Μύριζε βλέννα και αίμα η ανάγκη της/και βύζαινε./Κι όταν τα δικά της δόντια στα χείλη του/ακόνιζε/έσκαβε η φωνή του Πατέρα/στα αυτιά του/”Ελέησε”./Τις αισθήσεις του έχανε./Αυτή τα πρωινά/περίτεχνα κουκούλια έπλεκε/σε νυχτερινά παζάρια τα διέθετε./Πάντα επέστρεφε σε αυτόν για την αφαίμαξη./”Ελέησε” βογκούσε και μετρούσε συσπάσεις./Ωστικό κύμα στο επέκεινα./Διάφανος./Άσπρη ψίχα αντίδωρο. [HIRUBO MEDICINALIS]

 

Η Μαρία Θ. Αρχιμανδρίτη γεννήθηκε στην Πάτρα το 1981. Σπούδασε μάρκετινγκ και εξειδικεύθηκε στις Βαλκανικές Σπουδές. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχει συμμετάσχει σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ ποίησης. Το πρώτο της βιβλίο “Η μοναξιά της καμπύλης” (Κέδρος, 2015)  ήταν υποψήφιο για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή της Εταιρείας Συγγραφέων (Βραβείο εις μνήμην Γιάννη Βαρβέρη), καθώς και για το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Το Πουέντε το δεύτερό της ποιητικό βιβλίο έδωσε την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη.

 

 

Πέντε χρόνια μετά τη «Μοναξιά της καμπύλης» η νέα σας ποιητική συλλογή με τίτλο «Πουέντε» κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2020 από τις εκδόσεις Πόλις. Ποια ήταν τα στάδια προετοιμασίας; Πόσο ακύμαντη ήταν η νέα θάλασσα που ανοίχτηκε μπροστά σας;

Κάποιοι ισχυρίζονται ότι το πιο δύσκολο βιβλίο είναι το δεύτερο και όχι το πρώτο. Αν διαβάζω σωστά αυτόν τον ισχυρισμό, αυτό  σημαίνει ότι στο μεν πρώτο βιβλίο εκδηλώνεται ένα συσσωρευμένο επί χρόνια  δυναμικό, το δε δεύτερο απαιτεί μια ουσιαστικότερη και ωριμότερη λογοτεχνική σύλληψη και επεξεργασία. Η μετάβαση από έναν πρώτο ενθουσιασμό σε μια συνολικότερη σύλληψη προϋποθέτει ένα γλωσσικό φιλτράρισμα και συνεπάγεται έναν ψυχικό μετασχηματισμό. Έτσι επανεφευρίσκεται η γλώσσα  και επανεπινοείται ο εαυτός. Αυτόν τον επανεπινοημένο εαυτό προτείνω στο δεύτερο μου βιβλίο.

 

Τι προσπαθεί δηλαδή να γεφυρώσει η νέα σας ποιητική δημιουργία;

Πρώτα απ’όλα, γεφυρώνει τον εαυτό της καμπύλης (η Μοναξιά της Καμπύλης, Κέδρος 2015)  με εκείνο του  Πουέντε. Πάει να πει: Αυτό που υπήρξα τροφοδοτεί, λογοτεχνικά μιλώντας, αυτό που γίνομαι. Ακόμη, γεφυρώνει το υποκείμενο του συγγραφέα με τον αναγνώστη, μετατοπίζοντας τον μέσα στον χώρο και τον χρόνο.

 

 

Απογυμνώνοντας ποιητικά το άτομο τι είδους επικοινωνία με το σύνολο μπορεί να επιτευχθεί;

Λένε ότι η ποίηση ανθεί σε δύσκολους καιρούς. Υποψιάζομαι ότι αυτό συμβαίνει επειδή σε αυτούς ακριβώς τους καιρούς ο άνθρωπος χρειάζεται την εσωτερίκευση ως ανάχωμα στις γύρω του δυσκολίες. Αυτός λοιπόν ο ατομικός εσωτερικός ψίθυρος που γεννά η ποίηση είναι η ουσιαστικότερη πλευρά της επικοινωνίας.

 

«…λερώνουν το βαρύ κοστούμι -την εικόνα». Τις εικονιστικές σας σκέψεις με πόση ευκολία τις έχει αγκαλιάσει/μετουσιώσει ο ποιητικός σας νους;

Από μικρό παιδί, μου ήταν ήταν εύκολο να εικονοποιώ, ιδιότητα που μέσα στα χρόνια διατήρησα. Οι σκέψεις μου έχουν μια υλικότητα. Η ανάγκη μου να μοιραστώ τις εικόνες αυτές με οδήγησαν στην ποίηση. Η δική μου παλέτα ζωγραφικής δεν έχει χρώματα, αλλά λέξεις.

 

Στο Πουέντε, η σύγχρονη πραγματικότητα ξεφλουδίζεται, ποιητικά, για να απομείνει στο τέλος ο διαβάτης μόνος με τον ανάστροφο εαυτό του

 

Θα μπορούσε να λεχθεί πως η πεζόμορφη διαδρομή κάποιων ποιημάτων σας με τη συχνή στίξη, οριοθετούν ενδεχομένως το ποιητικό σας γίγνεσθαι;

Η χρήση των πεζόμορφων ποιημάτων στο βιβλίο αποσκοπεί στην διάκριση των ενοτήτων και στην  επισήμανση του  εσωτερικού διαλόγου του διαβάτη της γέφυρας. Το Πουέντε  έχει την δομή μιας γέφυρας, τα ποιήματα είναι οι πέτρες που στηρίζουν τους πυλώνες, δηλαδή τις ενότητες του βιβλίου και οι ενότητες με την σειρά τους αποτελούν το τόξο της γέφυρας. Η χρήση των πεζόμορφων ποιημάτων έχει δομική αξία. Σε ό,τι με αφορά προσπαθώ πάντα, με όποιο ρίσκο, να ανανεώνω τους ποιητικούς μου τρόπους.

 

«…καλημερίζει πάντα χαμογελαστή η απόγνωση τραβώντας τα μακριά της μανίκια». Εκλαμβάνοντας έτσι γλαφυρά την απόγνωση πως αυτή καθίσταται διαχειρίσιμη στην καθημερινότητά μας; Κατά πόσο αυτή μπορεί στο ποιητικό σας οικοδόμημα να σκαλίζει το μονοπάτι –ίσως- για την αυτογνωσία;

Αναρωτιέμαι. Πώς ορίζεται η ευτυχία και η επιτυχία στην εποχή μας και πώς αυτά τα δύο συνδέονται; Ποιές προσδοκίες ικανοποιούμε, τις δικές μας ή του περιβάλλοντος μας; Είμαστε ικανοί να διαχωρίζουμε τον εαυτό μας από το όποιο πλαίσιο; Αυτό θα απαιτούσε οπωσδήποτε αυτογνωσία και εφόδια από το περιβάλλον από όπου προερχόμαστε, οπωσδήποτε πολλά φίλτρα για να αναγνωρίζουμε την ουσία. Στο Πουέντε, η σύγχρονη πραγματικότητα ξεφλουδίζεται, ποιητικά, για να απομείνει στο τέλος ο διαβάτης μόνος με τον ανάστροφο εαυτό του.

 

 

«Τα σαγόνια της ψυχής» πόσο αδηφάγα μπορεί να αποδειχτούν στη σημερινή τους εκδοχή;

Η μοντέρνα εμπειρία μας καλεί σε μια αμείλικτη ενδοσκόπηση, υπό την έννοια αυτή, μου είναι δύσκολο να φανταστώ τον σύγχρονο άνθρωπο χωρίς τη βάσανο της εσωτερίκευσης, με άλλα λόγια της ατομικής διάθλασης της πραγματικότητας. Η διαδικασία αυτή, αδιάλειπτη και αυτόματη, ορίζει πια την κάθε μας σκέψη, την κάθε μας ημέρα. Το τι απάντηση θα δώσουμε στα ερωτήματα που θέτει αυτή η διαδικασία είναι και το προσωπικό μας στοίχημα.

 

Αυτή η αναμέτρηση με το θεϊκό στοιχείο της ύπαρξής μας, όπως αφήνετε να εννοηθεί στους στίχους σας, που μπορεί να οδηγεί;

Δεν θα το ονόμαζα αναμέτρηση αλλά συνύπαρξη και συμπαράταξη. Μέσα από το βιβλίο, αυτό ακριβώς μοιράζομαι, τον διάλογο ανάμεσα στις δύο φύσεις, την συγκατάνευση στο μυστήριο της ζωής.

 

Τι είδους στίλβωση της ποιητική σας φόρμας προσπαθείτε μέσα από τα θεατρικά σκηνικά που στήνουν διάσπαρτες λατινογενείς φράσεις ή λέξεις-περιγραφές της Βίβλου;

Ο δημιουργός καλείται να συστήσει έναν κόσμο και επιλέγει έναν γλωσσικό κώδικα για να στηρίξει το εγχείρημα του. Η γλώσσα και η σημειολογία που θα επιλέξει  πρέπει να είναι τέτοια που θα επιτρέψει στον αναγνώστη την καταβύθιση στον εσώτερο εαυτό του. Η πρόθεση μου, ήταν να δημιουργήσω ποιητικά ένα περιβάλλον για τον αναγνώστη δίνοντας του το έναυσμα να χτίσει μια από τις πιο δύσκολες γέφυρες του, την συνομιλία με το μεταφυσικό.

 

Πόσο αλληλέγγυα στέκεται η αναγνωστική κοινότητα στην ποιητική πραμάτεια του καιρού μας; Πόση δεκτικότητα υπάρχει σ’ αυτή την προσφορά «ζεστών οστιών»;

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν την αναγνωστική συμπεριφορά. Αξίζει να αναφερθεί επίσης πως  τα κριτήρια του αναγνωστικού κοινού της ποίησης δεν μπορούν να είναι ποσοτικά αλλά ποιοτικά. Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Όμως, επιτρέψτε μου να αντιστρέψω την ερώτηση. Κατά πόσο η ποίηση της εποχής μας  υπερβαίνει την εσωστρέφεια της για να συναντήσει τον αναγνώστη, όχι απλά για να μεταφέρει ένα μήνυμα, αλλά για να συμφωνήσει με αυτόν, να συγκατανεύσει στον κόσμο του. Πόσο λοιπόν αλληλέγγυα στέκεται η ποιητική κοινότητα στα τεκταινόμενα του καιρού μας; Περιθωριοποιείται αναπτύσσοντας μονόλογο ή επικοινωνώντας με λίγους,  ή ενστερνίζεται και αφουγκράζεται προσφέροντας την ίδια στιγμή  μια ευρεία οπτική του κόσμου και γιατί όχι ένα όραμα;  Θεωρώ πως η ποίηση και ο αναγνώστης θα πρέπει να συναντηθούν κάπου στην μέση της διαδρομής για να συμπορευτούν στην συνέχεια.

 

 

 

«…ανάστροφα στη Γέφυρα ένα λαγούμι έχει σκαφτεί». Η εικονοποιΐα εδώ με τον εμφατικό ρόλο του επιρρήματος τι κυρώσεις επισύρει αναφορικά με τις επιλογές μας;

Είμαστε εφευρετικοί θα έλεγα στο να χτίζουμε λαγούμια, και αυτό είναι ταλέντο και αδυναμία μαζί. Ταλέντο γιατί είμαστε ικανοί στο να δημιουργούμε επιλογές και διαφυγές, κάτι όμως που την ίδια στιγμή είναι και αδυναμία, καθώς με αυτό τον τρόπο πολλές φορές αποφεύγουμε να αντιμετωπίσουμε τις πραγματικές προκλήσεις.

 

Διάγοντας μια δύσκολη χρονιά, πρωτόγνωρη στα χρονικά του 21ου αιώνα, τι διαφοροποιήσεις έχει επιφέρει σε σας προσωπικά; Ο αντίκτυπος πόσο μεγάλος, πιστεύετε,  θα είναι στη περιοχή της Τέχνης;

Σε εποχές μεγάλων δεινών η ατομική συνείδηση τείνει να διαστέλλεται για να μπορέσει να χωρέσει το κακό. Αυτή όμως η διαστολή σημαίνει ταυτόχρονα και επέκταση προς τον Άλλον, συρρίκνωση του εγωϊσμού. Υπό αυτήν την έννοια, αν κερδίσαμε κάτι από αυτήν δύσκολη περίοδο, είναι η ανάδυση του φιλάλληλου εαυτού μας καθώς επίσης και η θέληση να συντηρήσουμε τις όποιες γέφυρες με τον κόσμο εκτός των τοιχών του σπιτιού μας.

Αυτή η ατομική πηγαία αντίδραση στο κακό, η οποία αναγάγεται σε συλλογική, δεν μπορεί παρά να βρει αντανάκλαση και στον χώρο της τέχνης. Πιστεύω όμως πως  είναι ακόμα πολύ νωρίς για να δούμε την όποια επίδραση, καθώς η μετουσίωση της πραγματικότητας σε τέχνη χρειάζεται παραγωγικό και βαθύ χρόνο.

 

Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr

 

 

0