Γεννημένη στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, η Κατερίνα Μαλακατέ με σπουδές στη Φαρμακευτική στο ΕΚΠΑ κάνει την εμφάνισή της στην λογοτεχνία το 2012 ενώ την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί η νουβέλα της “Κανείς δεν θέλει να πεθάνει”. Ακολούθησε το μυθιστόρημα “Το σχέδιο” (2016) που ήταν υποψήφιο για το βραβείο πρωοεμφανιζόμενου λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα. Φέτος κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το νέο της μυθιστόρημα “Χωρίς Πρόσωπο”, που ήδη έχει αγγίξει τις καρδιές των αναγνωστών.
Με αφορμή τη νέα της κυκλοφορία έγινε η συνέντευξη που ακολουθεί.
- Ως ένα μυθιστόρημα-μελέτη των ανθρώπινων αντοχών, θα χαρακτήριζα το νέο σας βιβλίο “Χωρίς πρόσωπο” που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Πώς ξεκίνησε αυτή η νέα συγγραφική σας περιπέτεια;
Η περιπέτεια ξεκίνησε από την εμμονή μου με τις μεταμοσχεύσεις προσώπου. Έμαθα όσα μπορούσα για τη διαδικασία, μίλησα με μεταμοσχευθέντες. Κι έπειτα άρχισα να γράφω το βιβλίο σχεδόν σαν να μην μπορούσα να κάνω αλλιώς. Στην πορεία βέβαια όλα αυτά που με απασχολούσαν, η έννοια της ταυτότητας, ο πόνος και η ασθένεια, οι αλλαγές που έφερε το διαδίκτυο στη ζωή μας, πώς ωριμάζει κανείς, ποια η σχέση με τη μητέρα μας, με τους εραστές και τους φίλους μας, βρήκαν χώρο στο βιβλίο κι προέκυψε ένα πολύ προσωπικό κείμενο.
- Οι δυσκολίες που τυχόν ενέσκηψαν κατά τη συγγραφή σε ποια σημεία κυρίως επικεντρώνονται;
Οι δυσκολίες ήταν δύο ειδών. Οι πρώτες αφορούν τα πραγματολογικά στοιχεία, για τον τραυματισμό, την εγχείρηση, τα προσθετικά. Αυτό απαιτούσε έρευνα για να μείνεις πιστός στην αλήθεια, αλλά και προσοχή να αποφύγεις την παγίδα να μετατραπεί το μυθιστόρημα σε ιατρική μελέτη. Οι δεύτερες ήταν καθαρά λογοτεχνικές.Η κάθε φωνή στο μυθιστόρημα έπρεπε να είναι διακριτή. Ένα μεγάλο μέρος όσων ήθελα να πω, οι ήρωές μου μας το λένε κατά πρόσωπο, κάποτε μονολογώντας και κάποτε ως αφηγητές της ζωής τους. Τους αγάπησα τους ήρωές μου, καθένας τους έχει ένα κομμάτι από μένα.
- Στο βιβλίο σας καθρεφτίζεται η όλη αγωνία του Διονύση για την αποκατάσταση του προσώπου του που προσιδιάζει, αν μου επιτραπεί, στη φράση του Κοκτώ: «Για να εκφράσει την ψυχή του, ο άνθρωπος δεν έχει παρά μόνο το πρόσωπό του». Η ψυχή του ήρωά σας βρήκε εν τέλει τις εκφράσεις που αποζητούσε;
Βρήκε κάποια δυνατότητα έκφρασης, τουλάχιστον σε πρακτικό επίπεδο. Αλλά δεν αρκεί αυτό για να βρεις ποιος πραγματικά είσαι. Ο Διονύσης για πολύ καιρό απλά επιβίωνε, χωρίς να εξελίσσεται. Η ωρίμανση δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη.
- «Το να μαρκάρεις το πέρασμά σου από αυτή τη ζωή είναι για πολύ λίγους. Εμείς οι πολλοί μπορούμε απλώς να είμαστε καλοί άνθρωποι». Τι αντίκρισμα έχει αυτή η, κατά βάση, ορθή άποψη του Διονύση στη σημερινή εποχή;
Μας αφορά όλους. Η κοινωνία μας εξυμνεί το άτομο. Χωράμε σε αυτή ως μονάδες, είμαστε μοναδικοί, μα ελάχιστοι είναι αυτοί που η συμβολή τους θα είναι καθοριστική για το μέλλον της ανθρωπότητας. Η ηθική υπόσταση του καθενός, το να είμαστε «καλοί», σύμφωνα με το δικό μας αξιακό σύστημα, είναι το σπουδαιότερο προσωπικό επίτευγμα.
- Στο α΄ μισό ο Διονύσης μιλά για την αξία της γης, κάτι τόσο ξεπερασμένο στην κοσμοθεωρία της μάνας που απηχεί όμως και τη σύγχρονη αντίληψη. Επίσης μιλά και για ισοπεδωτική κατάληψη του νησιού από τους τουρίστες ειδικά τους θερινούς μήνες. Η βεβαιωμένη καταστροφή του πιο ζωτικού κομματιού της οικονομίας της χώρας, όπως είναι ο τουρισμός λόγω της πανδημίας, τι ανατροπές φέρνει αν σκεφτούμε τη συλλογιστική του Διονύση;
Δεν είμαι σίγουρη πως μπορεί ουσιαστικά να φέρει ανατροπές. Κατάγομαι από ένα νησί που ο τουρισμός έχει αλλάξει πλήρως τη φυσιογνωμία του. Όλοι οι συγγενείς μου δουλεύουν στον τουρισμό. Δεν πιστεύω πως θα ξαναγυρίσουν στη γη ή πώς θα αλλάξει η κοσμοθεωρία τους για τον τόπο. Αν και θα ήταν πραγματικά συνετό να διαφυλάξουμε την ομορφιά του τοπίου, τη μοναδικότητα της γης – έχω χρόνια να φάω εκείνη τη λευκή μελιτζάνα και το φοβερό άνυδρο ντοματάκι που έβγαινε στα χωράφια του παππού μου.
…τρόμαξα με τον σύγχρονο Καιάδα που στήνεται χωρίς καμία τύψη, «να πεθάνουν οι ευπαθείς κι οι ηλικιωμένοι για να ζήσουμε κανονικά». Και με τη σιγουριά πως όταν το λέμε αυτό, εμείς θα είμαστε με τους ζωντανούς-νικητές
- Ο ήρωάς σας χρωστά τις σιωπές του στον πατέρα του. Εσείς, ενδεχομένως, οφείλετε κάπου την εύνοια αυτών;
Κι εγώ στον πατέρα μου τις οφείλω. Ήταν ένας άνθρωπος που τον άγγιζε η ομορφιά, συγκινούνταν βαθιά από την τέχνη, τη μουσική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, το θέατρο. Ασκούνταν στη σιωπή και τη μοναξιά. Ήμουν μοναχοπαίδι, ήταν ευκολότερο.
- «Αν γυρίζει το φιλμ πίσω αυτή θα ήταν μια άλλη, οποιαδήποτε μέρα». Αισθανθήκατε κάποια στιγμή την επιθυμία να γύριζε το φιλμ κάποιας μέρας;
Δύο φορές πολύ έντονα. Τη μέρα που μου τηλεφώνησαν πως πέθανε ο πατέρας μου. Το ένιωθα ακόμα κι όσο ήμουν εκεί, στα γόνατα ουρλιάζοντας, με μια πετσέτα κουζίνας στα χέρια. Και τη μέρα που διαγνώστηκε με καρκίνο η ξαδέλφη μου. Όταν είπε στον γιατρό,«δεν θέλω να ακούσω, πάρε την Κατερίνα να τα πεις». Αυτά τα δύο τηλεφωνήματα θα ήθελα να μην έχουν γίνει ποτέ. Αν δεν υπήρχαν, θα ήταν καθεμιά από αυτές σαν μια άλλη οποιαδήποτε μέρα. Αλλά δεν ήταν.
- Θα σταθώ σε ένα μικρό απόσπασμα αναφορικά με τα θεία. Λέτε κάπου: «…ο καθένας αντιλαμβάνεται τη θρησκεία όπως θέλει σε αυτή τη χώρα, βάζει τα λόγια του στο στόμα του θείου». Τα λόγια αυτά ειπωμένα από μια επ’ ουδενί θρησκόληπτη γυναίκα, όπως η μητέρα του Διονύση, τι διαστάσεις αποκτούν;
Απηχούν από που νιώθω κι εγώ, που δεν είμαι θρησκευόμενη. Η πλειοψηφία των ανθρώπων στη χώρα μας είναι ένθεοι, κι ας μην ακολουθούν την Εκκλησία. Μοιάζουν κάποια από τα κηρύγματά της εξάλλου εντελώς αναχρονιστικά, εκτός τόπου και χρόνου∙για την παρθενία, τη μοιχεία, τη θέση της γυναίκας. Επειδή όμως οι περισσότεροι έχουν την ανάγκη να πιστέψουν σε ένα υπέρτατο ον, το κάνουν κατά το δοκούν. Ως άθεη δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω πως τείνουμε προς μια άθρησκη κοινωνία, όχι όμως χωρίς Θεό.
- Η αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της μητέρας βρίσκει λογοτεχνική δικαίωση, αν μου επιτραπεί η λέξη, στα τελευταία κεφάλαια. Με τι προσδοκίες πλάσατε αυτή τη λογοτεχνική περσόνα και κατά πόσο οριοθετήσατε εξαρχής τη μητρική της στάση στο βιβλίο;
Είμαι μητέρα και είμαι κόρη. Αυτά τα δύο όρισαν τον ρόλο της μητέρας του Διονύση μέσα στο βιβλίο. Τη νιώθω βαθιά την κυρία Κάλλια, τους φόβους και την αγάπη της, την προσκόλλησή της, πόσο εύκολο είναι να παρατείνεις την παιδική ηλικία των παιδιών σου, ειδικά αν σε έχουν ανάγκη κι ως ενήλικες. Από την άλλη πλευρά, καταλαβαίνω πόσο ασφυκτιά ένας μεγάλος άνθρωπος από αυτού του τύπου την αγάπη. Οι γονείς μας είναι πάντα γονείς μας, εμείς δεν μένουμε για πάντα παιδιά.
- Δίπλα στους ανθρώπους που υπερβαίνουν τα όρια (Διονύσης, Κάλλια, Μάνια, Μάικι) υπάρχουν και οι ισορροπιστές (Βασίλης, Κώστας, Ντέινα, Αλέκος). Η σκιώδης παρουσία τους πώς χαλιναγωγεί αυτή την υπέρβαση και δρομολογεί τις εξελίξεις;
Αυτά τα δύο άκρα του φάσματος της ανθρώπινης συμπεριφοράς πάντοτε έλκονται το ένα από το άλλο. Κι ο λόγος είναι προφανής, χωρίς τη δύναμη να υπερβείς τα όρια, να πας πέρα από τα εσκαμμένα μένεις στάσιμος. Όμως δίχως τους ανθρώπους-βράχους, αυτούς που θα είναι πάντα εκεί στα δύσκολα, η καθημερινότητα θα ήταν αφόρητη. Η ισορροπία είναι λεπτή, αλλά αν ο συνδυασμός πετύχει, όλα γίνονται ευκολότερα.
- «Όταν δεν έχεις πρόσωπο, μπορείς να έχεις προσωπικότητα»; Πώς απαντά το βιβλίο στην απορία της Μάνιας;
Δεν είμαι σίγουρη ότι απαντά ή αν υπάρχει απάντηση. Όλες οι αναπηρίες, ακόμα και το να μην έχεις πρόσωπο, γίνονται σιγά σιγά μέρος της προσωπικότητάς σου. Και έχουμε όλοι αναπηρίες, αν και όχι τόσο προφανείς και έντονες όσο του Διονύση.
- Ποιο είναι το πιο ακριβό δίδαγμα ή καλύτερα συμπέρασμα που επέφερε η μακρά περίοδος της πανδημίας;
Είμαι άνθρωπος δοτικός και πολύ εκφραστικός, τα συναισθήματά μου ξεχειλίζουν και μερικές φορές με πνίγουν. Στην αρχή, μπήκα στην πανδημία με αυτή τη φόρα. Σε προσωπικό επίπεδο έμαθα να μετρώ τα βήματα, να παίρνω την κάθε μέρα όπως έρχεται. Συλλογικά τρόμαξα με τον σύγχρονο Καιάδα που στήνεται χωρίς καμία τύψη, «να πεθάνουν οι ευπαθείς κι οι ηλικιωμένοι για να ζήσουμε κανονικά». Και με τη σιγουριά πως όταν το λέμε αυτό, εμείς θα είμαστε με τους ζωντανούς-νικητές.
- Αναπνέοντας μέσα από ένα ζωτικό κύτταρο όπως είναι το βιβλιοπωλείο, τι προσδοκάτε για τη νέα χρονιά, που οσονούπω ανατέλλει;
Προσδοκώ ανάσταση αναγνωστών, νέες εκδόσεις, τη χαρά της βιβλιοφιλικής παρέας που έχει άλλη διάσταση από κοντά, την αγαπημένη μοναξιά και συγκέντρωση του διαβάσματος, να μπορούμε να χαϊδεύουμε και να μυρίζουμε βιβλία ξανά (κι ας μην είναι απαλά, κι ας μην μυρίζουν πια τίποτα, ίσως λίγο μελάνι) και να αγκαλιάζουμε όσους πραγματικά θέλουμε.Προσδοκώ κι άλλα βιβλιοπωλεία στις γειτονιές να πουλούν κυρίως βιβλία. Και να ξανανταμώσουμε.
Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr
0