«Τα πρωινά τα λόγια /δείχνουν ευτυχή και ανάλαφρα,/μα άλλη είναι η αλήθεια./Στις δροσερές αγκάλες τους,/κάτω από τα γιασεμιά και τα τριαντάφυλλα,/κουβαλούν τα εμπύρετα λόγια της νύχτας./Εγώ μονάχα βλέπω/πως τρέμουν τα χεράκια τους». [Τα πρωινά λόγια]

 

Είναι εξαιρετικά παρήγορο να ανακαλύπτεις, έστω και τυχαία, ολόφρεσκες ποιητικές ανάσες. Στην πρόσφατη, λοιπόν, ποιητική συλλογή της Σοφίας Πολίτου-Βερβέρη με τίτλο «Λουτήρες» (Εκδόσεις Έναστρον) ο ευήκοος αναγνώστης θα ψηλαφίσει πτυχές μιας ιδιάζουσας ποιητικής αναφοράς  όπου  το κατεξοχήν ιδιωτικό πλάνο της, φτάνει να στιγματίσει κομμάτια της ευάλωτης ύπαρξής του. Κι αυτό γιατί κάποιες ποιητικές αναφορές κουβαλούν ένα μεγάλο φορτίο προσωπικών βιωμάτων εν μέρει αθέατες από τον απλό αναγνώστη κι οι στίχοι αποκτούν μ’ αυτό τον τρόπο μια άλλη διάσταση για δυνατούς λύτες γραπώνοντάς τον, κατά μια έννοια, στο ποιητικό της έρμα.

Στη συλλογή είναι διάχυτη, κυρίως, η αίσθηση ενός διαρκούς αγώνα ως σημάδι ενός “εσώτερου σοσιαλισμού” μακριά από τις ουτοπικές του διαστάσεις. Η κοινωνία με τις αντιθέσεις της, η ύπαρξή μας και οι συχνές μεταβολές της είναι τα κυρίαρχα θέματα αυτής της οπτικής. Σκέψεις που οδηγούν σε ένα προσωπικό κόσμο, διαθλασμένο από τη συμβατική πραγματικότητα. Τα ποιήματά της μορφάζουν απέναντι στην εξουσία και το σκληρό της πρόσωπο, υιοθετώντας κάποιες στιγμές ακόμη και λανθάνουσες σκωπτικές διαθέσεις.  Κι αν αυτή η διαπίστωση οδηγεί σε συγγένειες με τον ύστερο Ρίτσο ή το υπερρεαλιστικό (γλωσσοκεντρικό) χρώμα κάποιων στίχων με τον  Κακναβάτο, η ποιήτρια απαντά με ένα ποίημα-κλειδί της συλλογής, το «Όχι μια από τα ίδια»:

 

Καθόμασταν, λέει, σε μια πεζούλα,

ανάπηροι, με τα πόδια κομμένα,

και αγναντεύαμε τη θάλασσα.

Μη με ρωτάς πώς φτάσαμε ως εκεί,

δεν ξέρω. Μπορεί εκεί να ήμαστε από πάντα.

Κι εκεί που αγναντεύαμε, γυρίζεις και με ρωτάς,

γράφουμε τα ίδια; γράφουμε τα διαφορετικά;

και όχι, σου απαντώ, δεν είναι ίδια τα μοτίβα,

παρά οι πόνοι και οι πόθοι των ανθρώπων. 

 

Και είπαμε να φύγουμε, μα πουθενά δεν πήγαμε.

 

Μπροστά στην εντύπωση, λοιπόν, που αφήνουν οι χιλιοειπωμένες ιδέες, οι διαβασμένες από τα χείλη της ποιητικής μας παράδοσης, οικοδομούνται οι τοίχοι ενός νεόδμητου προσωπικού κτίσματος, όπου το οικόσημό του, αν και θολό ακόμα, μαρκάρει ήδη μια περιοχή της ποίησής μας.

 

«…σοφά τα δάχτυλα που νήστεψαν

πριν τολμήσουν να αγγίξουν»

 

Η συλλογή ξεκινά με μια «προτροπή» και τη θλιβερή επίγνωση μπροστά στο σημερινό αδιέξοδο. Υπό το βλέμμα του πανδαμάτορος χρόνου οι λέξεις πρωταγωνιστούν έρμαια των διαστάσεων του, αλλά και των διαθέσεων του μέσα από την πλούσια παροχή μιας εξεζητημένης εικονοποιίας, γιατί εδώ  «αναζητούνται εδώδιμες λέξεις/ για να περιγράψουν το τοπίο»

Ο χρόνος έτσι περιγράφεται ως ο απόλυτος εξουσιαστής , ο αόρατος Θεός-εχθρός που χειραγωγεί την επίγεια πορεία μας. Αυτός που καιροφυλακτεί και πασαλείβει κατά το δοκούν, τις διαδρομές της μνήμης …

«Είμαστε πάνω στη στιγμή που μικραίνει η μέρα

και μεγαλώνουμε εμείς»(Ας μείνουμε έτσι)

 

«Η νύχτα κοντεύει να σβήσει

και η μνήμη ισχνός φανός που ξενυχτά».

 

… μεταπλάθοντας μια παραδομένη πραγματικότητα την οποία ταίριαξαν έτσι ώστε πάντα να ασφυκτιούμε. Ένα δυσχερές πέρασμα, δηλαδή,  από τη ζωή στο θάνατο, τα ασφαλή όρια του και τα λάθρα, για λίγους, μονοπάτια του.

«…μπροστά στο στήθος γράφει,

και οι δυο νικητές.

Πίσω στη πλάτη γράφει,

και οι δύο νικημένοι (Ολομόναχος)

 

Η ποιήτρια κοινοποιεί, τρόπον τινά,  μεταλαμπαδεύοντας τις σκέψεις της, τις επιπτώσεις κι τις εκ-πτώσεις μιας πορείας με φάρο την ελπίδα που φυλλορροεί, όμως, μπροστά στο βλέμμα του Άλλου, «…μια αποτυχημένη ατομική επιχείρηση τον χαρακτήρισαν».

Καθώς μακραίνει η ποιητική σκέψη εντείνεται αυτή η υποδόρια συνομιλία με την ποιητική παράδοση με κρυφομιλήματα ως και το δημοτικό τραγούδι και το ειλικρινές πνεύμα του. Μια συνετή “εμπειριοκρατική” συνομιλία με την παράδοση του τόπου, θα τη χαρακτήριζα. Κι αν αυτό ξενίζει, πρέπει να τονιστεί πως τα ποιήματα της συλλογής αφουγκράζονται αυτό που θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς, μείξη των αντιθέσεων ή αλλιώς ζωή. Γιατί ανάμεσα στα 4 χάικου που οριοθετούν τους ποιητικούς αναβαθμούς, βρίσκονται σπαρμένες ποιητικές ανάσες που απλώνουν τις αναζητήσεις της ρευστής ύπαρξής μας σε αυτό το χρονικά περιορισμένο, επισκεπτήριο μας.

 

Ο κήπος του επισκεπτηρίου ήταν γεμάτος μηλιές

τα άγουρά τους μήλα

σιωπηλές ενθυμήσεις της αρχής του σύμπαντος.

Οι αφανείς ζωές περπατούσαν δειλά στους διαδρόμους,

Περιμένοντας καρτερικά μήπως και ροδίσουν.

Θανάσιμες οι άδειες άνευ επιστροφής, ήθελε προσοχή,

όπως και τα τηλεφωνήματα από ανθρώπους

που η φωνή τους ήταν αναγνωρίσιμη.

Η ποιότητα ήταν το ζητούμενο και όχι η ποσότητα,

μα οι γιατροί μόνο πώς να επιμηκύνουν

τα ατέλειωτα γεράματα ήξεραν

και όχι την εγκλωβισμένη νιότη. (Επισκεπτήριο)

 

Το βιβλίο της Σοφίας Πολίτου-Βερβέρη “Λουτήρες” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Έναστρον

 

 

3