Ο Νικήτας Σινιόσογλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Μονάχου και Κέμπριτζ (PhD). Είναι εντεταλμένος ερευνητής στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Τομέας Νεοελληνικών Ερευνών) και έχει διδάξει σε ελληνικά και βρετανικά πανεπιστήμια.Έχει εκδώσει τα βιβλία: “Plato and Theodoret: The Christian Appropriation of Platonic Philosophy and the Hellenic Intellectual Resistance” (Cambridge University Press 2008), “Radical Platonism in Byzantium: Illumination and Utopia in Gemistos Plethon” (Cambridge University Press 2011), “Αλλόκοτος Ελληνισμός. Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών” (Κίχλη 2016, Βραβείο Δοκιμίου του περιοδικού Ο Αναγνώστης 2017), “Μαύρες Διαθήκες. Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής” (Κίχλη 2018). Γράφει για την αστική περιπλάνηση και για τα όρια δοκιμιακού και λογοτεχνικού λόγου.
Λίγο πριν την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου από τις εκδόσεις Κίχλη “Λεωφόρος ΝΑΤΟ. Δοκιμή περιπλάνησης” που επικοινωνεί με το τρίτο μέρος των Μαύρων Διαθηκών (Κίχλη 2018), μιλήσαμε για τα όρια της ημερολογιακής γραφής όπως αυτή καταγράφεται στα Μαύρα Τετράδια του Μάρτιν Χάιντεγκερ και στο Glossarium του Καρλ Σμιτ, δύο από τα πιο σκοτεινά ημερολόγια στην Ιστορία της Φιλοσοφίας.
1 «Είναι γραφή ύπουλη και περήφανη, μαεστρική και πρωτεϊκή». Πότε αισθανθήκατε ότι αυτή η γραφή, η ασκούσα τόση επιρροή, έπρεπε να διοχετευτεί σε μια νέα φόρμα, αυτής της δοκιμιακής μορφής, υπό τον τίτλο Μαύρες Διαθήκες;
Οι Μαύρες Διαθήκες αποτελούν μια εξερεύνηση της σκοτεινής πλευράς του σύγχρονου στοχασμού. Την αφορμή έδωσαν τα ημερολόγια του Μάρτιν Χάιντεγκερ και του Καρλ Σμιτ. Γι’ αυτούς η παρακμή της Δύσης είναι τέτοια, ώστε ο Χίτλερ έγινε ο φορέας μιας κάποιας λύτρωσης ή τέλος πάντων της «δημιουργικής καταστροφής» που απαιτείται για την αποκατάσταση μιας αυθεντικής –τάχα– σχέσης με το έδαφος και την κοινότητα. Ακόμη και μετά την ήττα της Γερμανίας, οι ημερολογιογράφοι Χάιντεγκερ και Σμιτ προφητεύουν πως ο κόσμος που αναδύεται θα αποδειχθεί χειρότερος από εκείνον των ναζί – κι εννοούν τον κόσμο της τεχνολογίας και του καπιταλισμού όπου ζούμε τώρα, τον κόσμο του διαβρωμένου κοινοβουλευτισμού και της ευτελούς δημοσιογραφίας, έναν κόσμο εν πολλοίς εικονικό, όπου η σχέση με τον χώρο εξαϋλώνεται κι ο χρόνος επιταχύνεται. Στα ημερολόγια αυτά καταγράφονται οριακές στιγμές του στοχασμού και του συναισθήματος. Μιλώ για «όριο», πρώτον, επειδή τα στοχαστικά ημερολόγιά τους είναι κείμενα υβριδικά στο μεταίχμιο διαφορετικών ειδών και ακατάτακτα (ενσωματώνουν δηλαδή στοιχεία από τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την τέχνη του αφορισμού) και, δεύτερον, επειδή οι ιδέες και το συναισθηματικό τους φορτίο είναι πολύ έντονα, σχεδόν αβάσταχτα: μνησικακία, μένος, αποστροφή κινούν μια γραφή εντελώς προσωπική και μια καταβύθιση απωθητική, η οποία ωστόσο έχει κάτι νοσηρά ανθρώπινο στον πυρήνα της. Εξαρχής ένιωσα πως μόνον ένας λόγος δοκιμιακός μπορεί να προσεγγίσει τέτοια βιώματα και τέτοια κείμενα– η ιστορία της φιλοσοφίας δεν ήταν αρκετή. Θα έλεγα μάλιστα πως σε τέτοιες οριακές περιπτώσεις το δοκίμιο αποδεικνύεται ένας επιστημονικότερος τρόπος από την περιγραφική ανάλυση, η οποία εξ ορισμού αδυνατεί να φτάσει στο βαθύτερο ψυχικό απόθεμα συγγραφέων όπως ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ. Επιχείρησα να συνομιλήσω με τα κείμενα του Χάιντεγκερ και του Σμιτ, να τους πλησιάσω, κι ας με απωθούν. Γι’αυτό, ενώ στα δύο πρώτα (και πιο τεχνικά) κεφάλαια τηρώ εξ ορισμού αρνητική και απορριπτική στάση απέναντι στην κοσμοαντίληψη των δύο φιλοσόφων, και εργάστηκα μάλλον ως ιστορικός της φιλοσοφίας, το τρίτο κεφάλαιο είναι ένα δικό μου ημερολόγιο πάνω στη σχέση μου με τα ημερολόγιά τους. Επομένως, οι Μαύρες Διαθήκες είναι ένα δοκίμιο για την ημερολογιακή γραφή που τρέπεται στο αντικείμενό του, δηλαδή γίνεται ημερολόγιο – με όλο το ρίσκο που ενέχει ένα τέτοιο παιχνίδι με τα είδη του λόγου.
2 Μιλώντας για τα βάθη του στοχασμού, στις πρώτες σελίδες, βρίσκετε δύο αντίθετες λειτουργίες, της όρμισης και της καταφυγής.
Η ημερολογιακή γραφή είναι το ιδανικό καταφύγιο για όποιον αναγκάζεται να κρύψει τον πυρήνα του εαυτού. Το μόνο που απαιτείται είναι ένα σημειωματάριο και μια πένα, αλλά εκτός από καταφύγιο η ημερολογιακή γραφή είναι κάποτε και ορμητήριο, όπου συντηρούνται οι πιο αποκρουστικές ιδέες αναμένοντας την επανάχρησή τους. Τόσο ο Σμιτ όσο και ο Χάιντεγκερ χρησιμοποιούν την ημερολογιακή γραφή με αυτόν τον διττό τρόπο: γίνονται απόξενοι, και συνάμα εφορμούν στο μέλλον. Η γοητεία της γραφής τους απορρέει ακριβώς από το ότι χρησιμοποιώντας το ημερολόγιο ως καταφύγιο και ορμητήριο ωθούν την ημερολογιακή γραφή σε ένα απόκρημνο σημείο, όπου δεν γνωρίζω να έχει φτάσει κανείς άλλος συγγραφέας. Σε ένα βαθύτερο επίπεδο με απασχόλησε αυτή ακριβώς η οριακή αντανάκλαση του εαυτού δια της πολύ προσωπικής γραφής, η γένεση ενός γραπτού ειδώλου του εαυτού, που ξεκόβει από τον κόσμο όλο, όπως αυτός εξελίχθηκε από το 1789 και δώθε, κι όμως πασχίζει να επιβιώσει παρασιτώντας στον κόσμο που έρχεται. Αυτό είναι το πραγματικό θέμα του βιβλίου – ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ δίνουν την αφορμή για την προσέγγισή του.
“Σε έναν κόσμο όπου ο φυσικός χώρος δεν σχετικοποιείται απλώς αλλά αφανίζεται ανακαλύπτει κανείς διαθλάσεις του εαυτού εκεί που δεν το περιμένει”
3 Εν τέλει το ταξίδι στη Σιγκαπούρη πόσο ανακάλυψε ή εξάλειψε τις θεωρίες των δύο στοχαστών;
Η Σιγκαπούρη θα ήταν ο ορισμός της δυστοπίας για τον Χάιντεγκερ και τον Σμιτ. Είναι ένα κράτος που αντιπροσωπεύει ό,τι εκείνοι απεχθάνονταν και ό,τι κατέκριναν στο πνεύμα της οικονομικής ανάπτυξης και του εργαλειακού ορθολογισμού. Μα ακριβώς γι’ αυτό επέλεξα να περιπλανηθώ στους δρόμους της· υπήρξε ο ιδανικός χώρος για να ολοκληρώσω το βιβλίο γράφοντας ένα τρίτο ημερολόγιο, πρωτοπρόσωπο αυτήν τη φορά, το οποίο συνομιλεί με τα δικά τους. Στους δρόμους της Σιγκαπούρης έγινα ό,τι ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ αποστρέφονταν: άρριζος και ξένος, δεν ανήκα πουθενά. Κι όμως, ενώ γινόμουν πλάνης ερχόμουν πιο κοντά σε κάποιες όψεις της κριτικής τους. Στις Kasseler Vorträge του 1927 ο Χάιντεγκερ σημειώνει προφητικά πως η ζωή ολοένα αφομοιώνεται στην εμπειρία της μητρόπολης, όπου οι άνθρωποι κινούνται άρριζοι ή ξερριζωμένοι (entwurzelte Menschen). Έκτοτε, ο Χάιντεγκερ επιστρέφει συχνά στην ιδέα μιας ύπαρξης δίχως πρόσδεση στο έδαφος (Bodenlosigkeit) και μιας πτώσης σε έναν μη χώρο που μοιάζει πολύ με τον διαδικτυακό και εικονικό κόσμο, όπου περνάμε σήμερα τόσες ώρες. Εντέλει, το ημερολόγιο περιπλάνησης που κράτησα στη Σιγκαπούρη ήταν ο καθρέφτης της παρατεταμένης εμπειρίας μου στην Ελλάδα. Σε έναν κόσμο όπου ο φυσικός χώρος δεν σχετικοποιείται απλώς αλλά αφανίζεται ανακαλύπτει κανείς διαθλάσεις του εαυτού εκεί που δεν το περιμένει –ο ένας τόπος φυτοζωεί μέσα στον άλλον, όπως συμβαίνει καμιά φορά με τα πρόσωπα και με τα βιβλία που μελετάμε.
4 Στον πρόλογο σας αναφέρετε ότι και οι δύο στοχαστές δηλώνουν τυχοδιώκτες της σκέψης, επικαλούμενοι την «οργιώδη ελευθερία της σκέψης». Ο τυχοδιωκτισμός, παραφράζοντας έναν άλλο στοχαστή, τον Νίτσε δεν συνεπάγεται την διαίρεση των ανθρώπων σε υποχείρια και εχθρούς; Πως βλέπετε αυτή την άνευ όρων «ασυδοσία» στοχασμού των δύο;
Θα έλεγε κάποιος πολύ βιαστικά ότι η φιλοσοφία είναι συνώνυμη της απόλυτης ελευθερίας του νου. Μόνον που τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, αν θέλουμε να αποφύγουμε μια πλάνη adabsurdum·διότι προφανώς δεν συνιστά φιλοσοφία κάθε σκέψη παρορμητική, φαύλη ή απλώς μια εσφαλμένη κρίση που μου περνά από το μυαλό. Αντιθέτως, η φιλοσοφία προϋποθέτει έναν κριτικό έλεγχο των παθών και μια αντίσταση στις ενστικτώδεις τροπές της σκέψης. Φιλοσοφία δεν είναι η ασυδοσία, αλλά πρωτίστως ο έλεγχος της βλακείας. Δεν φιλοσοφούν οι καιροσκόποι και οι αδίστακτοι άνθρωποι, αλλά όσοι αντιστέκονται στις ευκαιρίες να γίνουν τέτοιοι. Αυτός είναι ο λόγος που στις Μαύρες Διαθήκες ισχυρίζομαι ότι η φιλοσοφία παραμένει ελεύθερη στον βαθμό ακριβώς που καταφέρνει η ίδια να ελέγχει τον εαυτό της – ώστε να μη βρίσκουν αφορμή να το κάνουν άλλοι εξ ονόματός της, όπως ακριβώς συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή: μπορώ να κάνω ένα σωρό σκέψεις, που όμως τις απορρίπτω ως εξωφρενικές ή άτοπες – αν δεν το κάνω, τότε παραδίδομαι στα πάθη μου και στις τυχαίες τροπές του στοχασμού, πράγμα διόλου φιλοσοφικό, όπως δείχνει η εμπειρία μας. Στοχασμός χωρίς ευθύνη δεν είναι γνήσιος στοχασμός, αλλά πάθος – ένα πάθος εγωιστικό και ανορθολογικό. Στην περίπτωση του Σμιτ και του Χάιντεγκερ υπεισέρχεται επιπλέον ο παράγοντας ενός πολιτικού «καπελώματος» της φιλοσοφίας για λόγους προσωπικής φιλοδοξίας. Εφόσον συντάχθηκαν με τον ναζισμό υπήρξαν κονφορμιστές και αριβίστες μάλλον παρά θιασώτες της ελευθερίας της σκέψης. Εκτός συστήματος βρέθηκαν μόνο μεταπολεμικά και όχι για πολύ. Είναι αυτή η περίοδος που με ενδιαφέρει στα ημερολόγιά τους, όταν κάποτε κατάντησαν πρόσωπα σε σύγκρουση με την εποχή τους, αποσυνάγωγοι, ωστόσο τη δεκαετία του τριάντα συμβιβάστηκαν εντελώς με το πιο ελεεινό κατεστημένο.
5 Στις περιπτώσεις των Σμιτ και Χάιντεγκερ πώς αξιολογείτε τη δράση τους;
Άλλοτε ήταν διαδεδομένη η άποψη ότι μπορούμε να διαχωρίσουμε το έργο του Χάιντεγκερ και του Σμιτ από τις πολιτικές επιλογές τους. Μια πρώτη ένσταση είναι ότι μια τέτοια κίνηση είναι αντι-χαϊντεγκεριανή και αντιβαίνει στον πυρήνα της φιλοσοφίας του. Τι μας λέει ο Χάιντεγκερ; Ότι οι ιδέες μας είναι ριγμένες στον κόσμο κι ότι είναι δεμένες με τον κόσμο μας αξεδιάλυτα. Ο Μαρκούζε έχει πολύ δίκιο όταν γράφει στον Χάιντεγκερ (στα 1947) και του υπενθυμίζει ότι ακριβώς γι’ αυτό οφείλει να αναλάβει προσωπικά την ευθύνη των καταστροφικών επιλογών του, αν δεν θέλει να είναι ανακόλουθος και να ακυρώσει την ουσία της φιλοσοφίας του – γιατί δεν γίνεται να χωρίσει κανείς τον φιλόσοφο Χάιντεγκερ από τον άνθρωπο Χάιντεγκερ. Τι να τον κάνουμε έναν Χάιντεγκερ αντι-χαϊντεγκεριανό;
Έπειτα, ένα δεύτερο ζήτημα αφορά την εκδίπλωση του στοχασμού τους μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό ορίζοντα. Ο Χάιντεγκερ ζητεί την επανεκκίνηση της φιλοσοφίας την εποχή που ο Χίτλερ ζητεί την αναγέννηση του γερμανικού μεγαλείου – αυτός είναι ένας λόγος που του αρέσει να σημειώνει στα τετράδιά του πως γεννήθηκε το ίδιο έτος με τον Αδόλφο Χίτλερ (1889). Στο συγκείμενο των παραδόσεων του Χάιντεγκερ τη δεκαετία του 1930 η αυτοφανέρωση του Είναι συμπίπτει με την ιστορική κατίσχυση των ναζί. Η φιλοσοφία του παίρνει μορφή μέσα στην ιστορική συγκυρία. Γι’ αυτό και δεν είναι διόλου τυχαίο ολίσθημα η διαβόητη φράση που ο Χάιντεγκερ αφαίρεσε από την «Εισαγωγή στη Μεταφυσική» στα 1953, όταν αναφερόταν στο εσωτερικό μεγαλείο του Εθνικοσοσιαλισμού· ούτε εκείνη η δήλωση το 1933, πως «το άτομο δεν έχει σημασία, δεν μετρά καθόλου». Πραγματικά πίστευε ότι το «αυθεντικό Είναι» συνδέεται με την μοίρα του γερμανικού λαού. Τι σημαίνει αυτό; Για να το πούμε πολύ απλά: ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ δεν ενδιαφέρονται για την αυτονομία του προσώπου, προέχει η υπαγωγή του ατόμου στη μοίρα του έθνους. Ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ είναι εχθροί της αυτονομίας. Απεχθάνονται την αυτονομία του λόγου (το πρόταγμα του Διαφωτισμού) και συγχρόνως την αυτονομία του προσώπου: γι’ αυτό καταλήγουν αφενός σε μια εκδοχή φιλοσοφικής παρα-θεολογίας κι αφετέρου γίνονται κρατιστές και φασίστες – φοβούνται το άτομο και τις δυνάμεις του. Ορίστε τι με απωθεί σε αυτούς: πως τόσο το ύφος του γραπτού λόγου όσο και η εκδίπλωση των εννοιών τους γίνεται σε ένα προφητικό κλίμα που περιορίζει ή μηδενίζει τον διάλογο, κι αυτό δεν είναι άσχετο με τις πολιτικές επιλογές τους ούτε με την καχυποψία τους απέναντι στον ορθό λόγο.
Ο Κασσίρερ επισήμανε εγκαίρως πως όλη αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στον ανθρώπινο λόγο άνοιξε τον δρόμο για τους ναζί – και είχε δίκιο. Για τον Κασσίρερ, ο Χάιντεγκερ είναι κατά βάθος μοιρολάτρης, ένας φαταλιστής που αρνείται να αποδεχθεί την αυτονομία του ανθρώπινου λόγου, την ικανότητά μας να γινόμαστε καλύτεροι. Για τον Χάιντεγκερ το Dasein είναι ήδη ριγμένο στον κόσμο και απομένει η ανάσυρσή του· όπως περίπου για έναν πιστό η αλήθεια είναι αποκεκαλυμμένη και απομένει η εμπειρία της.
Μου αρέσει πολύ ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου που λέει:«ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων», δηλαδή πως ο χαρακτήρας του ανθρώπου, η νοοτροπία κι η προσωπικότητά του καθορίζουν τη ζωή και τη μοίρα του. Μολονότι σπουδαίος γνώστης του Ηράκλειτου, ο Χάιντεγκερ δεν αποδέχθηκε ποτέ αυτήν τη συνάρτηση φιλοσοφίας και προσωπικής αυτονομίας. Παραμένει μικροαστός, και τον τρομάζει η πνευματική αριστοκρατία ενός Ηράκλειτου. Αυτό δεν σημαίνει πως ο Χάιντεγκερ δεν θέτει εμφατικά ένα υπέροχο ερώτημα, αν και με λάθος τρόπο: μήπως εντέλει κάτι πέρα από τον λόγο, οι μύθοι, τα σύμβολα κι η ποίηση, έχουν μεγαλύτερη ισχύ από την περατή γνώση ή πάντως μια ισχύ εξίσου αναγκαία;
6 Ο Σμιτ στην απολογία του υποστήριξε ότι οι ιδέες και οι θεωρίες μπορεί να ασκούν επίδραση στην πολιτική, αλλά είναι δύσκολο να τις θεωρήσουμε υπαίτιες για συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις. Υπάρχει σίγουρα κάποιο ψήγμα αλήθειας στην τοποθέτησή του, αλλά πού πιστεύετε πως έγκειται το «δυναμόμετρο» της επιρροής; Η υποδαύλιση «παθών» δεν συνιστά καθοδήγηση;
Οι νόμοι της Νυρεμβέργης της 15ης Σεπτεμβρίου 1935 άνοιξαν τον δρόμο για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης· ο Σμιτ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νομική θεμελίωση των νόμων αυτών γράφοντας (τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους) δήθεν τεχνικά άρθρα που λίγο πολύ έθεταν τους Εβραίους εκτός δικαίου (καθώς ο «εσωτερικός εχθρός» δεν έχει και πολλά δικαιώματα…). Είναι αλήθεια πως οι ιδέες δεν δικάζονται, όπως είχε πει ο Ντε Σαντ. Όπως είναι αλήθεια ότι, τυπικά μιλώντας, δεν υφίσταται έγκλημα αν δεν έχει παραβιαστεί κάποιος νόμος. Μοιάζουν λογικά αυτά που λέει ο Σμιτ, κι όμως η δουλειά του ως νομικού νομιμοποίησε τη συζήτηση για την «τελική λύση» σε θεωρητικό επίπεδο και συνέβαλε στη θεσμική θωράκισή της: η λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θεωρήθηκε τεκμηριωμένη χάρις στις νομικοφανείς διατυπώσεις και τις «επιστημονικές δημοσιεύσεις» ανθρώπων σαν τον Σμιτ. O ίδιος κατάφερε να απαλλαγεί από το δικαστήριο της Νυρεμβέργης (παρόλο που τέθηκε υπό κράτηση για μήνες και ανακρίθηκε), επειδή εξαρχής περιπλανιόταν σε μια πολύ γκρίζα ζώνη μεταξύ θεωρίας και πράξης, που ομολογουμένως είναι εξόχως γοητευτική από την οπτική γωνία της ιστορίας της φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας του δικαίου.
7 Ο Σμιτ, λέτε σε κάποιο σημείο, σαγηνεύει πλέον και τη μεταμοντέρνα ριζοσπαστική Αριστερά (παρακάτω τα προσδιορίζετε και ως αριστεροδεξιά υβρίδια). Οριοθετείστε μας τα σημεία που μια άκρως εθνικοσοσιαλιστική θεώρηση επικοινωνεί με τον… αριστερισμό κάποιων μορφωμάτων.
Ο Σμιτ έγραψε πως τίποτα δεν ανταλλάσσει κανείς ευκολότερα όσο τη Δεξιά με την Αριστερά. Νομίζω πως ο χώρος όπου τα άκρα συναντώνται κι οι ανταλλαγές αυτές διευκολύνονται εντοπίζεται στον χώρο του θυμικού· το κοινό σημείο επαφής είναι η γενικευμένη δυσθυμία για την πορεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, η αίσθηση μιας παρακμής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και μιας απόλυτης κυριαρχίας του οικονομικού φιλελευθερισμού. Ένα ερώτημα που θέτει επίμονα ο Σμιτ είναι αν η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός είναι πράγματι η καλύτερη δυνατή επιλογή μας· μήπως, νομίζοντας πως είναι, ανανεώνουμε άθελά μας μια συνθήκη που σταδιακά θα αποβεί χειρότερη και από το Τρίτο Ράιχ; Τέτοιοι προβληματισμοί συμβαδίζουν με την αίσθηση πως η καπιταλιστική και φιλελεύθερη Δύση παρακμάζει, ότι στέκει μετέωρη εδώ και δεκαετίες αναμένοντας το τέλος της παρασέρνοντας και μας μαζί της, ότι ο κόσμος που γνωρίζουμε αξίζει να καταρρεύσει: από τον OswaldSpengler μέχρι την επαναστατική Αριστερά συναντά κανείς συχνά μια τέτοια αντίληψη των πραγμάτων. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο ανθρώπων που αμφιρρέπουν συνεχώς μεταξύ δεξιών και αριστερών στοχαστών χωρίς να αντιλαμβάνονται το γελοίο του πράγματος – αρκεί ότι υπάρχει ένας ξεκάθαρος αντίπαλος για να ξεσπαθώνουν, που είναι η «Δύση» (ακόμη και αν οι ίδιοι κάποτε ψωμίζονται από την Ευρώπη). Το πρόβλημα είναι πως αν ο κοινοβουλευτισμός κι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι τόσο φαύλα πράγματα πια, αν ζούμε σε μια παρακμή μεσσιανική σχεδόν, τότε ο ανορθολογισμός και ο ολοκληρωτικός τρόπος σκέψης γίνονται αυτομάτως πιο φιλικοί. Νομίζω πως είναι λάθος να «ξεπλένονται» ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ –ακόμη κι από σοβαρούς στοχαστές της Αριστεράς – προκειμένου να διασωθεί η σκληρή κριτική που ασκούσαν στη νεωτερικότητα. Στην πραγματικότητα, ακόμη κι όταν η κριτική του Σμιτ και του Χάιντεγκερ βρίσκει τον στόχο της, αυτό συμβαίνει για τους λάθος λόγους: διότι η κριτική αυτή όχι μόνον προκύπτει οργανικά μέσα από την φασιστική κοσμοαντίληψη των στοχαστών αυτών, αλλά επιζητεί και την αναγόμωση της αντίληψης αυτής, κάτι που είναι ιδιαιτέρως εμφανές στα ημερολόγιά τους. Εδώ αποδεικνύεται πόσο σημαντική υπήρξε η δουλειά της Σχολής της Φρανκφούρτης, όπου βρίσκει κανείς μια φιλοσοφικά ισχυρότερη κριτική στη νεωτερικότητα χωρίς παραχωρήσεις στον τυχοδιωκτισμό, τις θυμικές εξάρσεις και τον ανορθολογισμό του Σμιτ και του Χάιντεγκερ.
8 «Χάνω τον χρόνο μου και κερδίζω τον χώρο μου», μια φράση που συγκεφαλαιώνει την εμπειρία του Σμιτ. Ομολογουμένως εξαιρετικής σύλληψης και ιδιαίτερης αλήθειας στην σύγχρονη εποχή. Θα ήθελα την εξέλιξη της σκέψης από μέρους σας.
Ο χώρος είναι ισχύς. Αυτός είναι ο βασικός άξονας της κοσμοαντίληψης του Καρλ Σμιτ: der Raum ist die Macht – και τα σύνορα δεν είναι παρά ο τρόπος των ανθρώπων να δίνουν μορφή στον χώρο τους, ώστε να αντιστέκονται στην διάβρωση του χρόνου. Για τον Σμιτ, «ο χώρος είναι ο παράδεισος και ο χρόνος είναι η κόλαση», τα δε σύνορα είναι ένα είδος «μαγείας». Προσέξτε το λεξιλόγιο, που αντανακλά μια σκέψη προνεωτερική και μαγικοθρησκευτική. Σε μια εποχή ρευστότητας των ορίων κάθε τύπου η ιδέα μιας πρόσδεσης στον χώρο μοιάζει λογικό αίτημα. Το πρόβλημα είναι ότι η σύλληψη του Σμιτ δεν προκύπτει στο κενό, αλλά συμβαδίζει με μια προνεωτερική αντίληψη για τη σχέση της εξουσίας με το έδαφος και τους πολίτες. Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να γνωρίζουμε ότι για τον Σμιτ και τον Χάιντεγκερ βρίσκεται πάντα σε εξέλιξη μια σύγκρουση κοσμοαντιλήψεων (που ξεκινά πολύ πριν την κήρυξη του πολέμου και εξελίσσεται ως σήμερα). Αφενός έχουμε τη γραμμή του Καρτέσιου, όπου ο άνθρωπος προσδιορίζεται κυρίως ως έλλογο ον (cogito ergo sum)· αφετέρου έχουμε την αντίληψη πως ο άνθρωπος προσδιορίζεται από τη θέση του στον κόσμο, από το «να έχεις έναν κόσμο» κι από αυτό που ο Χάιντεγκερ ονομάζει in-der-Welt-sein, το να βρίσκεσαι μέσα στον κόσμο. Συγκροτώντας κοινωνίες νεωτερικές, λένε, χάσαμε τις κοινότητές μας και μαζί την «εντοπιότητά» μας, την αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου κι ότι έχουμε έναν κόσμο. Ακολουθώντας τον ορθό λόγο, χάσαμε τον τόπο. Απολυτοποιώντας τη λογική, βρεθήκαμε σε μια κατάσταση εκκρεμότητητας. Από την άποψη αυτή, οι πλάνητες και οι αποσυνάγωγοι δεν έχουν κόσμο, είναι εκτοπισμένοι κι απειλούν να διαβρώσουν όσους έχουν μια «υγιή» σχέση με το έδαφος. Εδώ έχει τις ρίζες του ένας αντισημιτισμός πνευματικού τύπου. Οι Εβραίοι που λογίζονται ως κατεξοχήν πλάνητες θεωρούνται αυτομάτως μη αυθεντικοί και κίβδηλοι άνθρωποι, ο εσωτερικός εχθρός που προωθεί τάχα την Entrassung του γερμανικού λαού. Για τον Σμιτ μάλιστα αυτό που μας προσδιορίζει είναι η σχέση μας με έναν εχθρό. Ακόμη κι αν δεν είχαμε έναν εχθρό θα έπρεπε να τον εφεύρουμε. Κάπως έτσι, ο χώρος/ισχύς που ζητεί να (ξανα)κερδίσει ο Σμιτ εντέλει έρχεται σε σύγκρουση με τον καθαρό λόγο του Διαφωτισμού, ο οποίος είναι πλάνης και πλανητικός κι ουδόλως ετεροπροσδιορίζεται από τους «εχθρούς».
9 Συμπερασματικά ο Σμιτ πίστευε πως ο ανθρωπισμός είναι μια μορφή απάτης και προσομοίωσης. Πείτε μας περιληπτικά με ποια επιχειρήματα στήριζε τη θέση του;
Έχετε δει κάτι θεατρίνους που μοιράζουν φιλάκια σε όλον τον κόσμο; Εντέλει δεν υπάρχει καμιά δέσμευση, καμιά ανάληψη μιας ορισμένης ευθύνης απέναντι σε συγκεκριμένα πρόσωπα και δεδομένες ιδέες. Αν αγαπάς τους πάντες, δεν αγαπάς κανέναν! Το πρόβλημα με τον σύγχρονο κόσμο, λέει ο Σμιτ, είναι ακριβώς ότι χάνονται οι υπαρξιακές δεσμεύσεις. Δεν υπάρχουν σύνορα ή όρια, άρα anything goes – και όλα αυτά στο όνομα των δικαιωμάτων του «ανθρώπου». Αν υπάρχει μόνον ένας γενικός «άνθρωπος», τότε καταργούνται οι επιμέρους διαφορές μεταξύ των λαών, και κυρίως η διαφορετική τους εμπειρία μες στον κόσμο. Ένα σφάλμα του Σμιτ (και του Χάιντεγκερ) είναι πως παραβιάζουν ανοιχτές θύρες: επιλέγουν να επιτεθούν σε μια ακραία εκδοχή του ανθρωπισμού, η οποία ουδέποτε υπήρξε ζητούμενο στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ιστορικοφιλοσοφικά μιλώντας, η νεωτερικότητα και ο ανθρωπισμός δεν αντιστοιχούν στις καρικατούρες που τους φτιάχνουν – για δικούς τους ιδεολογικούς λόγους – ο Σμιτ και ο Χάιντεγκερ.
10 Η απορριπτική διάθεση του Χάιντεγκερ προς οποιαδήποτε εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας από τη μία και το άνισο μερίδιο αποδοχής του Χέντερλιν από την άλλη. Δυο σημεία που αφορούν το άμετρο. Θα ήθελα μια σύντομη έκθεση σας αυτής της περίεργης προσωπικότητας.
Ο Γιάσπερς αναφέρει ένα περιστατικό από το 1933. Ρώτησε τον Χάιντεγκερ: «Πώς γίνεται ένας άνθρωπος τόσο αμόρφωτος όσο ο Χίτλερ, να κυβερνά τη Γερμανία;».Ο Χάιντεγκερ απάντησε ότι η παιδεία είναι εντελώς άσχετο ζήτημα, αρκεί κανείς να δει πόσο υπέροχα είναι τα χέρια του Αδόλφου… Εδώ φαίνεται όλη η έξαλλη αντίδραση μιας βιταλιστικής αντίληψης για τον κόσμο απέναντι στη γαλλική και αγγλοσαξονική νοησιαρχία – τα χέρια πρέπει να είναι οι φορείς της μοίρας και όχι οι εκλεπτυσμένες ιδέες! Σε στοχαστές όπως ο Χάιντεγκερ και ο Σμιτ αναπτύσσεται πολύ φυσικά μια τέτοια διπολική λογική, όπου η ζωή αντιτίθεται στον νου (εξού η απέχθεια του Σμιτ για τους «υπερ-διανοούμενους» Εβραίους), ο λαός αντιτίθεται στο άτομο, το «αυθεντικό» τάχα «Είναι» αντιτίθεται σε μια ψευδο-ιστορία των κατακερματισμένων όντων – και βεβαίως η γερμανικότητα αντιτίθεται στην εβραϊκότητα, όπως η πολυθρύλητη εντοπιότητα στην άρριζη ύπαρξη της νεωτερικότητας. Λίγο πολύ, αυτή η διπολική λογική αντανακλά το δίπολο αμαρτία/λύτρωση, πτώση/αποκατάσταση. Ο Χέλντερλιν και κάποιες μυστικιστικές τάσεις της γερμανικής ποίησης έμοιαζαν να δίνουν την πρώτη ύλη για μια νέα εμπειρία της γλώσσας και της «γερμανικότητας» απαλλαγμένη από το διανοητικό φορτίο της κλασικής μεταφυσικής, και κυρίως από τη φιλοσοφική αμφιβολία. Νομίζω πως πρόκειται για παρερμηνεία του Χέλντερλιν και για μια ιδεολογική χρήση της ποίησης.
11 Βάζοντας στην άκρη τις «Μαύρες Διαθήκες» ποιος είναι ο επόμενος στόχος δοκιμασίας των …ορίων σας; Θα δούμε σύντομα κάποιο νέο σας βιβλίο;
Δύο θέματα που με απασχολούν στον Αλλόκοτο Ελληνισμό όσο και στις Μαύρες Διαθήκες είναι η περιπλάνηση και η ανεστιότητα, και με αυτά καταπιάνομαι σε ένα νέο βιβλίο που ετοιμάζεται αυτήν την εποχή. Ο τίτλος είναι “Λεωφόρος ΝΑΤΟ”, και θα κυκλοφορήσει μέσα στο φθινόπωρο από τις εκδόσεις Κίχλη. Το βιβλίο αναπλάθει την εμπειρία μιας περιπλάνησης στην οδό ταχείας κυκλοφορίας που συνδέει τον Ασπρόπυργο με την Ελευσίνα αλλά και στις παρόδους και τις παρακάμψεις της. Στις σελίδες του καταγράφω σκέψεις και συναισθήματα που μου γεννήθηκαν in situ, δηλαδή εν μέσω σύγχρονων ερειπίων, ημιτελών κατασκευών και κελύφων που αναμένουν κάποιου είδους επανάχρηση ή την κατάρρευσή τους. Πρόκειται για κείμενο υβριδικό και για πείραμα ψυχογεωγραφίας πάνω στη σχέση ενός ρευστού δημόσιου χώρου με την ιδιωτική πρόσληψή του. Στη λεωφόρο ΝΑΤΟ είδα να κατοπτρίζεται μια εκδοχή της νεότερης Ελλάδας, ωστόσο στον βαθύτερο πυρήνα του βιβλίου βρίσκεται η εμπειρία της απώλειας – μήπως κάθε περιπλάνηση δεν ξεκινά με μια απώλεια;
– Σας ευχαριστώ πολύ για την τιμή αυτής της συνέντευξης. Εύχομαι το συγγραφικό σας μέλλον να έχει τόσο εξαιρετικές παρακαταθήκες όσο αυτές.
– Κι εγώ σας ευχαριστώ
Γρηγόρης Δανιήλ, για το TheLook.Gr
5