Η Λένια Ζαφειροπούλου είναι λυρική τραγουδίστρια, ποιήτρια και μεταφράστρια. Γεννημένη στην Αθήνα το 1979 σπουδάζει τραγούδι, πιάνο και Lied στη Musikhochschule της Στουτγάρδης και όπερα στο Opera Course του Guildhal School of Music and Drama και στο National Opera Studio του Λονδίνου. Έχει κερδίσει υποτροφίες των ιδρυμάτων Μαρία Κάλλας και Αλέξανδρος Ωνάσης, καθώς και του Royal Opera House Covent Garden. Το 2009 κερδίζει το βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών για νέους καλλιτέχνες. Εμφανίζεται με ορχήστρες και σχήματα μουσικής δωματίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Για το πρώτο της ποιητικό βιβλίο “Patternoster Square” (Πόλις, 2012), τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού “Αναγνώστης” και ήταν επίσης στη βραχεία λίστα των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας για το 2012. Η τελευταία της ποιητική σύνθεση με τίτλο “Αίθουσα των χαμένων βημάτων” κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τις εκδόσεις Πόλις.

 

– Σας καλωσορίζω κα Ζαφειροπούλου στο The Book.Gr.

– Καλώς σας βρήκα, σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση.

 

Πως ξεκίνησε το «μοιραίο σας συναπάντημα» με την Αίθουσα των χαμένων βημάτων;

Η Αίθουσα είναι ένα έργο που διαμορφώθηκε σιγά-σιγά μέσα στα τρία τελευταία χρόνια: ένα μείγμα μόνιμων μοτίβων που απασχολούν τη σκέψη μου και επιρροών που με βρήκαν τυχαία. Αν βέβαια υπάρχει κάτι όντως τυχαίο, μια που μάλλον μας συναντούν τα θέματα και οι μορφές που αναζητούμε ή χρειαζόμαστε. Το πιο παλιό κείμενο μέσα στην Αίθουσα είναι αυτό για τον ταχυδρόμο που γράφει στο γραμματοκιβώτιό μου τρεις δυσοίωνες ακατάληπτες λέξεις. Από το πρώτο μου βιβλίο δουλεύω συχνά πάνω σ’ αυτή την καφκική ιδέα: πώς η κρατική εξουσία, ένας ηθικός νόμος που μας διαφεύγει  ή ακόμα και ένας απλός κανονισμός που αγνοούμε μπορεί να φέρει στη ζωή μας μια αιφνίδια, απρόσωπη καταστροφή που θα ‘χει την αδιαφορία των φυσικών φαινομένων. Με ενδιαφέρει αυτό το ζήτημα που από την πρώτη μέρα της συμμετοχής μας στην οργανωμένη κοινωνία επικρέμαται πάνω μας και διατρέχει τα όνειρά μας, με ενδιαφέρει και με συμφέρει καλλιτεχνικά γιατί αισθάνομαι πως προσφέρεται για ένα μεγάλο εκφραστικό φάσμα, από την τραγωδία και το δράμα, περνώντας μέσα από το παράλογο και το σουρεαλιστικό μέχρι το κωμικό και το γελοίο. Έτσι λοιπόν άρχισε ετούτο το βιβλίο.

Ύστερα χάρη σε ταυτόχρονα “μοιραία συναπαντήματα”, άρχισα να μελετώ τον λεγόμενο αργυρό αιώνα της ρωσικής ποίησης, τους ποιητές που γεννήθηκαν στην αυγή του 20ού αιώνα: τον Μπορίς Παστερνάκ, τον Όσιπ Μαντελστάμ, την Άννα Αχμάτοβα, τον Νικολάι Γκουμιλιώφ. Σε όλες τις εποχές και τα πολιτικά συστήματα έχουν υπάρξει καλλιτέχνες που συγκρούστηκαν με την ανελευθερία, η ζωή και η πορεία αυτής της γενιάς έχει μια ιδιαιτερότητα: είναι χρονικά οι τελευταίοι δυτικοί καλλιτέχνες που αιωρούνται στη σφαίρα του μύθου και του ηρωισμού. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι όταν η Σοβιετική Ένωση θέλησε να αποκαταστήσει την μνήμη του Όσιπ Μαντελστάμ, διάλεξε να δώσει το όνομά του σε έναν νεοανακαλυφθέντα ελάσσονα πλανήτη. Η μοίρα αυτών των ανθρώπων είναι μια υπερβολή. Κι εγώ έχω με τις υπερβολές μια οικειότητα. Όπως ξέρετε είμαι παιδί της όπερας. Η Αίθουσα των Χαμένων Βημάτων δεν περιγράφει τους σοβιετικούς διωγμούς του ’30 ούτε τους ποιητές: χρησιμοποιεί τις μορφές τους ως αρχέτυπα. Περίπου όπως χρησιμοποιεί τα ιστορικά πρόσωπα του 16ου αιώνα ο Verdi στον Dοn Carlos του.

 

 «Δυο αρνήσεις κάνουν μια κατάφαση», λέτε κάπου. Ποιες αρνήσεις δημιούργησαν την τελευταία σας ποιητική σύνθεση;

Η τέχνη χτίζεται πολύ συχνά πάνω στις αρνήσεις της ζωής. Αισθάνομαι ότι η τέχνη δεν δουλεύει με τις αρνήσεις για να τις άρει, αλλά δημιουργεί την τελική της κατάφαση προς τη ζωή καταδεικνύοντας ή θυμίζοντας την κοινή ανθρώπινη μοίρα• το ότι είμαστε μικροσκοπικά αν και συγκλονιστικά επεισόδια της πορείας του κόσμου. Η τέχνη σε υψώνει σε ένα θεωρείο απ’ όπου κι ο εαυτός σου και οι άλλοι φαίνονται σαν θεατρική πράξη. Αυτό σε κάνει να βγαίνεις έστω στιγμιαία από τις περικοκλάδες του εαυτού σου και να βλέπεις τον ορίζοντα γεμάτο από πλήθη άλλων ομοίων σου ανθρώπων. Αυτό είναι μια κατάφαση άξια λόγου.

 

«Στο εξής ο ποιητής θα ‘ναι δρομέας σε στάδιο». Ο αγώνας του ποιητή σε ποιες ατραπούς πιάνεται την τελευταία, τουλάχιστον, 20ετία;

Όποιος τυπώνει σήμερα κείμενα σε χαρτί, πρέπει να έχει υπόψη του τη νέα και πρωτοφανή πραγματικότητα: τον ανεξάντλητο όγκο γραπτού λόγου που είναι προσβάσιμος με ένα πάτημα κουμπιού και βρίσκεται ανά πάσαν στιγμήν στην τσέπη μου, στην οθόνη του smartphone μου.

Το ποίημα είναι σήμερα κάτοικος μιας αχανούς μεγαλούπολης. Συνωστίζεται ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες επιλογές για τον αναγνώστη. Θα του είναι στο εξής πιο δύσκολο να κερδίσει την προσοχή και την προσήλωση, όπως είναι δύσκολο σε όλους μας να προσηλώσουμε τις σκέψεις μας και να εμμείνουμε σε κάτι. Επίσης πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι όσοι μας διαβάζουν σήμερα είναι περισσότερες ώρες της ημέρας θεατές παρά αναγνώστες. Αυτό σημαίνει ότι έχουν συνηθίσει σ’ ένα πιο έτοιμο προϊόν απ’ ότι είναι ο γραπτός λόγος και μάλιστα το ποίημα που δίνει στο χέρι μας εργαλεία και μας λέει “do it yourself”. Οι μορφές τέχνης έρχονται και παρέρχονται μέσα στην ιστορία. Μπορεί κάποια μέρα να γίνουμε τόσο οπτικοκεντρικοί, κυριολεκτικοί και βιαστικοί που να μην χρειαζόμαστε πια την ποίηση.

…καλλιτέχνης γίνεσαι όταν δεν σου αρκεί η πραγματικότητα ή όταν πλήττεις με τον έναν και μοναδικό εαυτό σου. Η προσπάθεια όμως να πολλαπλασιαστείς, να αλλοιωθείς ή να καταπιείς διάφορες άλλες ταυτότητες και συνθήκες είναι ψυχοφθόρα όσο και συναρπαστική: επειδή η τελειότητα του στόχου είναι ανέφικτη.

 

Σε κάποιο σημείο κάνετε λόγο για το φόνο του αναγνώστη. Τι σκοτώνει το σύγχρονο αναγνώστη; Θα ήθελα την τοποθέτηση σας.

Αυτό το ποίημα είναι αυτοειρωνικό. Όταν ο ποιητής λέει βαλθεί  να σκοτώσει τον αναγνώστη, ψάχνει, ψάχνει και δεν βρίσκει στις αποσκευές του κανένα όπλο κατάλληλο για αληθινό φόνο. Ο καλλιτέχνης μόνο τον εαυτό του μπορεί να σκοτώσει. Αν κρίνω από τον εαυτό μου, καλλιτέχνης γίνεσαι όταν δεν σου αρκεί η πραγματικότητα ή όταν πλήττεις με τον έναν και μοναδικό εαυτό σου. Η προσπάθεια όμως να πολλαπλασιαστείς, να αλλοιωθείς ή να καταπιείς διάφορες άλλες ταυτότητες και συνθήκες είναι ψυχοφθόρα όσο και συναρπαστική: επειδή η τελειότητα του στόχου είναι ανέφικτη.

Πολλά και υπερβολικά έχουν λεχθεί για τον αυτοκαταστρεφόμενο καλλιτέχνη. Νομίζω ότι η τέχνη μπορεί να φθείρει τον δημιουργό γιατί απαιτεί ένα είδος εγκεφαλικού διχασμού: χρειάζεται σεμνότητα και μαζί ξέφρενη φιλοδοξία, περίσκεψη αλλά και ορμή, την υπακοή του μαθητευόμενου και το θράσος του αιρετικού. Τη σωστή δοσολογία τη χάνεις δυστυχώς διαρκώς καθ’ οδόν και καλείσαι να την ανακτήσεις.

«Η αυτοκυριαρχία και η πειθαρχία που θα ζητούνται σε τεράστιες ποσότητες θα ανεβοκατεβαίνουν πολυάσχολες σε ένα κόκκινο ασανσέρ». Αυτό το δίστιχο συμπυκνώνει, νομίζω, τη καθημερινότητά μας. Πώς βλέπετε το σύγχρονο τρόπο ζωής;

Όλες οι εποχές και οι πολιτισμοί επέβαλαν κάποιου είδους τυραννία πάνω στους ανθρώπους τους. Είμαστε σίγουρα μια από τις πιο ελεύθερες εποχές της ιστορίας. Δεν είμαστε όμως εντελώς απαλλαγμένοι από απαγορεύσεις και όρια στη σκέψη μας. Οι τύραννοί μας σήμερα είναι θεωρώ οι ίδιοι οι νόμοι της αυτοπραγμάτωσης. Η πανταχού απαιτούμενη ταχύτητα, μαχητικότητα, ευελιξία και αποτελεσματικότητα. Το ότι ανά πάσαν στιγμήν ζητείται νεανική και σέξυ εμφάνιση, αέναη όρεξη και ορμή για νέες κατακτήσεις και μια έξυπνη ατάκα έτοιμη στα χείλη. Τον ηθικό έλεγχο και τον εκφοβισμό που ασκούσαν παλιά οι θρησκείες και τα ιερατεία τους, ασκούμε πλέον ο ένας στον άλλον. Τη θέση του αλλοτινού ανεδαφικού ηθικού ιδεώδους έχει πάρει ένα εξίσου ανεδαφικό ψυχοκοινωνικό ιδεώδες: ένας άνθρωπος που θα ισορροπεί και θα διαπρέπει σε όλα τα πεδία, από την σεξουαλική ζωή ως την επαγγελματική σταδιοδρομία, περνώντας μέσα από την υγιεινή διαβίωση, την ανεπτυγμένη κοινωνική ζωή, την ψυχική ευεξία, την συναισθηματική ανεξαρτησία, το σθένος και ό,τι άλλο θέλετε.

 

Η σύνθεση σας συστέλλει και διαστέλλει το χρόνο. Κάτω από ποιες επιταγές  όμως γινόμαστε «σφετεριστές» του χρόνου;

Νομίζω κάθε καλλιτέχνης θα ευχόταν να πετύχει με το έργο του ένα είδος χρονικού αεροστεγούς θαλάμου όπου ο αναγνώστης ή ο θεατής θα χάνει έστω για λίγο τη σχέση με το ρολόι του. Οι καλλιτέχνες είμαστε σφετεριστές του χρόνου. Το να αρπάξεις έστω πρόσκαιρα το σκήπτρο του χρόνου από το κοινό και να μη στο ζητήσουν πίσω, είναι μεγάλος θρίαμβος.

Η ποιητική παράδοση των Αχμάτοβα, Μαντελστάμ, εν προκειμένω, που κυριαρχούν  στους στίχους σας, πως λειτουργεί στον ποιητικό σας καμβά;

Οι ποιητές αυτοί δεν είχαν μόνο σημαντικότατο έργο αλλά και θυελλώδη δημόσια παρουσία. Κάποια στιγμή μού έγιναν έμμονη ιδέα. Επειδή όμως η ποίηση είναι το τελευταίο πεδίο που κατακτάς σε μια ξένη γλώσσα και επειδή τα ρωσικά μου πριν δυο χρόνια ήταν ακόμη πολύ φρέσκα, ζούσα με αυτή την εμμονή για κάποιους μήνες σ’ ένα είδος ποιητικού νέφους. Το ποίημα 17 του βιβλίου είναι διάσπαρτο με παραφράσεις στίχων του Όσιπ Μαντελστάμ. Το έγραψα πάνω σε σημειώσεις που κράτησα ή μάλλον προσπάθησα να κρατήσω, ακούγοντας ένα καταιγιστικά γρήγορο ρωσόφωνο ντοκυμαντέρ για τη ζωή του Μαντελστάμ. Μετά βίας προλάβαινα να σημειώσω ό,τι πλημμελώς καταλάβαινα. Όταν τελείωσα δεν  ήξερα πια τι ήταν αφήγηση και τι πρωτότυπος στίχος του ποιητή. Η ίδια η ατελής μου κατανόηση μου παρείχε έτοιμη την ελλειπτικότητα του ποιήματος.

Περνώντας σε μια συναφή πλευρά σας, ποιο είναι το πρώτο σας μέλημα κατά τη μετάφραση ενός ποιήματος;

Πρώτο μου μέλημα είναι η πιστότητα και στο νόημα και στο ύφος του πρωτοτύπου. Η πιστότητα είναι βέβαια ένας ιδεώδης στόχος. Τον στόχο τον προσεγγίζω περπατώντας στα μονοπάτια της δικής μου γλώσσας, με οικολογική συνείδηση: προσέχοντας να μην οδεύω προς τον στόχο χρησιμοποιώντας τρακτέρ ή τανκς και ισοπεδώνοντας το τοπίο της δικής μου γλώσσας. Και όταν οι γκρεμοί ή οι θάλασσες της γλώσσας μου βρεθούν ανάμεσα σε μένα και στον στόχο μου, αναπόφευκτα θα χάσω κάτι μέσα τους. Είναι μέρος του ταξιδιού της μετάφρασης.

Ποιητές που δεν τους ενδιαφέρει η μουσική είναι  (ή γίνονται)  κακοί ποιητές, έλεγε ο Ezra Pound. Εσείς έχετε καταφέρει να συνδυάζετε μοναδικά τη μουσική με την ποίηση. Μιλήστε μας γι’ αυτόν τον ευτυχή  συγκερασμό στη ζωή σας.

Πριν ακόμα γίνω παιδί της μουσικής ήμουν παθιασμένος βιβλιοπόντικας. Μερικές φορές αναρωτιέμαι κι εγώ γιατί όταν αποφάσισα να γράψω συστηματικά αυτό που βγήκε ήταν ποίηση. Ίσως γιατί ασχολούμαι χρόνια τώρα με την πιο συμπυκνωμένη και αφαιρετική μορφή μουσικής, την μουσική δωματίου. Ίσως πάλι γιατί η μειωμένη μου όραση με τοποθετεί αυτόματα στον χώρο της αφαιρετικής νοερής αναπαράστασης.

Τι περιλαμβάνουν τα άμεσα σχέδια σας;

Αυτόν τον καιρό μελετώ για ένα ρεσιτάλ με τραγούδια του Ludwig van Beethoven που θα δώσω μαζί με την πιανίστα Ζωή Ζενιώδη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 11 Ιανουαρίου. Ο Μπετόβεν είναι αθλητικός και σφοδρός, θέλει γερούς πνεύμονες, αντοχή και θάρρος στην έκφραση. Αυτές τις μέρες που κατά κάποιον τρόπο συγκατοικώ μαζί του, φαντάζομαι πόσο κουραστικό θα ήταν να ζεις μαζί του στο ίδιο σπίτι. Είναι σαν παιχνιδιάρικο, ιδιοφυές και φορτικό στοιχειό που δε σε αφήνει σε ησυχία.

 

-Σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτή την ευτυχή συνάντηση.

-Εγώ σας ευχαριστώ για την πρόσκληση και τον χώρο που μου διαθέσατε. Εύχομαι σε σάς και στους αναγνώστες σας όμορφες γιορτινές μέρες και ευτυχισμένη τη νέα χρονιά.

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

12