“Το πρόσωπό της είναι φωτεινό, το δέρμα στα μάγουλά της μοιάζει λείο, σχεδόν εξωπραγματικό καθώς ξεπροβάλλει μέσα απ’ τα υφάσματα. Είναι η Παναγία με το σώμα της Αλίκης, ντυμένη με τον χιτώνα της χριστουγεννιάτικης γιορτής”.

 

Η Ούρσουλα Φωσκόλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1986. Σπούδασε νομικά και web designer. Συμμετέχει στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού Φρέαρ και επιμελείται τη σελίδα του στο διαδίκτυο. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο “Το κήτος” (εκδόσεις Κίχλη, 2016) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα και το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη του περιοδικού Έναστρον – Κλεψύδρα 2017. Το δεύτερο βιβλίο της, η νουβέλα “Η Παναγία των εντόμων”, που έδωσε την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη τον Δεκέμβρη του 2020 αποσπώντας πολύ καλές κριτικές.

 

  1. Η Παναγία των εντόμων, το νέο σας βιβλίο, κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Κίχλη. Πόσο ομαλή και προδιαγεγραμμένη, ίσως, ήταν αυτή η στροφή από τη μικρή φόρμα των διηγημάτων σε αυτή της νουβέλας;

Για να γράψω τα μικρά πεζά του πρώτου μου βιβλίου είχα προηγουμένως περάσει από μια διαδικασία αφαίρεσης, προσπαθώντας να δημιουργήσω κείμενα σφιχτά, στα οποία καμία λέξη δεν έπρεπε να περισσεύει. Η μετάβαση από την τόσο μικρή φόρμα σε ένα εκτενέστερο κείμενο, όπως είναι μια νουβέλα, αποτέλεσε μια ωραία πρόκληση, η οποία με «ξεβόλεψε» και με έκανε να εξερευνήσω ένα διαφορετικό μονοπάτι της γραφής. Η πορεία από το διήγημα στη νουβέλα, από το μικρό στο μεγαλύτερο, δεν ήταν καθόλου προδιαγεγραμμένη. Αποδείχτηκε μια αληθινή και συναρπαστική συνάμα δοκιμασία, από την οποία θέλω να πιστεύω πως βγήκα δυνατότερη.

 

  1. Αισθανθήκατε, εν μέρει, το βάρος της συνέχειας μετά από τη λογοτεχνική διάκριση του πρώτου σας συγγραφικού βήματος;

Η διάκριση του Κήτους οπωσδήποτε μου έδωσε μεγάλη χαρά. Είναι σπουδαίο να αναγνωρίζεται η προσπάθεια ενός πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, πόσω μάλλον με δύο βραβεία. Η διάκριση αυτή αποτέλεσε ωστόσο και βάρος κατά την προσπάθειά μου να κάνω το επόμενο βήμα. Μεσολάβησε το μυθιστόρημα Δύο της Έλενας Μαρούτσου στο οποίο συμμετείχα με ορισμένα μικρά μου κείμενα, όμως η Παναγία των εντόμων ήταν το πραγματικό «επόμενο σκαλοπάτι». Όφειλα να το ανέβω και να το ανέβω μόνη μου.

 

 

  1. Η αφήγηση στο βιβλίο αποκαλύπτει ένα σφιχτοδεμένο αρχιτεκτονικό πλάνο που ρέει ακολουθώντας και υπερρεαλιστικά μονοπάτια. Δώστε μας επιγραμματικά την πορεία της νουβέλας από την πρώτη σύλληψη ως την τελική της αποτύπωση.

Η νουβέλα άρχισε να γράφεται μέσα μου πολύ πριν αποτυπωθεί στο χαρτί. Μπορώ να ανιχνεύσω τις πρώτες σκέψεις, τις πρώτες εικόνες του βιβλίου στο προσωπικό μου σημειωματάριο. Υπήρχαν, για παράδειγμα, κάποια πράγματα που τα γνώριζα εξαρχής, όπως το όνομα της Αλίκης ή το γεγονός ότι ο ήρωάς μου θα περιπλανιέται σ’ ένα άδειο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Ήξερα ότι ήθελα να εξερευνήσω τα όρια του ιερού, της λατρείας, τη σχέση της θρησκείας με το ανθρώπινο σώμα. Ήξερα ακόμη ότι ήθελα να βγάλω από τη φαρέτρα μου το υπερρεαλιστικό στοιχείο, ν’ ανοίξω μια χαραμάδα στο βιβλίο και να το αφήσω να τρυπώσει.

 Όταν ακόμη μπορούσαμε να περπατάμε ελεύθερα στην πόλη, περπάτησα πολλές ώρες στην Αθήνα ψάχνοντας εκείνα που μου έλειπαν: το πώς, το πότε και κυρίως τα γιατί αυτής της ιστορίας. Πρόλαβα και επισκέφθηκα το Μουσείο Γουλανδρή, το απόλαυσα σχεδόν άδειο, σε κλίμα κατανυκτικό, σαν μια μεγάλη εκκλησία. Στην πορεία εμφανίστηκαν μάλιστα μπροστά μου και ορισμένες ευτυχείς συμπτώσεις που με βοήθησαν να βυθιστώ ακόμη περισσότερο στην ατμόσφαιρα του βιβλίου, όπως το γεγονός ότι η εταιρεία στην οποία εργάζομαι ανέλαβε να ψηφιοποιήσει αρκετά από τα εκθέματα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Δήμου Αμαρουσίου.

 

“Με γοητεύει η επικράτεια της σκιάς. Μου αρέσει να τοποθετώ τους ήρωές μου στη δροσιά της”

 

  1. Αυτή η συχνή εναλλαγή φωτός-σκιάς που είναι έκδηλη στις σελίδες του βιβλίου, κατά πόσο έχει δρομολογήσει τις κινήσεις σας;

Ο αναγνώστης της Παναγίας των εντόμων αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι η νουβέλα επιχειρεί μια καταβύθιση στο υποσυνείδητο. Ο πρώτος αφηγητής, ο νεαρός άνδρας που δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του, είναι ένας άνθρωπος που ζει μια εσωτερική ζωή. Ο εξωτερικός κόσμος είναι μια διαρκής απογοήτευση και οποιαδήποτε πράξη που αγγίζει τις συμβάσεις μιας «κανονικής» ζωής, φαντάζει θλιβερή κι ανεπαρκής. Καθώς περπατά στις άδειες αίθουσες του μουσείου αποκαλύπτει στον αναγνώστη τον νοσηρό, εμμονικό του έρωτα για την Αλίκη, κινούμενος διαρκώς μεταξύ φωτός και σκότους, μεταξύ έρωτα και θανάτου.

Με γοητεύει η επικράτεια της σκιάς. Μου αρέσει να τοποθετώ τους ήρωές μου στη δροσιά της.

 

  1. «Από μικρός έμαθα να περνώ απαρατήρητος», λέει ο ήρωάς σας. Μια φράση που, ίσως, ξεκλειδώνει τη ψυχοσύνθεση του. Αλήθεια κάτω από ποιες «προσταγές» της σκέψης σας ήρθατε σε συνομιλία μαζί του;

Από τη στιγμή που η μορφή του νεαρού αφηγητή χωρίς όνομα σχηματίστηκε στο μυαλό μου, άρχισα να τον βλέπω παντού. Ήταν το φοβισμένο παιδί που κρυβόταν κάτω απ’ το τραπέζι, το ντροπαλό αγόρι στη γωνία του πάρτυ. Τον άφησα να με πάρει από το χέρι κι αντί να τον τραβήξω έξω στο φως, έσκυψα κοντά του. Για αρκετό καιρό καθίσαμε μαζί παρατηρώντας τον κόσμο.

 

 

  1. Ο ήρωάς σας μέσα από μια περιήγηση σε μουσείο ανατρέχει και σε παιδικές στιγμές που οι λεπτομέρειες τους σφράγισαν ως ένα σημείο τις ακροβασίες του ανάμεσα στον έρωτα και στο θάνατο. Με ποιο τρόπο προσπαθήσατε να ψηλαφίσετε τα εγκαύματα αυτής της ψυχής;

Με αφορμή τα εκθέματα του μουσείου, κάποια υφή, κάποια μυρωδιά που πλανάται στον αέρα, ο αφηγητής ανατρέχει σε περιστατικά από την παιδική του ηλικία. Η περίοδος που σφράγισε τη μετέπειτα ζωή του είναι εκείνη της πρώτης σχολικής ηλικίας σ’ ένα καθολικό σχολείο. Εκεί όπου συνάντησε για πρώτη φορά την Αλίκη, που έμελλε να αποτελέσει το αντικείμενο του πόθου του έως και τη στιγμή που τον συναντάμε. Εκεί, στη διάρκεια της Χριστουγεννιάτικης γιορτής όπου το κορίτσι υποδύθηκε την Παναγία, ο αφηγητής-παιδί αποφάσισε ότι για εκείνον «άλλη Παναγία δεν υπήρχε, παρά μόνο η Αλίκη».

Η ψυχοσύνθεση του ήρωα μού αποκαλύφθηκε σταδιακά. Τον τοποθέτησα σε δικά μου γνώριμα περιβάλλοντα, όπως το παλιό μου σχολείο, του έδωσα κομμάτια από το εφηβικό μου δωμάτιο, τον χάιδεψα με γνώριμα χέρια και τον άφησα —έτσι, αβοήθητο— να μου φανερωθεί.

 

“Απέναντι σε μια λευκή σελίδα ο συγγραφέας είναι πάντα μόνος”

 

  1. Όταν ολοκληρώσατε το βιβλίο σας ποιο συναίσθημα κυριάρχησε έναντι των υπολοίπων;

Ανακούφιση και κάτι άλλο απροσδιόριστο, σαν φτερούγισμα χιλιάδων εντόμων μέσα στο στομάχι μου.

 

  1. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφερόμενος στη συγγραφή λέει σε κάποιο χωρίο: «Η Αλήθεια βγαίνει χυτή σαν νεόκοπο άγαλμα, μόνο μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς. Και η μοναξιά της πένας είναι η πιο μεγάλη». Τελικά πόσο μόνος είναι ο συγγραφέας; Πιστεύετε κι εσείς στη δημιουργική μοναξιά του καλλιτέχνη;

Η μοναξιά είναι αναγκαία συνθήκη για την καλλιτεχνική δημιουργία. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, σε φτάνει στα όριά σου, σε κάνει εντέλει να γυρίσεις το κεφάλι προς τα μέσα, να κοιτάξεις κατάματα την προσωπική αλήθεια.

Απέναντι σε μια λευκή σελίδα ο συγγραφέας είναι πάντα μόνος.

 

  1. Το επόμενο σας συγγραφικό βήμα έχει δρομολογηθεί, έστω και νοερά ή περνάτε ένα μικρό στάδιο «ανακωχής» με την πένα σας;

Έχω στο νου μου μια ιστορία που φιλοδοξώ να πω με λιγότερα ή περισσότερα λόγια. Έχοντας ανέβει το απότομο σκαλοπάτι του δεύτερου βιβλίου, θέλω να ελπίζω ότι δεν θα τη φοβηθώ. Βρίσκομαι στο στάδιο επεξεργασίας της, ανιχνεύω τα πώς και τα γιατί, την κυοφορώ και παράλληλα κρατώ τις απαραίτητες σημειώσεις. Ακούω πολλή μουσική για να κλείσω την πόρτα στον θόρυβο και τη βλέπω σιγά σιγά να γεννιέται από τη συγκίνηση που μου προκαλεί η σκέψη της.

 

Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr

 

1