Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος σπούδασε αρχικά νομικά και πολιτικές επιστήμες στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα φιλοσοφία, ψυχολογία και παιδαγωγικά στη Φιλοσοφική Σχολή του ίδιου πανεπιστημίου.

 

Με διαδοχικές υποτροφίες της γαλλικής κυβέρνησης και του Ιδρύματος Στασινόπουλου πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη Σορβόννη, με τον καθηγητή Maurice Duverger και είναι διδάκτορας πολιτικής επιστήμης του 1ου Πανεπιστημίου του Παρισιού. Πραγματοποίησε μεταδιδακτορικές έρευνες και στην Οξφόρδη. Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου, έχει επίσης διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Λίλλης. Διετέλεσε πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης. Είναι συγγραφέας πολλών επιστημονικών και τριών λογοτεχνικών βιβλίων, με πιο πρόσφατο  τον «Δικαστή» που πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Στο βιβλίο του «Ο Δικαστής» ο Θανάσης Διαμαντόπουλος δημιουργεί ένα λογοτεχνικό σκηνικό που το χτες επικοινωνεί με το σήμερα συμπλέκοντας καταστάσεις «ασύλληπτης θηριωδίας» με ευγενή αισθήματα και απαράμιλλες αξίες όπως η φιλία, ο έρωτας, η ακεραιότητα και το ηθικό βάρος του καθήκοντος.

 

«Τα πάντα γίνεσαι με τις σελίδες που σκίζεις» αναφέρει κάποιος ήρωας του βιβλίου. Το μυθιστόρημά σας «Ο δικαστής» είναι αποτέλεσμα πολλών σκισμένων σελίδων; Πώς κύλισε το χρονικό διάστημα της συγγραφής του βιβλίου σας;

Το διάστημα που έγραφα το βιβλίο ένιωθα κυριολεκτικά οιστρήλατος, έχοντας περίπου χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ένιωθα να «μετέχω του μύθου» μου, να τον «ζω» και αυτό το αίσθημα, θα έλεγα, προσανατόλιζε και κατηύθυνε τη γραφή μου. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν σκισμένες σελίδες. Καθόλου ευάριθμες μάλιστα. Συμπυκνώθηκε πάρα πολύ το πρώτο μέρος, με την ερωτική συνύπαρξη, τις γνωριμίες, τις εμπειρίες των νεαρών ηρώων του έργου στην Αθήνα και τη Σαντορίνη. Κυρίως, όμως, είχα χρησιμοποιήσει στο τρίτο μέρος την πυρκαγιά στο Μάτι, για να εισαγάγω προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν εκεί, όλοι μαζί, στην Αργυρά Ακτή. Αυτό το κομμάτι αφαιρέθηκε ολοσχερώς. Με παρότρυνση της κας Μαρίας Χούκλη, που είχε την καλοσύνη να διαβάσει σε πρωτόλεια μορφή το κείμενο και έκρινε πως επρόκειτο για «άλλη ιστορία», πρωτίστως δε της κας Ελένης Μπούρα, η οποία μου επισήμανε πως το μέρος αυτό θα μπορούσε να γίνει «μια θαυμάσια ξεχωριστή νουβέλα». Αν το αναγνωστικό κοινό  αγκαλιάσει τον «Δικαστή», δεν αποκλείεται να το επιχειρήσω στο μέλλον.

 

 

Ο κεντρικός σας ήρωας είναι κάθετος απέναντι στο ζήτημα της θανατικής ποινής, που απλά υπηρετεί «το πρωτόγονο αίσθημα της εκδίκησης και της ανταπόδοσης», όπως λέει. Πού προσκρούει πιστεύετε η εκρίζωση αυτού του τόσο αναχρονιστικού μέσου απονομής δικαιοσύνης;

Ο άνθρωπος, μεμονωμένος, είναι αδύναμος και πολύ περιορισμένος στο πλαίσιο της κοινωνικής συμβίωσης. Ταυτιζόμενος, όμως, ψυχολογικά με τη δημόσια εξουσία, νιώθει να μετέχει της δύναμής της. Και τη δύναμη αυτή τη θέλει απεριόριστη, καταλυτική, τιμωρητική όπως του Θεού, ικανή ακόμα και να εξοντώνει όσους αμφισβητούν τους όρους και τους θεσμούς της. Εκεί δηλαδή όπου –διά της ταύτισης με αυτήν την εξουσία– ο άνθρωπος νιώθει παντοδύναμος, βλέπει να αναβιώνουν τα πρωτόγονα ένστικτά του.

 

 

Σε πολλά σημεία κάνετε λόγο για την ημιμάθεια της σύγχρονης γενιάς, αλλά και την πλήρη άγνοια σημαντικών γεγονότων της σύγχρονης ιστορίας μας. Αποτέλεσμα των πολλών εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων από τη μεταπολίτευση και μετά ή μήπως είναι συγκερασμός πολλών συνισταμένων;

Η διεύρυνση της αμάθειας και πρωτίστως της ολοσχερούς απουσίας κουλτούρας των τυπικώς πεπαιδευμένων (σκεφθείτε έναν πρώην πρωθυπουργό, που θεωρούσε πως η μεταβολή γίνεται με στροφή 360 μοιρών…) είναι ευθέως ανάλογη με την τάση για ευρύτερη διάχυση της ανώτατης παιδείας, η οποία παρέχεται όχι πια επιλεκτικά, όπως παλαιότερα, αλλά ουσιαστικά ανεπιλέκτως.

 

 

Δικαιοσύνη και Δύναμη. Δύο λέξεις που πέρα από το ίδιο αρχικό τους γράμμα συμπλέκονται σε ένα ατέρμον παιχνίδι εξουσίας. Θα ήθελα επ’ αυτού την τοποθέτησή σας.

Εδώ και αιώνες η φιλοσοφική σκέψη (Ρουσσώ κ.λπ.) έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος, αδυνατώντας να κάνει το δίκαιο ισχυρό, τείνει να θεωρεί την ισχύ δίκαιη. Είναι ο ψυχολογικός νόμος της εκλογίκευσης.

 

 

«Μάχεσθαι χρη τον δήμον υπέρ του νόμου ώσπερ τείχους» (Ο λαός πρέπει να υπερασπίζεται τον νόμο σαν να είναι το τείχος [της πόλης]) λέει ο Ηράκλειτος. Βέβαια από την εποχή του Ηράκλειτου μεσολαβεί μια απόσταση 2,5 χιλιάδων χρόνων. Στη σημερινή εποχή όπου οι νόμοι λειτουργούν με δύο μέτρα και δύο σταθμά πιστεύετε πως οι νόμοι είναι το τείχος μιας πόλης ή προπέτασμα μεροληπτικών αποφάσεων;

Το έθεσε ορθώς ο Ροΐδης, αν καλώς ενθυμούμαι: είναι σαν τους ιστούς της αράχνης, που πιάνουν μόνο μικρά έντομα (βλέπε καθαρίστρια του Βόλου ή τον διασώστη του ΕΚΑΒ). Οι δικαστές, αντίθετα, «ερμηνεύουν» τους νόμους κατά βούληση, εισπράττοντας αναδρομικά εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ενώ ανάλογη –κάπως μικρότερη, βέβαια– ερμηνευτική γενναιοψυχία δείχνουν και για άλλες κοινωνικοεπαγγελματικές ομάδες, πρωτίστως κρατικοδίαιτες, με πολιτική ισχύ

 

 

Απομόνωσα μια φράση με την οποία θεωρώ πως κάνετε μια σημαντική διαπίστωση. Λέτε προς το τέλος του βιβλίου σας: «Στην εποχή μας η πολυπληθέστερη κοινωνική ομάδα στην οποία μπορεί να ενταχθεί ένας άνθρωπος είναι διμελής…». Αναλύστε μας αυτή την τόσο ξεχωριστή τοποθέτησή σας.

Οι ευρύτερες κοινωνικές συνομαδώσεις, που παρήγαν αλληλεγγύη μεταξύ των μελών τους σε απλούστερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, τείνουν να κονιορτοποιηθούν στον ανταγωνιστικό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό.

 

 

Πολλά από τα σημαντικά ιστορικά γεγονότα που αφηγείται «Ο δικαστής» σας συνέβησαν και επί των ημερών σας. Πόσο δύσκολη ήταν η επανατοποθέτησή τους σε λογοτεχνική φόρμα;

Όπως, νομίζω, διαφαίνεται από την πρώτη απάντηση, σχεδόν ακολούθησα την «αυτόματη γραφή». Τα γεγονότα ξεπηδούσαν από τις αναμνήσεις μου, όπως το νερό των πηγών, το σωρευμένο στα έγκατα της γης.

 

 

Τα μόλις δύο λογοτεχνικά βιβλία μέσα στην πλειονότητα των επιστημονικών σας έργων τι απόχρωση παίρνουν; Λογοτεχνία ως διαφυγή ή κάτι πιο σύνθετο;

Ας αφήσω την απάντηση στους ειδικούς και το κοινό, αν κάνουν τον κόπο να ασχοληθούν με την ταπεινότητά μου.

 

 

Από τα «προεόρτια» μέχρι την «πραγματικότητα» μεσολαβούν οι ζωές τόσων λογοτεχνικών ηρώων. Πόσο διάστημα πιστεύετε ότι θα μεσολαβήσει από το επόμενό σας λογοτεχνικό βήμα;

Θα ήταν εξαιρετικά επιπόλαιο, ίσως και αντιλογοτεχνικό, να το προεκτιμήσω, πολλώ μάλλον να το προεξοφλήσω. Δεν ξέρεις ποτέ πότε χτυπάς υπόγειο ρυάκι. Δεν είναι καν σίγουρο πως θα υπάρξει επόμενο λογοτεχνικό (ή άλλο) έργο.

 

 

Κλείνοντας θα ήθελα να μας εκμυστηρευτείτε ένα απόσταγμα από την επαγγελματική σας πορεία.

Το λέει και ο λογοτεχνικός μου ήρωας: «Never complain», όταν νιώθεις αδικημένος. Σφίγγε τα δόντια και συνέχισε να προσπαθείς να βελτιώνεσαι. Μέχρι του σημείου που να μην μπορούν να σε αγνοούν.

Θυμάμαι, είχε δοθεί σε έναν καταξιωμένο βιβλιοκριτικό το προηγούμενο λογοτεχνικό μου έργο, επίσης ιστορικό μυθιστόρημα αλλά κινούμενο σε τελείως διαφορετικό χωροχρονικό πλαίσιο, το «Εστεμμένο Πάθος». «Τι θέλει αυτός και γράφει λογοτεχνία;» είπε στο πρόσωπο που του το έδωσε. Σαν να με ρωτούσε εγγονοπουλικώς «Τι θες, γραφιά, στη Λάρισα, εσύ ένας Υδραίος;. Μου θύμισε παλιό Βρετανό ομότεχνό του που έλεγε: «Όταν πρόκειται να παρουσιάσω ένα βιβλίο, δεν το διαβάζω ποτέ. Διαβάζοντάς το, θα γινόμουν μεροληπτικός»!

 

Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr

 

1