Ήταν το 2005, όταν ο Ηλίας Μαγκλίνης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, το αποσπασµατικό µυθιστόρηµα “Σώµα µε σώµα” κάνοντας την είσοδό του στην ελληνική λογοτεχνία. Ακολούθησε η νουβέλα “Η ανάκριση” (Κέδρος 2008, Μεταίχµιο 2020), που µεταφράστηκε στα αγγλικά και τα σερβικά ενώ µεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο το 2019 από τον σκηνοθέτη Παναγιώτη Πορτοκαλάκη, µε τους Πηνελόπη Τσιλίκα, Γιώργο Κέντρο και Θεµιστοκλή Πάνου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Η λογοτεχνική του συνέχεια ήρθε με το µυθιστόρηµα “Πρωινή γαλήνη” (Μεταίχµιο, 2015) για το οποίο τιµήθηκε µε το βραβείο Ουράνη της Ακαδηµίας Αθηνών, το Βραβείο Μυθιστορήµατος του διαδικτυακού βιβλιολογικού περιοδικού Ο Αναγνώστης και το Βραβείο Μυθιστορήµατος του λογοτεχνικού περιοδικού Η Κλεψύδρα. Το µη µυθοπλαστικό µυθιστόρηµα “Είµαι όσα έχω ξεχάσει. Μια αληθινή ιστορία” (Μεταίχµιο 2019) τιµήθηκε µε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήµατος και µε το Βραβείο Βιβλιοπωλών του Public.
“Το μόνο της ζωής τους ταξίδι”, που έδωσε την αφορμή για την παρακάτω συζήτηση, ακολουθεί την πορεία τού προγόνου του στη Μικρά Ασία και μέσα από τα σύγχρονα βιώματά του, ταξιδεύει νοητά τον αναγνώστη στην Ανατολή του 1919-1922.
-
Ποιο είναι το «Το μόνο της ζωής τους ταξίδι» και πώς γεννήθηκε η ιδέα της αποτύπωσής του στο χαρτί;
Είναι το ταξίδι που έκαναν περί τις 300.000 συνολικά άνδρες από το 1919 έως το 1922 στη Μικρά Ασία για την εκστρατεία. Η εκστρατεία είχε έναν χαρακτήρα τρελής, εξουθενωτικής περιπλάνησης: οι νεαροί αυτοί άνδρες, εικοσάρηδες, τριαντάρηδες, ακόμα και ορισμένοι σαραντάρηδες, περπάτησαν άπειρα χιλιόμετρα σε πάρα πολλά και διαφορετικά μέρη της Τουρκίας. Για τους περισσότερους από αυτούς, ήταν το μοναδικό ταξίδι της ζωής τους. Εκείνη την εποχή, αν δεν ήσουν πολύ εύπορος, ναυτικός ή μετανάστης, δεν ταξίδευες έξω από την Ελλάδα. Έφυγαν από τα χωριά τους, λοιπόν, πήγαν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, και γύρισαν ξανά στα χωριά τους – όσοι γύρισαν. Ο τίτλος παραπέμπει και στο γνωστό διήγημα του Βιζυηνού «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον». Σε αυτό, ο ετοιμοθάνατος παππούς καλεί τον εγγονό να του διηγηθεί τα ταξίδια που έκανε νέος προτού πεθάνει, για να αποδειχθεί στο τέλος ότι δεν είχε ταξιδέψει ποτέ και πουθενά παρά μόνον μέσα στη φαντασία του. Και βέβαια προετοιμάζεται για το «μόνον της ζωής του ταξείδιον»: στο Επέκεινα. Η ιδέα προήλθε από διάφορα πράγματα: μισές κουβέντες του πατέρα μου για τον δικό του πατέρα που συμμετείχε στην εκστρατεία ως απλός στρατιώτης, αταξίδευτος και αυτός όπως τόσοι άλλοι τότε. Η ιδέα προήλθε επίσης από τη μοναδική φωτογραφία του που βρέθηκε από τη Μικρά Ασία η οποία όμως δεν φέρει καμία ένδειξη. Ξεκίνησε ακόμα από το γεγονός ότι για τον άγνωστό μου αυτό παππού, που δολοφονήθηκε το 1944 στο πλαίσιο εμφυλιακών εκκαθαρίσεων (θέμα του βιβλίου μου «Είμαι όσα έχω ξεχάσει», 2019), κανένας μέσα στην οικογένεια δεν ήξερε κάποια λεπτομέρεια από τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Αποφάσισα να το σκαλίσω στα σαράντα μου.
-
«Σε όλη τη ζωή παιδευόμαστε από πράγματα που δεν είναι εκεί. Σκιές», γράφετε στις πρώτες σελίδες του βιβλίου σας με έναν τόνο εξομολογητικό· επίσης επικαλείστε, λίγο παρακάτω, μια γνωστή φράση του Παπαδιαμάντη «Ας με συγχωρήσωσιν αι σκιαί, διότι εμνημόνευσα όλα ταύτα». Πέρα από το μεταφυσικό «δέος», που συναισθάνομαι ότι σας διακατείχε κατά τη συγγραφή, απέναντι στα πρόσωπα και τον χρονικό τους ορίζοντα υπήρξε και κάτι άλλο που συνοδοιπορούσε σε αυτόν τον παιδεμό με τις σκιές;
Δεν ξέρω. Είναι όλα αυτά που αναφέρετε σίγουρα. Αποκεί και πέρα, στο βιβλίο απευθύνομαι στον πεθαμένο παππού που δεν γνώρισα ποτέ. Είναι εν πολλοίς γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο. Συνομιλώ με έναν νεκρό κατά κάποιο τρόπο. Έχω σαν συντροφιά μου ένα φάντασμα. Στην πραγματικότητα, επιδίδομαι σε έναν εσωτερικό μονόλογο φυσικά – που είναι ένα άλλο φάντασμα αυτό: ο βαθύτερος εαυτός. Μια σκοτεινή τρύπα. Δεν ψάχνω για απαντήσεις· προσπαθώ να θέσω ερωτήματα όμως.
Εμείς σήμερα ξέρουμε τι συνέβη· έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Οι άνθρωποι που έπαιρναν τις αποφάσεις τότε αγνοούσαν το μέλλον. Η διαφορά είναι τεράστια.
-
Λίγες σελίδες παρακάτω αναφέρετε πως σας ενδιαφέρουν ελάχιστα τα ταξίδια αναψυχής, πιο πολύ σας κεντρίζουν ταξίδια μιας πολύ ηδονικής αυτομαστίγωσης. Φράσεις που εγείρουν ερωτηματικά στο μυαλό του αναγνώστη και περιμένουν, ίσως, κάποιες απαντήσεις.
Δεν είμαι «φαν» των μετακινήσεων παρότι έχω ταξιδέψει. Η «ηδονική αυτομαστίγωση» εδώ παραπέμπει στο ταξίδι που έκανα στην Τουρκία, σε πόλεις και μέρη που σχετίζονται με την καταστροφική εκείνη εκστρατεία. Άρα με μια ήττα, μια συντριβή. Σε μέρη που κάποτε ήταν εχθρικά και που δυνάμει μπορεί να ξαναγίνουν εχθρικά αν στραβώσουν σοβαρά ξανά οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Νομίζω πως είχε κάτι μαζοχιστικό εκείνο το ταξίδι που έκανα. Αλλά είχε και κάτι τραβηχτικό, οι άνθρωποι ήταν φιλόξενοι, το φαγητό υπέροχο, τα τοπία σχεδόν εξωτικά. Δεν με ενδιέφερε καθόλου να ταξιδέψω στην Τουρκία έτσι γενικά και αόριστα. Μονάχα στο πλαίσιο της έρευνάς μου η οποία ήξερα πως κάποτε θα γινόταν βιβλίο χωρίς να ξέρω τι βιβλίο θα ήταν αυτό.
-
Αναλογιζόμενος την προπερσινή επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική περιπέτεια και με τη χρονική απόσταση ενός αιώνα βεβαίως, κι όχι των 30 χρόνων του συγγραφέα της Αστροφεγγιάς, τι σκέψεις κάνετε για τα γεγονότα που θα οδηγούνταν νομοτελειακά στην καταστροφή;
Δεν είμαι ιστορικός. Δεν κατέχω την εποπτεία και τη μεθοδολογία του ιστορικού. Αυτό δεν είναι το βιβλίο ενός ιστορικού λοιπόν. Στο βιβλίο απέφυγα πολύ σκόπιμα και συνειδητά να μην ασχοληθώ με τα μεγάλα και κρίσιμα ιστορικά ερωτήματα: καλά κάναμε που πήγαμε στη Σμύρνη το 1919; Τι μπορεί να είχε συμβεί αν δεν έχανε ο Βενιζέλος τις εκλογές το 1920; Μπορούσε να αποφευχθεί η καταστροφή το 1922; Ορθώς εκτελέστηκαν οι Έξι στο Γουδί; Ως συγγραφέα δεν με απασχόλησαν καθόλου αυτά τα ζητήματα στο βιβλίο. Το βιβλίο αφορά την εμπειρία του απλού, ανώνυμου στρατιώτη, το σφαγείο του πεδίου της μάχης, το μπρος και το πίσω μέσα στον χρόνο. Ίσως το μόνο από τα μεγάλα γεγονότα με το οποίο να καταπιάστηκα να ήταν η απόφαση για την εκστρατεία στην Άγκυρα το καλοκαίρι του 1921 που ήταν καταστροφική. Αλλά και εκεί προσεγγίζω το ζήτημα από την ανθρώπινη πλευρά: πόσο αβασάνιστα πήραν τη μοιραία απόφαση πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες να στείλουν στη σφαγή εκατό τόσες χιλιάδες νέων ανθρώπων. Πέρα από το βιβλίο, σε αυστηρά προσωπικό επίπεδο, έχω αλλάξει γνώμη πολλές φορές για την απόφαση να πάμε στη Σμύρνη το 1919. Σήμερα πια νομίζω ότι σε εκείνη τη δεδομένη συγκυρία, ο Βενιζέλος ή οποιοσδήποτε άλλος πρωθυπουργός δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς. Δεν θα πάψουν να μας βασανίζουν αυτά τα ερωτήματα διότι στο τέλος τους περιμένει πάντοτε η συντριβή. Εμείς σήμερα ξέρουμε τι συνέβη· έχουμε αυτή την πολυτέλεια. Οι άνθρωποι που έπαιρναν τις αποφάσεις τότε αγνοούσαν το μέλλον. Η διαφορά είναι τεράστια. Βεβαίως, ειδικά μέσα στο 1921, νομίζω πως ως χώρα, ως κοινωνία και ως κράτος, είχαμε πάρει διαζύγιο από την πραγματικότητα. Και το πληρώσαμε.
-
Σήμερα που ο μεγαλοϊδεατισμός εξακολουθεί να ταλανίζει έναν μικρό, ευτυχώς, αριθμό Ελλήνων, κυρίως εθνικιστών και οπαδών της θεωρίας του «Ανάδελφου» έθνους, τι αισθήματα σας γεννούν αυτές οι «πολιτικές» εκτροπές;
Η Ιστορία απάντησε από μόνη της: μετά το 1922-23, η Ελλάδα έπαψε διά παντός την όποια «μεγάλη ιδέα», καταστάλαξε στα σύνορα που είχε τότε και ασχολήθηκε με το εσωτερικό της: με τις μεταρρυθμίσεις, με την πρόοδο σε εσωτερικό επίπεδο. Η χώρα ήταν πολύ πίσω σε δομές θεμελιώδεις. Έπρεπε να εξελιχθεί. Ασχολήθηκε και με την άμυνά της φυσικά. Αλλά ως εκεί. Οποιαδήποτε μορφή «μεγάλης ιδέας» σήμερα είναι φενάκη, φρεναπάτη.
-
«Μπορεί να υπάρξουν καλύτερες εποχές, αλλά αυτή εδώ είναι η δική μας», έλεγε ο υπαρξιστής φιλόσοφος Σαρτρ. Η συνεχής σε απαιτήσεις καθημερινότητα τι πρωτίστως έχει υφαρπάξει ως ένα σημείο από τη ζωή σας;
Κοιτάξτε, η Ιστορία είναι συναρπαστική όταν τη διαβάζεις, όταν τη ζεις όμως μπορεί να είναι αφόρητη. Ρωτήστε τους Ουκρανούς επ’ αυτού. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η εποχή μας είναι πυκνή σε ταλαντώσεις και μεταλλάξεις. Το γνωστό κινέζικο κλισέ «Την κατάρα μου να έχεις να ζήσεις σε ενδιαφέρουσα εποχή» βρίσκει στη δική μας εποχή την επιβεβαίωσή του. Δυστυχώς.
Είμαστε πλάσματα εθισμένα στις ιστορίες
-
Η απώλεια, ο θάνατος, η αντεκδίκηση μέσα από τα ντοκουμέντα-μαρτυρίες που παραθέτετε αποκαλύπτουν μια άγρια πλευρά της ιστορίας, αλλά και του βιβλίου. Στη διάρθρωση του βιβλίου είχατε κάποιες ενστάσεις-ενδοιασμούς για το τι ακριβώς χωρά;
Πάντοτε όταν γράφεις ένα βιβλίο προσθέτεις-αφαιρείς, στο τέλος δε μονάχα αφαιρείς. Το ίδιο ίσχυε και εδώ. Κάνεις επιλογές όπως και στην καθαρή, τεχνικά μιλώντας, μυθοπλασία. Εκεί που έδωσα βάση ήταν στην αποτύπωση της αγριότητας. Αφού έγραψα το βιβλίο και είδα τις αντιδράσεις άγνωστων αναγνωστών, επιβεβαίωσα αυτό που πίστευα: όταν λες «1922», όλοι σκέφτονται την προκυμαία της Σμύρνης. Λογικό· το γεγονός από μόνο του είναι συντριπτικό και ως εικόνα και ως ιστορία της χώρας. Ωστόσο, αγνοούν τις συνθήκες, την κτηνωδία που προηγήθηκε, ειδικά από το 1921 και μετά.
-
Υπηρετείτε τη λογοτεχνία για πάνω από 15 χρόνια, έχοντας διανύσει μια επιτυχημένη πορεία. Τι ανακαλύψατε στα χρόνια αυτά και τι μεταβολές επισημαίνετε στους κόλπους της;
Δεν νιώθω να υπηρετώ κάτι, καλώς ή κακώς. Κάνω αυτό που έχω ανάγκη, αυτό που επιθυμώ. Όταν αυτό βρίσκει αποδέκτες, μου δίνει μια άγρια χαρά. Είναι μια δικαίωση. Ειδικά από τον απλό κόσμο. Πέρα από τα γνωστά τεχνολογικά, δεν βρίσκω να έχει αλλάξει κάτι δραστικά: οι άνθρωποι πάντοτε ήθελαν και πάντοτε θα θέλουν να διαβάζουν και/ή να γράφουν ιστορίες. Να γίνονται δημιουργοί ή/και αποδέκτες ιστοριών, ανεξαρτήτως μέσου και υλικού. Είμαστε πλάσματα εθισμένα στις ιστορίες. Ακόμα και όταν κοιμόμαστε, λέμε ιστορίες στον εαυτό μας, διότι τα όνειρα αυτό είναι στην ουσία. Αν κάτι έχει χαθεί, εξαιτίας της τεχνολογίας, αυτό είναι η συγκέντρωση. Για να διαβάσεις πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος. Η συνθήκη αυτή έχει δεχθεί σοβαρό πλήγμα και είναι πηγή μεγάλης σύγχυσης και αγωνίας για όλους μας.
-
Επανέρχομαι κάπως κυκλικά και στέκομαι επί τούτου σε φράσεις, όπου ευθαρσώς δηλώνετε αυτό που σε κάποια σημεία αποσιωπείτε, δηλαδή το αίσθημα ότι κυνηγάτε κάποιο φάντασμα. Σ’ αυτό το κυνήγι λοιπόν, με τις όποιες διαστάσεις του, τι κερδίσατε και τι απωλέσατε;
Δεν ξέρω αν τίθεται ζήτημα κέρδους και χασούρας. Σίγουρα όταν κυνηγάς τη σκιά σου, χάνεις τον χρόνο σου. Αλλά όπως έχει πει και κάποιος μεγάλος, οι αληθινοί κύριοι ασχολούνται μονάχα με χαμένες υποθέσεις. Δεν ξέρω αν είμαι «κύριος» (κάποιες φορές υπήρξα, άλλες όχι…), πάντως με γοητεύει να κυνηγάω αυτό που οι περισσότεροι θεωρούν «χαμένη υπόθεση».
-
Επειδή ο ήλιος, όπως λέει και ο Ηράκλειτος, κάθε μέρα είναι καινούργιος, τι προσδοκάτε στο εγγύς μέλλον;
Να είμαι εδώ· ζωντανός. Όρθιος και με καθαρό μυαλό. Να είναι καλά οι άνθρωποί μου. Αν πω «να σταματήσουν οι πόλεμοι», θα ακουστώ σαν υποψήφια σε καλλιστεία. Αλλά έχουμε έναν πολύ σοβαρό πόλεμο στην ευρύτερη γειτονιά μας. Και προσφυγική κρίση και κλιματική κρίση. Και η κοινοβουλευτική δημοκρατία κινδυνεύει. Όμως ο κόσμος παραμένει ένα αληθινά θαυμάσιο μέρος. Και η ζωή είναι μία και μοναδική. Δεύτερη φορά δεν έχει. Δεν υπάρχει πρόβα· αυτή είναι η παράσταση.
0