“Πέφτουν τα χρόνια ένα ένα στο χωνευτήρι της λήθης. Μαζί με τα τραγούδια και τα μυστικά πάθη που βούλιαξαν κάτω από τα σαπισμένα πατώματα. Οι φωνές βάρυναν και ύστερα διαλύθηκαν μες στα ιζήματα των ήχων. Ο τελευταίος συνομιλητής αποσύρεται έξω απ’ τα τείχη, ανώνυμος και ταπεινός συλλέκτης του ελάχιστου”.

 

Η νουβέλα της Μελανίας Δαμιανού “Λιτανεία του χρόνου” που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Κίχλη  έχει αποσπάσει σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκωμιαστικές κριτικές. Μέσα σ’ αυτό το βιβλίο, που λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο Καθαρτήριο, τα πρόσωπα βασανίζονται από την Καταστροφή που έχει επέλθει και μοναδικό τους καταφύγιο είναι η Μνήμη, η μνήμη που τα συνδέει με έναν κόσμο που έχει ολότελα χαθεί.  Και πριν σβήσει κι αυτή θα πρέπει να ειπωθεί η ιστορία τους προς ανάκτηση του χαμένου παρελθόντος. Η συγγραφέας, όπως μας εξομολογείται στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, πρωτίστως  μέσα από την γραφή ήθελε να αφουγκραστεί,  τους ψιθύρους ανώνυμων ανθρώπων που εξακολουθούν να κατοικούν στο παρελθόν.

 

-Καταρχήν σας καλωσορίζω στο διαδικτυακό κόσμο του βιβλίου, στο The Book.Gr

-Γειά σας, ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση.

 

 

    Κάτω από ποιες προσωπικές …επιταγές , τρόπον τινά, δημιουργήθηκε το βιβλίο σας «Η Λιτανεία του χρόνου» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη;

Συχνά οι απαρχές ενός βιβλίου βρίσκονται βαθιά στο υποσυνείδητο όπου κάνεις μακροβούτια σε αχαρτογράφητα νερά. Εκεί υπάρχει υλικό ατόφιο αν και ανεπεξέργαστο το οποίο πρέπει να εμπιστευτείς, κι ας μην ξέρεις πώς θα συνεχίσεις. Έχω γνωρίσει την σιωπή για πολύ καιρό για λόγους που ξεπερνούσαν την θέληση μου. Η Λιτανεία μιλάει κατ’αρχήν για μια τέτοιου είδους ασφυκτική εμπειρία. Συνοψίζει βιώματα, εικόνες και εμπειρίες που ζητούσαν ένα εκμαγείο. Θέλησα επίσης να ανασύρω από την λήθη έναν ερημωμένο τόπο ώστε να πάρουν ξανά μορφή και φωνή κάποια θραύσματα ζωής, συναισθημάτων και σκέψεων.

Οι ιστορίες, όταν ειπωθούν μπορούν να συνδέσουν νήματα κατανόησης και επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων πέρα από τον τόπο και τον χρόνο. Μέσα από την γραφή ήθελα να αφουγκραστώ τους ψιθύρους ανώνυμων ανθρώπων που εξακολουθούν να κατοικούν στο παρελθόν, ξεχασμένοι απ΄όλους. Οι λέξεις μπορούν να λειτουργήσουν σαν φακοί, φωτίζοντας αίφνης πράγματα που ούτε καν γνωρίζουμε ότι υπάρχουν.

 

 

    Γιατί διαλέξατε στο τίτλο σας να περιέχεται η λέξη: Λιτανεία, που έχει έναν εν δυνάμει λατρευτικό συμβολισμό; Που πιστεύετε ότι εφάπτεται ο χρόνος με την ικεσία;

Ο τίτλος ξεπήδησε σχεδόν μόνος του στην αρχή περίπου της γραφής του βιβλίου. Ο συμβολισμός της Λιτανείας αφορά την αέναη πομπή της ζωής και του θανάτου η οποία οικειοποιείται κάθε παρόν και το εντάσσει στην ροή της. Όλα ξαναγίνονται, ανθίζουν, ξεχνιούνται. Μια ατέλειωτη λιτανεία συμβάντων, συγκρούσεων, ζόφου, χαράς και θλίψης.

Νομίζω ότι υπάρχουν δυο ειδών ικεσίες που μπορούν να συνδεθούν με τον χρόνο. Η μια αφορά τον διακαή πόθο της αθανασίας που αντιμάχεται την βεβαιότητα του θανάτου – κάτι που μοιάζει να επαναλαμβάνεται σαν μια πανάρχαια προσευχή, παρ’ότι ο καθένας από μας κατέχει ένα συμπαγές κομμάτι χρόνου το οποίο νομοτελειακά κάποτε σπάζει και διαλύεται.

Στους αντίποδες βρίσκεται μια άλλη μορφή ικεσίας που περιέχει την πρόσκληση του θανάτου προκειμένου να λήξει μία βασανιστική δοκιμασία. Τότε ο χρόνος επωάζει μια εφιαλτική διάρκεια. Η ικεσία αυτή τη φορά είναι μια επίκληση δύναμης ώστε να βρεθεί σύντομα κάποιος στην έξοδο. Η Λιτανεία περιέχει και τις δύο εκδοχές.

 

 

    Οι ήρωες του βιβλίου παλεύουν με τη μνήμη. Η μνήμη όμως,  δεν είναι και μια αίσθηση απώλειας;

Η μνήμη είναι ένας κατ’εξοχήν χώρος απώλειας. Αν και προσπαθούμε να διασώσουμε συμβάντα και εαυτούς γεμίζοντας ατέλειωτες σελίδες με καταγραφές, πρόκειται για μια μάταιη προσπάθεια. Στο τέλος όλα θα ξεχαστούν, o  ήλιος θα πυρπολήσει τη γή κι αυτός ακόμη κάποτε θα σβήσει. Κάπως έτσι  είναι και η μνήμη κάθε ζωής, μια καταδικασμένη υπόθεση. Παρ’όλα αυτά η μνήμη είναι ο μόνος ορίζοντας της ταυτότητάς μας – κοιτάζοντας προς τα πίσω, μπορούμε να δούμε τον παράξενο χάρτη που μας οδήγησε σε αυτό που είμαστε τώρα. Μνήμη λοιπόν είναι οτιδήποτε συγκροτεί έναν εαυτό, είναι η συγκολλητική ουσία της ύπαρξης. Χωρίς αυτήν, κάθε νόημα καταρρέει. Οι ηρωίδες και οι ήρωες του βιβλίου βιώνουν ακριβώς αυτή την κατάρρευση του νοήματος της ύπαρξής τους, προσπαθούν όμως να κρατηθούν από όπου μπορούν.

 

 

    Ο «Λιποτάκτης» σας αναφωνεί: «Δεν θέλω να ξεχάσω τις όψεις των πραγμάτων». Η οπτική, μια εντελώς προσωπική αίσθηση, πως υπακούει στις προσταγές του χρόνου;

Ο Λιποτάκτης είναι πλέον ένας άνθρωπος απογυμνωμένος, ένας ζητιάνος νοημάτων. Κατά την διάρκεια της πολιορκίας αφυπνίζεται εντός του η συμπόνοια, χάνει κάθε έρεισμα για να συνεχίσει και στρέφεται περίλυπος προς τον κόσμο που τον περιβάλλει.  Το να βλέπεις γύρω σου τί πραγματικά υπάρχει, να αγγίζεις και να αγγίζεσαι, δημιουργεί ανοίγματα προς την κατανόηση. Χρειάζεται χρόνος γι’αυτή την διεργασία, χρόνος για να σκεφτείς τί είναι όλο αυτό που σε περιβάλλει, χρόνος για να αποφασίσεις πώς θα πορευτείς.

 

 

    Ανάμεσα στους μονολόγους των επιζησάντων παρεμβάλλονται κάποιες σημειώσεις. Ποιος είναι ο ρόλος τους στην αφηγηματική ροή;

Με τις σημειώσεις ο φακός εστιάζει ακόμη πιο μέσα, σε πιο εσωτερικά τοπία. Είναι λόγος που αρθρώνεται σε ποιητική φόρμα και κατοπτρίζει με συμπυκνωμένο τρόπο ματαιώσεις και πάθη που ταλανίζουν τις ζωές των ανθρώπων. Ήθελα αυτές οι σημειώσεις να παρεμβάλλονται ως σκέψεις – ιντερλούδια, ως καταγραφές ψυχικών κινήσεων που εναλλάσσονται με τις αφηγήσεις και εμπλουτίζουν το φορτίο των συναισθημάτων και των συμβάντων. Η θέση τους είναι εξίσου σημαντική με τους μονολόγους. Θα έλεγα ότι αποτελούν εν τέλει ένα είδος ημερολογίου από το οποίο πολλές σελίδες έχουν χαθεί.

 

 

Η πόλη καταστράφηκε, η πόλις εάλω όπως θα έλεγε κι ένας βυζαντινός χρονογράφος. Τι συμβολισμούς αποκτά στο κείμενο σας η έννοια της πόλης;

Η πόλη ήταν το κατάλληλο πλαίσιο για να μιλήσω για την βίαιη κατάρρευση της ζωής εξαιτίας της αρπακτικότητας και της αδηφαγίας.

Έχω βρεθεί σε κάποιες εγκαταλειμμένες ή κατεστραμμένες πόλεις  κι άλλες τις επισκέφτηκα στα όνειρά μου: Παλμύρα, Νικόπολη, Άνω Πόλη της Μονεμβασιάς, Μυστράς. Αλλά και η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη  πατάνε πάνω σε παλαιότερες, βουλιαγμένες πόλεις. Υπάρχουν επίσης κι εκείνες οι μισοθαμμένες στην άμμο της συριακής ερήμου πρωτοβυζαντινές πόλεις, η Σεργιούπολη, η Τελανισσός κι άλλες πολλές με ξεχασμένα πλέον ονόματα. Διασχίζοντας αυτές τις ερημικές εκτάσεις ένιωσα την αντίθεση ανάμεσα στο απόλυτα σιωπηλό παρόν και την ζωή που έσφυζε κάποτε εκεί, στο ίδιο ακριβώς μέρος που εμείς περιφερόμαστε αμέριμνα. Αυτό που έφτασε ως εμένα ήταν ταυτόχρονα μοναδικό και κοινότοπο, φριχτό και όμορφο, λαλίστατο και βουβό, το παρελθόν εν ολίγοις με τις χαμένες ιστορίες όσων το κατοίκησαν. Κατά κάποιο τρόπο κουβαλάμε αυτές τις ιστορίες εν αγνοία μας καθώς δεν αλλάζουν οι ανάγκες και τα βάσανα των ανθρώπων. Αλλάζει μόνο το περίβλημα – οι ενδυμασίες, η αρχιτεκτονική, κάποιες συνήθειες και τρόποι. Η απειλή της ερήμωσης παραμένει – τόσο των τόπων όσο και των ψυχικών χώρων, ως συνέπεια της καταστροφής και της εκμηδένισης των ανθρώπων και των έργων τους.

 

 

    «Δεν έχουν ίσκιο όλες οι λέξεις», λέτε κάπου. Μιλήστε μας  γι’ αυτό το σκιώδες ένδυμα των λέξεων στο κείμενο σας.

Υπάρχουν κάποιες λέξεις για τον καθένα μας που έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος, λέξεις που ενδέχεται να κουβαλάνε το νόημα της ζωής μας. Τις φέρουμε ως ακριβή παρακαταθήκη εντός μας και κατά κάποιο τρόπο γίνονται μέρος του εαυτού μας. Είναι λέξεις-φυλαχτά που μας επηρεάζουν, μας τρέφουν και είναι σαν να μπορούμε να ξεκουραστούμε στον ίσκιο τους όπως κάτω από ένα μεγάλο δέντρο.

Όμως όσο κι αν είναι πολύτιμο το περιεχόμενό τους τόσο μπορεί να αλλοιωθεί και να θαμπώσει. Όλα εξαρτώνται από το αν θα μπορέσουμε να συνομιλήσουμε, να συνδεθούμε με τους άλλους, να συνυπάρξουμε.

Στη Λιτανεία οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στη σιωπή όσο κι αν ποθούν το αντίθετο. Όταν δεν υπάρχουν αληθινοί συνομιλητές, η γλώσσα αρχίζει να φθίνει κι οι λέξεις μετατρέπονται σε άχρηστες άδειες θήκες.

 

 

Η αφήγηση του «Κρυμμένου» όπως και του «Καλόγερου» συναρπάζει! Τι προσέξατε στην αφήγηση κάθε ήρωα σας;

Ήθελα ένα λόγο  λιτό και ειλικρινή, οπότε θεώρησα αναγκαία μια πύκνωση όπου κάθε περαιτέρω επεξήγηση διαμέσου πραγματολογικών στοιχείων να καθίσταται περιττή. Οι χαρακτήρες της Λιτανείας δεν είναι αρχετυπικοί, μπορεί να μοιάζουν συνηθισμένοι αλλά δεν είναι. Μέσα στο συνηθισμένο κρύβονται πολλά ενδεχόμενα – ίσως μια  πνευματική περιπέτεια ή ένα σπαραχτικό ξερίζωμα. Η λογοτεχνία προσφέρει σκαπτικά εργαλεία για να φτάσεις εκεί ακριβώς που το συνηθισμένο έχει θάψει βαθιά ένα θησαυρό.

 

 

    Στο χαλασμό, το Θείο στο βιβλίο σας στέκει βουβό, συγκεκριμένα «…πιο    βουβό από όλους τους νεκρούς» που προκαλεί και την μήνιν του εκπροσώπου του επί γης. Θα ήθελα την τοποθέτηση σας σε αυτό το τόσο καίριο τμήμα του έργου σας.

Ο καλόγερος είναι ένας άνθρωπος αφοσιωμένος ψυχή τε και σώματι σ’ένα θεό πράο και αγαθό που προστατεύει, συμπαραστέκεται και αγκαλιάζει τα δημιουργήματά του. Η πίστη στην θεϊκή παντοδυναμία τρέφει την προσδοκία της σάρωσης του κακού και των αιτίων του στον κόσμο.

Στη θέση όμως αυτής της προσδοκώμενης αγαθότητας εμφανίζεται ένας σκληρός θεός που αδιαφορεί για τον σπαραγμό και τα βάσανα των ανθρώπων, όσο πιστοί, αθώοι και καλοί  κι αν είναι αυτοί.

Ο καλόγερος, έχοντας χάσει την βεβαιότητα  ενός θεού της αγάπης καταρρέει ολομόναχος, χωρίς την παρηγορία της θεϊκής χάριτος. Αντιλαμβάνεται πλέον ως πανταχού παρόντα γύρω του ένα θεό μνησίκακο και βίαιο που δεν συνομιλεί με κανένα παρά μόνο απαιτεί υποταγή.

 

 

    Εν τέλει οι προσωπικότητες αυτής της ρημαγμένης πόλης με ποια μέσα κρυφομιλούν με τη σύγχρονη πραγματικότητα;

Οι άνθρωποι της Λιτανείας δεν διαφέρουν από μας. Όλες και όλοι βρισκόμαστε πάντα μέσα στη ροή του χρόνου και πορευόμαστε προς μια άγνωστη κατεύθυνση προσδοκώντας κάποιες απαντήσεις ή απλώς καλύτερες μέρες. Η αφετηρία της Λιτανείας μπορεί να βρίσκεται κάπου στο παρελθόν όμως η πομπή των στιγμών κινείται συνεχώς και κάθε σώμα διανύει πάντα ένα τώρα, πραγματικό και φευγαλέο. Εδώ συμβαίνουν όλα όσα γνωρίζουμε κι όσα δεν θα μάθουμε ποτέ, όσα μπορούμε να σκεφτούμε και να φανταστούμε κι όλη εκείνη η μισοφωτισμένη  περιοχή που αφορά την ζωή των άλλων. Με τους ανθρώπους που έζησαν πριν από μας μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες, γεννιόμαστε ευάλωτοι κι εκτεθειμένοι στο οτιδήποτε. Κι αυτό που ονομάζουμε μακρινό παρελθόν δεν είναι και τόσο ξένο  όσο νομίζουμε. Η λογοτεχνία επιχειρεί να διευκολύνει τις συνομιλίες με ό,τι μοιάζει απόμακρο και ανοίκειο, μας εξοικειώνει με την πολλαπλότητα του κόσμου.

 

 

    «…η πόλη θα χαθεί και θα λεηλατηθεί γι’ άλλη μια φορά», η κατακλείδα του βιβλίου σας. Με ποια εχέγγυα πιστεύετε ότι σπάει αυτός ο αέναος κρίκος της ανθρωποφαγίας;

Μακάρι να ήξερα την απάντηση. Ίσως να βρίσκεται μέσα σ’ αυτή την επίμονη προσπάθεια να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, παρ’όλα τα εμπόδια. Γνωρίζουμε ότι η βία καραδοκεί, εντάσεις που συσσωρεύονται μετατρέπονται σε συγκρούσεις που τα τινάζουν όλα στον αέρα. Αναπαράγουμε ασυνείδητα τα λάθη μακρινών προγόνων  και συχνά είμαστε τόσο άπληστοι και παράλογοι ώστε δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε πολλά πέρα από κάποιες παύσεις ανάμεσα σε καταστροφές και ερημώσεις.

Υπάρχουν όμως εδώ κι εκεί οι ευεργετικές εκλάμψεις της συμπόνοιας, της δυνατότητας να σκεφτείς τον άλλο όχι ως αντίπαλο ή άξιο της κακής του τύχης αλλά ως κάποιον που ίσως φέρει ένα αόρατο τραύμα. Γνωρίζουμε ταυτόχρονα ότι δεν είναι εύκολη μια τέτοια στάση όταν σου επιτίθενται άδικα, όταν ονομάζεις αυτόν που βρίσκεται απέναντί σου «εχθρό». Επιμένω όμως να πιστεύω στην ξαφνική ανάδυση της καλοσύνης τυχαία, οπουδήποτε, ακόμα και μέσα στο πιο αδυσώπητο καμίνι.

 

 

    Με ποια χρώματα θα αποτυπώνατε τις 2 πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα;

Με το κόκκινο χρώμα της λάβας και το καμένο γκρίζο που αποκτά η λάβα όταν παγώσει.

 

 

    Έχετε δρομολογήσει έστω σαν ιδέα την επόμενη σας συγγραφική διέξοδο από τον κόσμο των εικαστικών;

Μετά την Λιτανεία κυκλοφόρησε το πρώτο μου  φωτογραφικό βιβλίο με τον τίτλο Συνηχήσεις, το οποίο εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 από τις εκδόσεις Κίχλη. Χρησιμοποιώ την φωτογραφική μηχανή σαν ένα εργαλείο εστίασης και διερεύνησης κάποιων αφανών λεπτομερειών που υπάρχουν γύρω μου. Από τέτοιες  λεπτομέρειες, τόσο εφήμερες όσο και αινιγματικές, έχει ξεκινήσει και η γραφή του επόμενου βιβλίου μου.

 

 

-Σας ευχαριστώ πολύ για την ενδιαφέρουσα συζήτηση. Εύχομαι ο κόσμος της συγγραφής να αποτελέσει ένα ακόμα σταθερό σημείο στη ζωής σας.

-Σας ευχαριστώ κι εγώ για την θαυμάσια ευχή και για τις πραγματικά γόνιμες ερωτήσεις σας.

 

Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Book.Gr

 

 

2