχαν βάλει μαντήλι στο κεφάλι. Αλλά δεν το κρύβω ερχόταν στον ύπνο μου. Ερχόταν ένα πλάσμα που το είχαν διορθώσει τα όνειρα. Διορθώνουν τα όνειρα όταν δεν έχουν από που να πιαστούν”.

 

 

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Γιώργου Παπαδάκη “Ο Ταχυδρόμος”, εκδόσεις Εστία, ο ήρωας του βιβλίου αφηγείται ο ίδιος την ιστορία του. Μια ιστορία σε μία ορεινή κοινότητα της Κρήτης μεταπολεμικά, όπου τα πάθη και οι δοξασίες δεσπόζουν και καταβροχθίζουν κάθε προσπάθεια για αφύπνιση. Προξενιά, πλεκτάνες, ατελέσφορες αγάπες. Ένας έγγαμος βίος γεμάτος μυστικά και ψέματα και μια αγάπη που δεν της δόθηκε η ευκαιρία.

 

 

  1. Το τελευταίο σας βιβλίο έχει τίτλο «Ο ταχυδρόμος», ένας θεσμός που με την πάροδο των χρόνων απέκτησε μια διαφορετική σημασία. Ποια ήταν η αφόρμηση αυτού του μυθιστορήματος;

 

Όταν ήμουν μικρός και έβλεπα τους ταχυδρόμους στην Κρήτη, το επάγγελμά τους  με γέμιζε συγκίνηση. Είχαν τον ταχυδρομικό σάκο και το ποδήλατο. Έτσι έκαναν τη διανομή της αλληλογραφίας.  Η εικόνα τους απασχολούσε τα παιδικά μου μάτια και ήξερα με τι αγωνία τούς περίμεναν στα σπίτια. Ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να φέρουν χαμόγελα, αλλά και θρήνο στις οικογένειες. Οι κομιστές των ειδήσεων. Οι αγγελιαφόροι των λέξεων, των μακρινών χαιρετισμών. Όλοι τότε είχαν κάποιον στην οικογένεια που έλειπε μακριά. Η αναμονή των ταχυδρόμων ήταν μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Ο παππούς μου ήταν ταχυδρόμος, αλλά δεν τον πρόλαβα στις δύσκολες συνθήκες της δουλειάς, όταν έκανε τη διανομή με το άλογο. Τον πρόλαβα με το ποδήλατο και τη δερμάτινη, φουσκωμένη τσάντα, της οποίας η λαβή ήταν πάντα φθαρμένη από τη χρήση.

Μια μέρα άκουσα ανάμεσα στις συζητήσεις ότι ένας άλλος ταχυδρόμος είχε παντρευτεί με προξενιό μια δύστροπη γυναίκα και μάλιστα ότι είχαν αλλάξει το κορίτσι που του παρουσίασαν στον αρραβώνα: η νύφη που εμφανίστηκε στο γάμο ήταν άλλη! Αργότερα έμαθα ότι  αυτή η πλεκτάνη δεν ήταν καθόλου σπάνια στα παντρολογήματα της εποχής όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλα κράτη. Αυτό ήταν το ιστορικό έρεισμα στο οποίο βασίστηκε το βιβλίο. Σκέφτομαι ότι η είδηση εκείνου του στημένου προξενιού πρέπει να ήταν πολύ δυνατή στο παιδικό μυαλό μου, γιατί εγκαταστάθηκε στη μνήμη, με ακολούθησε παντού στη ζωή μου, την κουβάλησα στα φοιτητικά μου χρόνια τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, δεν αλλοιώθηκε, δεν υποχώρησε, δεν ξέφτισε από τις εμπειρίες που προστέθηκαν αργότερα.  Και όταν ήρθε η ώρα, άρχισε να απαιτεί να γίνει ιστορία.

Η αλήθεια είναι ότι αντιστάθηκα σ’ εκείνες τις φωνές που έρχονταν από το παρελθόν – μέχρι που ο ταχυδρόμος πήρε την πρωτοβουλία να πλαστεί στη μνήμη μου, χωρίς καμιά σημείωση. Με τάραζε αυτός ο άγνωστός μου άνθρωπος, που απέκτησε τη συνήθεια να μπαίνει πια απρόσκλητος στα όνειρά μου. Αυτονομήθηκε και συγκατοίκησε με τη νυχτερινή σιωπή μου. Με ανάγκασε να τον προσέξω, να τον καταγράψω και να του αφήσω χώρο να υπάρξει. Όλα τα άλλα έγιναν από τη φαντασία. Εμπήκε σε μια δράση, ακολούθησε την τελεολογία του δικού του πεπρωμένου, του έδωσα φωνή σε πρώτο πρόσωπο, ξέφυγε απ’ τα χέρια μου. Και μέσα σε τριάντα πυρωμένες μέρες ολοκλήρωσα την πρώτη γραφή. Το αστείο είναι ότι δεν με άφηνε να τον αλλάξω ούτε καν στις διορθώσεις που επέμεινα να γίνουν…

 

 

“Αν  ο νόστος  μικραίνει τα πράγματα είναι γιατί η μεστότητα του ώριμου βλέμματος καταργεί την υποτιθέμενη ευρυχωρία των αναμνήσεων της πρώτης ζωής”

 

 

  1. «Στο προξενιό και στο ταξίδι, ούτε λάδι ούτε ξίδι», λέει μια ελληνική παροιμία. Ο βασικός σας ήρωας παντρεύεται με προξενιό. Πιστεύετε πως ο όλος εμπαιγμός στη συγκεκριμένη ιστορία (του προξενιού) καθόρισε και το τραγικό φινάλε της;

 

Αυτό το υποπτεύεται ο ίδιος και το ομολογεί στον εαυτό του προς το τέλος της ιστορίας του. Η γυναίκα που του έφεραν για νύφη την ημέρα του γάμου κουβαλούσε, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, το στίγμα της διαταραχής στο οικογενειακό ιστορικό. Προφανώς αυτό το μυστικό έπαιξε σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις του, όταν η αρρώστια εκδηλώθηκε στο παιδί του. Η λογική πορεία των πραγμάτων θα ήταν να παντρευτεί την πρώτη του αγάπη, την Αθηνά. Αλλά τα ήθη της εποχής δεν του το επέτρεψαν. Ήταν και ο ίδιος άτολμος˙ δεν μπόρεσε να τη διεκδικήσει. Είναι θεμιτό να εικάσει κάποιος ότι αν είχε παντρευτεί την Αθηνά, η ιστορία του θα είχε άλλη τροπή και η ζωή του δεν θα είχε τέτοια κατάληξη.

 

 

 

 

  1. «…και τώρα καθώς μεγάλωσε, δεν ξέρω πού κοιτάζει, δεν ξέρω καν αν έχει βλέμμα». Ο χρόνος πόσο αλλάζει πιστεύετε το βλέμμα που θωρούμε τους άλλους;

 

Εδώ γίνεται λόγος για το βλέμμα του ηλικιωμένου πατέρα του. Με χαλασμένα μάτια, είχε χάσει την ευθύτητα του βλέμματος, όπως συμβαίνει πολλές φορές στους γέροντες. Χάνεται η καθαρότητα της θωριάς, ιδιαίτερα εκείνα τα χρόνια, που η ιατρική φροντίδα των ματιών δεν ήταν συνηθισμένη και δεν μπορούσε να γίνει στην επαρχία. Πέρα όμως από το σύμπτωμα αυτής της σωματικής παρακμής, πιστεύω ότι το βλέμμα της ψυχής μαθαίνει να «βλέπει» αλλιώς την πραγματικότητα με την ωριμότητα, γιατί η εμπειρία έχει εκπαιδεύσει το νου να κατανοεί περισσότερο.

Βλέπουμε, πράγματι, διαφορετικά τους άλλους όταν περάσουν τα χρόνια, ίσως με μεγαλύτερη υπόνοια, ίσως με περισσότερη προσοχή και πάντως στο πραγματικό τους διαμέτρημα, χωρίς την υπερβολή, τη σύγχυση, τον ενθουσιασμό της νιότης. Την αντινομία της πρότερης και της ύστερης ματιάς έχει δώσει με αξιοπρόσεκτο τρόπο ο Σεφέρης στον «Γυρισμό του ξενιτεμένου»: «Γυρεύω τον παλιό μου κήπο˙ /τα δέντρα μού έρχονται ως τη μέση/κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια/κι όμως σαν ήμουνα παιδί/έπαιζα πάνω στο χορτάρι/κάτω από τους μεγάλους ίσκιους//κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές/ώρα πολλή λαχανιασμένος». Αν  ο νόστος  μικραίνει τα πράγματα είναι γιατί η μεστότητα του ώριμου βλέμματος καταργεί την υποτιθέμενη ευρυχωρία των αναμνήσεων της πρώτης ζωής.

 

 

  1. Μια πολύ ωραία εικόνα δημιουργείται στο περιστατικό με τις κουρτίνες και την αλλαγή του φωτός. Πόσο σας απασχολεί η δημιουργία μιας τρόπον τινά, ποιητικής ατμόσφαιρας στο έργο σας;

 

Χαίρομαι που προσέξατε αυτή τη λεπτομέρεια. Γενικά το φως παίζει σημαντικό ρόλο στις υπώρειες της ιστορίας. Δεν ξέρω αν πρόκειται για ποιητική εικόνα ή για μια ανάγκη του ήρωα να έχει ξέφωτα στη ζωή του. Αυτή η αίσθηση του φωτός μέσα από τις μεταξωτές κουρτίνες είναι ένα κατάλοιπο της μνήμης που τον συνδέει με την ευτυχία του πατρικού σπιτιού, γιατί η μητέρα του είχε πάντα τέτοιες κουρτίνες στο σπίτι τους. Όταν η νύφη έβαλε τις υφαντές κουρτίνες στο καινούριο σπίτι, το φως δεν περνούσε στο χώρο με την ίδια ευκολία, δεν παιχνίδιζε πια πάνω στα πράγματα, έγινε πιο πυκνό, πιο σκούρο, άρχισε να ρίχνει σκιές.

Αυτό είναι μια προοικονομία των δυσκολιών που θα αντιμετώπιζε στον έγγαμο βίο του, μια συμβολική προαναγγελία των επερχόμενων δεινών. Πάντως η ποιητικότητα στο στήσιμο των σκηνών με απασχολεί πολύ. Η απλή περιγραφή, η ξηρή αναφορά, η πεζότητα στο μυθιστορηματικό σύμπαν, δεν μου ταιριάζουν. Επισημαίνω ότι η γραφή αυτού του βιβλίου στηρίζεται σε μια γλώσσα εντελώς απλή, χωρίς κορυφώσεις, αφτιασίδωτη, όπως έχουν πει πολλοί κριτικοί, γιατί μιλάει ο ήρωας σε πρώτο πρόσωπο, ένας απλός άνθρωπος της υπαίθρου, εγγράμματος βέβαια, αλλά χωρίς αξιώσεις στον περίτεχνο λόγο.

Ωστόσο, μέσα στην απλότητα μπορεί να υπάρξει ένας αέρας ποιητικής αναπαράστασης του κόσμου. Στις λεπτομέρειες και στην ατμόσφαιρα έγκειται η διαφορά – οι ιδιαίτερες λεπτομέρειες κάνουν συχνά τους χώρους κατοικήσιμους στα μυθιστορήματα, γιατί πείθουν πως δεν κατοικούνται από αερικά, αλλά από ανθρώπους με άποψη, τόσο κοντά στην αλήθεια. Εξάλλου η πραγματική ζωή είναι γεμάτη από ιδιαίτερες εικόνες, από χρώματα και αντανακλάσεις μέσα στο ρυθμό της διαδοχής των εποχών, από δάση που αλλάζουν χρώματα στις φυλλωσιές τους, θάλασσες ενωμένες με τον ουρανό και χρωματίζονται εξαίσια στο σβήσιμο του ήλιου, αρκεί το βλέμμα να μη φοβάται να αντικρίσει την ομορφιά.

 

 

  1. «Ερχόταν ένα πλάσμα που το είχαν διορθώσει τα όνειρα. Διορθώνουν τα όνειρα, όταν δεν έχουν από που να πιαστούν», εξαιρετικός στοχασμός. Γιατί πιστεύετε πως η συνείδηση, επιδρώντας στα όνειρα, δημιουργεί ή ακόμα και αναδημιουργεί την πραγματικότητα;

 

Τα όνειρα είναι ο προνομιακός χώρος του αδύνατου που γίνεται δυνατό, του ακατόρθωτου που γίνεται κατορθωτό. Η ζωή αρχίζει από τα όνειρα της εφηβείας για το αύριο. Στα όνειρα η φαντασία μηδενίζει τον κόσμο και τον ξαναφτιάχνει ολοκαίνουριο, όπως η ίδια θα ήθελε να είναι. Η ύλη χάνει τη βαρύτητά της, γίνεται μια αντί-ύλη που σκηνοθετεί τις απουσίες, τις κάνει πιο ελκυστικές, βυθισμένες μέσα σ’ αυτόν τον ίλιγγο του αδιανόητου κόσμου, πιο ψηλά από το χώμα, πιο πέρα από τον πόνο. Ίσως μάλιστα το χώμα να μην υπάρχει καθόλου στα όνειρα…

Ο πόθος της υπέρβασης της ύλης κυβερνά τις νύχτες των ανθρώπων. Η ύλη δεν δίνει χώρο στην αφαίρεση. Τα όνειρα όμως αφαιρούν τις σκιές του υπαρκτού και προχωρούν στη γεωμέτρηση του αθέατου. Αναρωτιέμαι μάλιστα μήπως ο άνθρωπος δεν έχει φτιαχτεί για τη γη, αλλά μόνο για τους αιθέρες… Και όταν θέλουμε να περιγράψουμε την ανυπέρβλητη ομορφιά, καταφεύγουμε πάντα στην εικονολογία των ονείρων. Η φράση του Παπαδιαμάντη από το «Όνειρο στο κύμα» έχει μείνει μνημειώδης: «Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…».

 

 

 

 

  1. Το εμβόλιμο περιστατικό με την Ελπινίκη είναι ίσως ένα μάθημα κοινωνικής ευθύνης. Γιατί, ειδικά σήμερα, εύκολα περιθωριοποιούμε ό,τι δεν συνάδει με τα κοινώς αποδεκτά μέτρα;

 

Η περιθωριοποίηση, δυστυχώς, είναι διαχρονικό χαρακτηριστικό των κοινωνιών. Περιθωριοποιούνται, πράγματι, τα άτομα που αποκλίνουν γιατί δεν αντιπροσωπεύουν τον κοινό κανόνα, δεν αποτελούν μέτρο σύγκρισης μιας «υγιούς» κοινωνίας. «Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω», διαπιστώνει ο ποιητής. Η κοινωνία αθόρυβα αποβάλλει προς την περιφέρεια των τειχών της εκείνα τα μέλη, των οποίων η εικόνα αμαυρώνει το σύνολο.

Στις πολύ παλιές εποχές αυτή η απόρριψη ήταν εντονότερη γιατί συνδεόταν με θρησκευτικές προκαταλήψεις: πίστευαν ότι οι «ελαττωματικοί» άνθρωποι, οι «σημαδεμένοι», ήταν η εκδήλωση της δυσαρέσκειας του Θεού για αμαρτίες των ίδιων ή των γονέων τους. Έτσι αυτοί οι άνθρωποι είχαν να αντιμετωπίσουν μια διπλή κατάρα, την κοινωνική απομόνωση και το στίγμα της ενοχής απέναντι στον Θεό. Γενικά οι παλιές κοινωνίες δεν είχαν αυτό που λέμε σήμερα «ανοχή» και καθόλου αποδοχή.

Ειδικότερα οι περιπτώσεις ψυχικής ανισορροπίας αποτελούσαν στόχους χλευασμού, ακόμα και δημόσιου διασυρμού: «ο τρελός του χωριού» είναι μια συνηθισμένη έκφραση στην Ελλάδα – και όχι μόνο. Αυτές οι διαταραγμένες περιπτώσεις ανθρώπων τολμούσαν να τα βάλουν με το σύστημα, να εναντιωθούν, να αμφισβητήσουν, να ανατρέψουν την εικόνα που τους επέβαλαν οι άλλοι να έχουν. Ήταν, κατά κάποιο τρόπο, επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη, αλλά γελοιοποιούσαν και τον καθωσπρεπισμό της κοινωνίας, δηλαδή αναδείκνυαν την υποκρισία της.

Η Ελπινίκη είναι ένας χαρακτήρας που τον δημιούργησα με πολλή αγάπη και δεν ήταν σπάνιος εκείνα τα χρόνια στις επαρχιακές κοινωνίες. Ο λόγος της ιδιότροπης ζωής της δεν ήταν αρχικά η ασχήμια της, αλλά ο κοινωνικός αποκλεισμός και η στοχοποίηση των σκωπτικών βλεμμάτων. Ζούσε έτσι όπως ζούσε, γιατί δεν την ήθελε κανείς. Η ίδια όμως διατήρησε τα υγιή στοιχεία μέσα της και έδινε πολύ προοδευτικές συμβουλές στον Αλέξη για την ανατροφή των παιδιών, με εξαιρετικά πρόδρομες ιδέες, οι οποίες σήμερα αποτελούν τη βάση της παιδαγωγικής.

 

 

  1. Η αλλαγή σκέψης στην ψυχοσύνθεση του ήρωα σας στο άκουσμα ότι θα γίνει γονιός κινητοποιεί άλλους μηχανισμούς. Αυτό το πέρασμα, πόσο αλλάζει τη ζωή ενός ανθρώπου;

 

Βρισκόμαστε στην Κρήτη και η ρίζα της γενιάς είναι το άπαν! Πέραν τούτου, ο Αλέξης υποκύπτει στον πειρασμό να εναρμονισθεί εσωτερικά με τα κοινωνικά στερεότυπα σκεπτόμενος ότι η άφιξη ενός παιδιού αφενός του δίνει τη βεβαιότητα της συνέχειας, αφετέρου του προσθέτει ευχάριστες ευθύνες, που δεν τις είχε πριν. Προσέχει πλέον όταν πηγαίνει με το ποδήλατο στα απόκρημνα βουνά, στις πλαγιές με τα χιόνια, στα δύσκολα περάσματα και σκέφτεται ότι οφείλει να είναι παρών όταν ο χρόνος θα τον εγγράψει στη μεγάλη συνέχεια, στη διαχρονία.

Στην Κρήτη το αίμα όταν δεν διακλαδωθεί στους απογόνους, παύει να έχει φωνή, παύει να έχει αντίλαλο στις γενιές και είναι στιγματισμένο επειδή δεν νικάει τον χρόνο, δεν τον υποτάσσει, δεν ανταποκρίνεται στο χρέος του ανθρώπου να διαστείλει τους αιώνες – και έτσι θεωρείται υποταγμένο στη θνητότητα. Άκληρο αίμα, ληγμένος πόθος. Το αίμα είναι ένα βέλος που τρυπά τους αιώνες και ταξιδεύει στο άπειρο τα χρώματα, τα μάτια, τα περιγράμματα, τις φωνές, τις φυσιογνωμίες της ράτσας, τους προγόνους!

Η λέξη «διαιώνιση» έχει εδώ κυριολεκτική σημασία γιατί νικά τον θάνατο, αντιστέκεται στη φθορά, αφθαρτοποιεί την ίδια την ύλη. Δεν υπάρχει στην Κρήτη αθανασία πέρα από την ύλη. Η μόνη μάχη που υπάρχει είναι αυτή που θα κλονίσει την ηγεμονία του θανάτου. Παλιά, πολύ παλιά συνήθεια. Αρχέγονη απορία του ανθρώπου, που δεν καταλαβαίνει τη σιωπή του τέλους και αντιστέκεται με πάθος στην ανυπαρξία. Γι αυτόν τον κρητικό λυγμό μιλώ, που έχει μάθει να μεταμορφώνεται σε περηφάνια μπροστά στο ρίγος του απείρου…

 

 

“Είναι περίπλοκο αυτό το παιχνίδι του εαυτού μας ως άλλου, της θέασης του εαυτού μας ως ετερότητας”

 

 

  1. Η φιγούρα της Αθηνάς, και στα σημεία που δεν υπάρχει, σκιάζει το κείμενο. Με ποιο τρόπο απελευθερώνει ή δεσμεύει τον Αλέξη;

 

Η Αθηνά είναι πράγματι ο μόνιμος καημός του Αλέξη, η πρώτη και παντοτινή του αγάπη, αλλά, όπως είπα και πιο πριν, οι νόμοι της εποχής δεν τον άφησαν να την παντρευτεί. Παραμένει μέσα του η εικόνα της, τη συγκρίνει άθελά του με τη γυναίκα του, ακόμα και στην εκφορά του λόγου. Η Αθηνά είχε ορθοφωνία γιατί ήταν δασκάλα, η γυναίκα του όχι. Ένα φως –  πάλι το φως –  την περιβάλλει  όταν την βλέπει αληθινά μπροστά του και όταν την αναπολεί. Ήταν συμμαθητές στο σχολείο, είχαν σχεδόν ανατραφεί μαζί, είχαν μιαν ανομολόγητη τρυφερότητα, που όταν κινδύνευε να γίνει έλξη σαρκική, σταματούσε. Μ’ αυτή τη νοσταλγία πορεύτηκε στη ζωή του, με την ανεκπλήρωτη αγάπη. Επήρε όρκο πως θα την ξεχάσει, δόθηκε απερίσπαστος στη συζυγική του ζωή, ήθελε να ελευθερωθεί από την εμμονή της εικόνας της που τον ταλαιπωρούσε, αλλά πάλι δεν γινόταν, έπασχε από την έλλειψή της.

Μόνο προς το τέλος, όταν τα πράγματα είχαν πάρει την άσχημη τροπή που ξέρουμε, άρχισε να κομματιάζει μέσα του το όραμά της γιατί τη θεωρούσε συνυπεύθυνη του δράματος που ζούσε. Πίστευε ότι αυτή έπρεπε να επιμείνει στην επισημοποίηση του αισθήματος. Τότε κι ο ίδιος θα γινόταν ίσως ικανός να τη διεκδικήσει. Στο τέλος λοιπόν της ζωής του προσπαθεί με κάθε τρόπο να τη βγάλει απ’ τη σκέψη του, να αποξενωθεί από το ίνδαλμά της και να προχωρήσει μοιραίος και άδειος στο λίγο διάστημα που έχει μπροστά του. Είναι όμως πολύ αργά. Η ευτυχία δεν του έκανε τη χάρη να τον συναντήσει. Και την ανάμνηση της ευτυχίας δεν την θέλει πια.

 

 

  1. «Μήπως και στο πατρικό μου σπίτι οι καθρέφτες δεν με είδαν να μεγαλώνω;», λέτε σε κάποιο σημείο. Ποιες αντανακλάσεις του «καθρέφτη» κουβαλάτε στη μνήμη σας;

 

Για την ακρίβεια, αυτό το λέει ο ήρωας, όχι εγώ! Ο ήρωας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο… Επιτρέψτε μου εδώ παρενθετικά να θυμηθώ τη φράση του Ρεμπώ «Εγώ είναι ένας άλλος» για να επισημάνω ότι το «εγώ» της γραφής μπορεί να είναι άλλο από το «εγώ» του γράφοντος, μακριά από την κοινωνική του σκευή ή τη συμπεριφορά που του επέβαλαν τα στερεότυπα. Τίθεται βέβαια το μεγάλο θέμα του υποκειμένου σε όλη αυτή την ιστορία τόσο στη γραφή όσο και στην κοινωνική σήμανση. Αυτό το θέμα έχει να κάνει και με τη θεωρία του καθρέφτη του Λακάν. Διορθώνουμε όντως τον εαυτό μας κοιτάζοντας το είδωλό μας στον καθρέφτη ως ετερότητα, ως ένας άλλος; Λαμβάνουμε τα σήματα των ατελειών μας από τους άλλους στην κοινωνία, ως να ήταν ο καθρέφτης του εαυτού μας; Βελτιωνόμαστε με  τη λήψη αυτών των σημάτων;

Φαίνεται πως κατά κανόνα αυτό συμβαίνει. Το είδωλό μας είναι ένας άλλος. Και ο Αλέξης κοιτάζεται στον καθρέφτη για να διαπιστώσει την επίδραση του χρόνου πάνω του, όπως κάνει και με τα βλέμματα των ανθρώπων που τον κοιτάζουν και εκφράζει την απορία πώς άραγε να τον βλέπουν οι άλλοι, πώς να αντιλαμβάνονται τα γαλάζια του μάτια – που ο ίδιος τα θεωρεί πολύ άχρωμα, πολύ ξεπλυμένα. Λαμβάνει υπόψη του την εικόνα που δέχονται οι άλλοι απ’ αυτόν και προσπαθεί να μη δημιουργήσει σχόλια η συμπεριφορά του, να μην ξεφύγει από τα εθιμικά και κοινωνικά προστάγματα. Οι αντανακλάσεις του εαυτού μας στους άλλους, η επίδραση των άλλων σ’ εμάς περνούν μέσα από το είδωλό μας, μέσα από την εικόνα μας, που γίνεται τότε ένας παράξενος άλλος, με τον οποίον πρέπει να συμφιλιωθούμε, να συμπράξουμε, να συνοδοιπορήσουμε, να αγαπηθούμε.

Είναι περίπλοκο αυτό το παιχνίδι του εαυτού μας ως άλλου, της θέασης του εαυτού μας ως ετερότητας. Είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να μας δούμε στον χώρο, να μας εντάξουμε στην κοινή ζωή,  να μας αναγνωρίσουμε ως δρώντα άτομα. Αλλά για να επανέλθουμε στον Αλέξη, έρχεται στιγμή που δυσκολεύεται να δει τον εαυτό του στον καθρέφτη, όταν γίνεται η αναπαράσταση στο σπίτι του. Δεν τον βλέπει να υπάρχει μαζί με τους άλλους, δεν εντοπίζει το είδωλό του, δεν έχει καμιά επαναφορά της εικόνας του. Λείπει από τον χώρο, όπου, εντούτοις, οι άλλοι υπάρχουν! Και όταν επιμείνει να διερευνά το κάτοπτρο, στο τέλος ανακαλύπτει την εικόνα του, αλλά αυτή η εικόνα δεν του είναι οικεία, δεν του θυμίζει τίποτα από τον περασμένο εαυτό του, δεν ανταποκρίνεται στο γνήσιο είδωλό του. Είναι ταλαιπωρημένος και ασπρομάλλης. Είναι αγνώριστος.

Στη συγκεκριμένη σκηνή η αναζήτηση του ειδώλου έχει υπαρξιακό χαρακτήρα. Το είδωλό μας έχει πρωτίστως υπαρξιακό προορισμό. Κυνηγούμε ένα είδωλο, την εικόνα μας, για να ενταχθούμε στο χρόνο και στο χώρο. Αυτό κάνει και ο Αλέξης: βλέπει την εικόνα του να κινείται στον χρόνο, παίρνει από το είδωλό του υπαρξιακές πληροφορίες, αναθέτει στον «άλλο» να τον οικειώσει με τη μεταβολή που ο χρόνος επιβάλλει στη μορφή του, ώσπου γίνεται τόσο γρήγορα αυτή η μεταβολή, που δεν υπάρχει πλέον τρόπος να ταυτοποιήσει τον εαυτό του με τον «άλλον». Ο καθρέφτης δεν μπορεί να προβάλει  ψεύτικα είδωλα. Ούτε ο χρόνος…

 

 

  1. Η μεσαιωνική τέχνη με τι χρώματα θα αναπαριστούσε τον ήρωα σας;

 

Στον (δυτικό) μεσαίωνα τα χρώματα εθεωρούντο ως αποκάλυψη του ίδιου του Θεού επειδή αναδεικνύονται από τη συμμετοχή τους στο φως, από την πρόσπτωση του φωτός. Από τον 12ο αιώνα κυρίως τα χρώματα παίρνουν τη θέση τους στην τέχνη με αφθονία, προκειμένου να φανερώσουν την ομορφιά της Δημιουργίας. Κάθε χρώμα είχε τη δική του συμβολική σημασία.

Η φυσιογνωμία του Αλέξη έχει χρώματα: γαλάζια μάτια, καστανόξανθα μαλλιά, ανοιχτό δέρμα. Από όλα τα χρώματα του μεσαίωνα πιστεύω ότι θα του ταίριαζε το πιο σπάνιο, το πιο ακριβό επίσης, το λάπις λάζουλι, γιατί έχει αυτή την ιδιαίτερη απόχρωση του μπλε, που δίνει βάθος στους ουρανούς και μια πυκνή νοσταλγία του απείρου. Ο ουρανός είναι συνυφασμένος με τον ταχυδρόμο στα υψόμετρα που ζούσε και το λάπις λάζουλι επίσης εισαγόταν στην Ευρώπη από τις μεγάλες οροσειρές του Αφγανιστάν, όπου το εξόρυσσαν. Γι αυτό ήταν τόσο ακριβό, περισσότερο και από τον χρυσό. Είναι ένα ορυκτό των υψομέτρων. Το είπαν και ουλτραμαρίν, γιατί το κοίτασμά του βρισκόταν πέρα από τις θάλασσες, σε μακρινούς τόπους. Τα ψηλά βουνά, η απεραντοσύνη του ουρανού και οι μακρινές θάλασσες είναι στοιχεία που υπάρχουν στο βιβλίο.

 

 

  1. Το κυριότερο μειονέκτημα, θεωρώ, του ήρωα σας ήταν ότι άφηνε τους άλλους να κατευθύνουν τη ζωή του. Τι επιδιώξατε, κυρίως, να αναδείξετε μέσα από το πρωταγωνιστή σας;

 

Λέτε ότι αυτό ήταν μειονέκτημα, και σέβομαι την άποψή σας. Σίγουρα, δεν ήταν καλό. Εάν μάλιστα δεν υπήρχε στον χαρακτήρα του τέτοια υποχωρητικότητα, η ζωή του θα ήταν εντελώς διαφορετική. Όμως, όταν χτίζεται ένας μυθιστορηματικός χαρακτήρας, πρωτεύοντα ρόλο έχει η δραματουργική του ύφανση. Εξηγούμαι: πέρα από το καλό ή το κακό, πέρα από το μειονέκτημα ή το πλεονέκτημα, πρέπει να υπάρχουν στοιχεία που να δικαιολογούν την πορεία μιας δράσης και να επιφυλάσσουν απρόοπτα ή ανατροπές. Αυτό συνέβη και στον ταχυδρόμο: η μεγάλη ανατροπή του τέλους. Αυτή προϋποθέτει τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα που του δόθηκε. Δεν πρέπει να αγνοούμε επίσης το ύφος της εποχής, τη δυσκολία των όρων που έθεταν τα έθιμα, τον περιορισμό των ηθών.

Αν πρέπει να κινηθούμε με όρους ηθοπλαστικούς, πιστεύω ότι κανένας μυθοπλαστικός ήρωας δεν πρέπει να είναι μόνο καλός ή μόνο κακός, μόνο τέλειος ή ατελής – εκτός βέβαια εξαιρετικών περιπτώσεων, που απαιτούνται από την πλοκή. Όπως στη ζωή υπάρχει μίξη αντίθετων στοιχείων στην ίδια προσωπικότητα, το ίδιο και στην τέχνη πρέπει να αποφεύγεται η μονομέρεια, η μονολιθικότητα των χαρακτήρων. Μόνον έτσι οι ήρωες αποκτούν εγγύτητα με την πραγματική ζωή. Με τούτη τη διαφορά: ότι οι ήρωες αυτοί υπόκεινται σε αυστηρή δραματουργική νομοτέλεια, αλλιώς ένα μυθιστόρημα θα ήταν προϊόν  της τύχης και της συγκυρίας…

Τώρα, τι επιδίωκα να αναδείξω; Νομίζω ότι φάνηκε από τις απαντήσεις στις εύστοχες ερωτήσεις σας. Εάν επεκταθώ σε πιο πλατιά ανάλυση, έχω την άποψη ότι θα καθοδηγήσω τους αναγνώστες ή θα τους προκαταλάβω. Οι συγγραφείς δεν πιστεύω ότι πρέπει να εξηγούν εξαντλητικά τα έργα τους. Το κείμενο κείται. Και είναι χρέος κάθε συνεπούς αναγνώστη να το προσλάβει με τον τρόπο που αυτός νομίζει, να το χειριστεί όπως θα μιλήσει στην ψυχή του…

 

 

  1. Ποια τα άμεσα συγγραφικά σας σχέδια;

 

Έχω μόλις ολοκληρώσει τις διορθώσεις ενός νέου μυθιστορήματος, αλλά αυτό είναι πιο μακράς πνοής από τον “Ταχυδρόμο”. Παρακολουθεί την πορεία δύο οικογενειών στην Κρήτη από το τέλος του 19ου αιώνα, από την τελευταία επανάσταση ενάντια στους Τούρκους, μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – και λίγο μετά. Λέω ότι είναι πιο μακράς πνοής, γιατί αναπτύσσεται σε περισσότερες σελίδες και χρησιμοποιεί πολλούς χαρακτήρες, ωστόσο η κύρια δράση στηρίζεται σε δύο εφήβους αυτών των συγγενικών οικογενειών, που ενηλικιώνονται μέσα στη μεγάλη ιστορία του τόπου τους. Θα μου επιτρέψετε να μην αποκαλύψω ακόμα τον τίτλο!

 

 

-Σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή αυτής της συνέντευξης.

-Κι εγώ σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για τις πολύ επιτυχημένες ερωτήσεις.

 

Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr

 

 

1