“Όσο μου μέλλεται ακόμα να ζήσω, τον καπιτάνο δεν πρόκειται να τον βγάλω ποτές απ’ το μυαλό, μήτε απ’ την καρδιά. Τι με είχε σαν παιδί δικό του κι εγώ αυτόν καλύτερο κι από πατέρα”.

 

Γεννημένος στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Κώστας Ακρίβος στην τριαντάχρονη λογοτεχνική του διαδρομή έχει αφήσει ένα σημαντικότατο στίγμα. Φιλόλογος, πεζογράφος, ανθολόγος αποτελεί με τα χρόνια μια διακριτή παρουσία στο χώρο των γραμμάτων.  Το τελευταίο του βιβλίο “Πότε διάβολος πότε άγγελος” (εκδόσεις Μεταίχμιο), όπου η προσωπικότητα του οπλαρχηγού Καραϊσκάκη  κατακλύζει τις σελίδες του βιβλίου φέρνει παράλληλα στην επιφάνεια  ένα χαρακτηριστικό του που μας διαφεύγει, την αθωότητα, όπως σημειώνει ο συγγραφέας στη συζήτησή μας που έγινε με αφορμή την κυκλοφορία αυτή, πιάνοντας έτσι, κατά κάποιο τρόπο,  το νήμα από την τελευταία μας συνάντηση, προ τριετίας, όπου αναφορικά με την αθωότητα δήλωνε πως: Αθώος δεν γίνεσαι, γεννιέσαι. Και βέβαια, μέρα με τη μέρα, η στάθμη της αθωότητας όλο και χαμηλώνει, γίνεσαι ένας συν-ένοχος της ζωής. Ίσως, λοιπόν, να ‘ναι κι αυτός ένας λόγος που η αθωότητα του καπιτάνου να προσπερνιέται στα χρόνια και να μην αποτελεί γνώρισμα της “πολυσχιδούς” προσωπικότητάς του. 

 

 

  1. Από το βραβευμένο Γάλα μαγνησίας και την επανακυκλοφορία της Ιστορίας ενός Οδοιπόρου μέχρι το νέο σας βιβλίο μεσολάβησε ένα χρονικό διάστημα που ασφαλώς το σφράγισε η περίοδος της πανδημίας του κορονοϊού. Τι έφερε σε σας αυτή η νέα συνθήκη;

Ό,τι λίγο πολύ σε όλους: αγωνία, φόβο, άγχος, συνειδητοποίηση πως το αύριο δεν είναι κάτι το αυτονόητο. Στα λίγα θετικά αυτής της περιόδου θα ήθελα να καταγράψω πως αυξήθηκαν οι ώρες της μοναχικότητας, άρα και οι ώρες εργασίας για τη συγγραφή.

  1. Το μυθιστόρημά σας “Πότε διάβολος πότε άγγελος” κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ποια τα κυρίαρχα συναισθήματα που σας κατακλύζουν μετά την 3 ½ χρόνων προετοιμασία;

Ήταν θαυμάσια η παρέα με τον “Γύφτο”! Πέρασα ώρες και ώρες “συνομιλώντας” μαζί του, μαθαίνοντας τα χούγια του, έγινα γιατρός του, τον άκουσα να βρίζει και να βωμολοχεί ενώ εμένα με έπιαναν τα γέλια, κατάλαβα πόσο σπάνιος και ξεχωριστός ήταν και σαν πολεμιστής και σαν άνθρωπος. Τώρα πια είναι μια χάρτινη φιγούρα που ποτέ δεν θα ξαναπιεί μαζί μου κρασί.

 

  1. Μαρτυρίες προφορικές και γραπτές, Ελλήνων και ξένων, συμπολεμιστών και αντιπάλων, ιατρών, περιηγητών και άλλων ανθρώπων που συναναστράφηκαν τον Καραϊσκάκη φωτογραφίζουν περιόδους της ζωής του και πτυχές της προσωπικότητάς του. Συγκριτικά με προηγούμενα βιβλία η έρευνα για το μυθιστόρημα αυτό μέσα από μια πάρα πολύ μεγάλη βιβλιογραφία, ποια στάδια πέρασε; Ποιο βήμα μέχρι την ολοκλήρωσή του αποδείχτηκε το πιο δύσκολο;

Την ίδια δυσκολία την είχα και όταν έγραφα ένα παλαιότερο μυθιστόρημα, το “Ποιος θυμάται τον Αλφόνς”: ποιο και πόσο από το υλικό που είχα συγκεντρωμένο στα χέρια μου θα έπρεπε να το αξιοποιήσω προς χάρη του βιβλίου. Πειρασμός μεγάλος να ενσωματώσεις όλα τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την έρευνά σου, ωστόσο κάτι τέτοιο είναι μεγάλη παγίδα, γιατί κάθε αφήγηση απαιτεί μόνο εκείνες τις λέξεις που θα την αναδείξουν ουσιαστικά και όχι θα την κοσμήσουν υπερβολικά.

  1. Η μη γραμμική γραφή του βιβλίου εξάπτει αδιαλείπτως την αναγνωστική διέγερση. Πώς οδηγηθήκατε στο συγκεκριμένο είδος λογοτεχνικής απόδοσης;

Είναι μια αφηγηματική τακτική που λίγο πολύ την εφαρμόζω σε όλες τις μυθιστορηματικές συνθέσεις μου. Ίσως επειδή είμαι της γνώμης πως το μυθιστόρημα καθρεφτίζει τη ζωή. Και όπως στη ζωή τίποτα δεν εξελίσσεται γραμμικά και ομαλά, έτσι θέλω να γίνεται και με το μυθιστόρημα.

  1. Στο βιβλίο σας η λογοτεχνία συναντά σε αρκετά σημεία τη γλώσσα της εποχής από διάφορους διαύλους επικοινωνίας, δημιουργώντας ένα ζηλευτό αποτέλεσμα. Δοκιμάσατε διαφορετικές μεθόδους απόδοσης της ατμόσφαιρας της εποχής ή είχατε προεξοφλήσει συγκεκριμένες γραμμές;

Για να λειτουργήσει σωστά ένα μυθιστόρημα, πρώτα απ’ όλα πρέπει οι χαρακτήρες του να είναι πειστικοί ως προς τη δράση τους και την εκφορά του λόγου τους. Δεν μπορεί, λόγου χάρη, να αναφέρεσαι στον μεσοπόλεμο και τα πρόσωπά του να μιλούν όπως μιλάει κάποιος σύγχρονος. Το ίδιο έγινε και με τους χαρακτήρες σ’ αυτό εδώ το μυθιστόρημα, ιδίως με τον Μήτρο Αγραφιώτη, ο οποίος κρατάει τα ηνία της πρωτοπρόσωπης διήγησης. Σμίλεψα τον λόγο του με τέτοιο τρόπο, αφού βέβαια προηγήθηκε έρευνα και μελέτη, ώστε να “ακούγεται” σαν ένας κοινός άνθρωπος της εποχής του 1821.

 

  1. «Στον Καραϊσκάκη συναντούσες σφιχτοδεμένες την παλικαριά με την αποκοτιά και την κοφτερή σκέψη με την πονηριά, όπως σε κανέναν άλλον άνθρωπο». Κατά πόσο αυτά τα λόγια του γιατρού Τζούλιους Μίλινγκεν σκιαγραφούν τη προσωπικότητα του μεγάλου οπλαρχηγού; Ποιο χαρακτηριστικό του, πιστεύετε, πως διαφεύγει από την κρατούσα άποψη γι’ αυτόν;

Η αθωότητα. Γι’ αυτό άλλωστε ένα κεφάλαιο του βιβλίου είναι δοσμένο στη ματιά του Βαυαρού ζωγράφου Καρλ Κρατσάιζεν που, την ώρα που σκιτσάρει το πορτρέτο του Καραϊσκάκη, αναρωτιέται για τον ψυχισμό του ήρωα και καταλήγει στη λύση του αινίγματος: “ο καπετάνιος είναι ωραίος, γιατί είναι αθώος”.

  1. «…κι ο Καραΐσκος παίρνει το νιο, τον κάνει κεμερτζή του». Αυτό σίγουρα αποτελεί ύψιστη τιμή για έναν νεαρό πολεμιστή. Ποιο ήταν το πρωταρχικό σας μέλημα σε αυτή τη σχέση του καπιτάνου με τον ταμία του;

Ότι ο Καραϊσκάκης έκανε κεμερτζή, δηλαδή ταμία, τον Μήτρο Αγραφιώτη αυτό είναι μια αναντίρρητη ιστορική αλήθεια. Επειδή όμως ο 18χρονος Μήτρος αγνοεί τους βαθύτερους λόγους αυτής της επιλογής του καπετάνιου, φανταζόμαστε, ο αναγνώστης δηλαδή, την απορία και συγχρόνως τον θαυμασμό του. Ίσως πάνω σ’ αυτή την παράξενη συνθήκη να χτίζεται και το υπόσκαφο μυστήριο που διατρέχει όλο το βιβλίο.

  1. Η εκάστοτε εποχή και οι κοινωνικές συνθήκες τι είδους αλλοιώσεις έχουν επιφέρει στις βασικές αρετές της εποχής της επανάστασης;

Πολύ πιθανόν μια ποικιλία στις μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται το αίσθημα της γενναιότητας, το βασικότερο δηλαδή συστατικό για τον δρόμο προς την ελευθερία.

  1. Η λογοτεχνία δεν απαντά σε άλυτα ερωτήματα, δεν είναι αυτός ο σκοπός της. Για τη ζωή του ήρωα τέτοια ερωτήματα είναι πολλά. Ποια βεβαιότητα εισπράξατε μετά το πέρας αυτού του βιβλίου;

Αυτό που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός: “Δεν το ΄λπιζα να ΄ν΄ η ζωή μέγα καλό και πρώτο!”

 

  1. Σε προηγούμενή μας συζήτηση μου είχατε εξομολογηθεί πως δεν υπάρχει πιο τραγικό από το να διδάσκεις στην τάξη τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου και ένας μαθητής να ζωγραφίζει κρυφά όσο και επιδεικτικά στο θρανίο τη σβάστικα. Εδώ και κάποιους μήνες η καταδίκη της Χρυσής Αυγής αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη κερδισμένη μάχη της δημοκρατίας των τελευταίων χρόνων. Οι καθημερινοί, έστω μικροί, φασισμοί όμως υποβόσκουν γύρω μας. Ποιο πιστεύετε πως είναι το καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη απέναντι σε τέτοια δείγματα;

Να διατηρήσει την πολιτική του ακεραιότητα, να μην επαναπαύεται με τις προσωρινές «νίκες», να αυξήσει το αίσθημα της αλληλεγγύης, να επαυξήσει την ταπεινοφροσύνη, να… να…

  1. Το 2020 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και έτος της εσωστρέφειας. Τι προσδοκάτε να έχει κερδηθεί μέχρι το τέλος αυτής της χρονιάς;

Η επανανακάλυψη του εαυτού μας. Πάει να πει, να σκεφτόμαστε και να πράττουμε σαν άνθρωποι και όχι σαν καταναλωτικές μονάδες. Και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η ενεργοποίηση της οικολογικής μας συνείδησης, καθώς το περιβάλλον πρέπει να αποτελεί μια από τις πρώτες και πιο επιτακτικές προτεραιότητες της εποχής μας.

 

 

1