Τη σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει  ένα κείμενο του Μιχάλη Σκολιανού για το βιβλίο του “Αδιέξοδο” που κυκλοφόρησε το 2018 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

 

 

Κείμενο: Μιχάλης Σκολιανός

 

Η σύλληψη της ιδέας για το βιβλίο μου «Αδιέξοδο» έλαβε χώρα πριν σχεδόν πέντε χρόνια, μια περίοδο που πιεζόμουν πολύ έντονα ψυχολογικά. Όπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου μου είχα βρεθεί και εγώ σε ένα προσωπικό αδιέξοδο. Δεν μπορούσα να βρω ούτε μια χαραμάδα αισιοδοξίας στην προσωπική μου ζωή. Όλα μου φαίνονταν τόσο δύσκολα, σχεδόν ανυπέρβλητα. Είχα βρεθεί σε ένα επαγγελματικό αδιέξοδο και ένιωθα και με όλα αυτά που συνέβαιναν στη χώρα ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Άκουγα συνέχεια στη διάρκεια της κρίσης ότι η δική μου γενιά αυτοί που είναι γεννημένοι στη δεκαετία του 1980 ήταν μια χαμένη γενιά, η περίφημη lostyouth, αλλά πρώτη φορά το ένιωθα εγώ, σε προσωπικό επίπεδο τόσο έντονα. Είχα αρχίσει να αισθάνομαι ότι σε αυτή την χώρα, με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση που επικρατούσε και τις σύστοιχες δομές της, ό,τι και να έκανα, όσα επαγγελματικά προσόντα και αν αποκτούσα δεν θα έβρισκα ποτέ μια αξιοπρεπή εργασία που θα μου διασφάλιζε κατ’ επέκταση μια αξιοπρεπή ζωή. Ότι δεν θα αποκτούσα ποτέ την οικονομική και κατ’ ακολουθία προσωπική μου αυτονομία. Ότι δεν θα γινόμουν, δηλαδή, ποτέ κύριος του εαυτού μου, ένα αυτεξούσιο και αυτοδύναμο ον.

Όχι, δεν είχα όνειρα, ούτε καν υψηλές προσδοκίες – αυτά τα είχα απωλέσει από καιρό, όταν έπαυσα να είμαι απλά ο μαθητής και αργότερα ο φοιτητής και είχα αρχίσει να αποκτώ επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα – αλλά τώρα ένιωθα για πρώτη φορά στη ζωή μου ότι δεν θα μπορέσω καν να ζήσω τη ζωή μου με τους στοιχειώδεις δικούς μου όρους. Δεν μιλούσα πλέον, ούτε να σκεφτώ δεν τολμούσα, για αυτοπραγμάτωση και άλλες τέτοιες υψιπετείς έννοιες, αλλά πλέον ένιωθα ότι είχα φθάσει στο άλλο άκρο και ότι δεν θα μπορούσα να έχω καν τη βασική  οικονομική μου και κατ’ ακολουθία υπαρξιακή μου αυτοτέλεια.

Ήταν η περίοδος που ολοκλήρωνα την εκπόνηση της διδακτορικής μου διατριβής και βαθιά μέσα μου ήμουν βέβαιος ότι και η διατριβή δεν θα μου προσφέρει κάτι παραπάνω. Είχα εμποτιστεί με μια διαρκή ματαίωση προσδοκιών.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν εσωτερικές και εξωτερικές γεννήθηκε η ιδέα για το δεύτερο βιβλίο μου το «Αδιέξοδο». Η γέννηση της ιδέας και κατόπιν η απόφαση να την μετουσιώσω σε λόγο δεν ήταν προϊόν μιας συνειδητής διεργασίας αλλά πιο πολύ ξεπήδησε αναπόδραστα μέσα από τις συνθήκες που βίωνα, μηχανικά.

Μόλις κατακάθισε η ιδέα και άρχισε να αποκρυσταλλώνεται παίρνοντας σχήμα και μορφή άρχισα δίχως δεύτερη σκέψη να γράφω, για αυτά που βίωσα αλλά και για αυτά που θα μπορούσα να έχω βιώσει στη στρεβλωμένη ελληνική πραγματικότητα× για το πώς ένας νέος επιστήμονας μάχεται να ανταπεξέλθει και να επιβιώσει επαγγελματικά – οικονομικά στην πνιγηρή – ειδικά για τους νέους ανθρώπους – Ελλάδα της οικονομικής και συνακόλουθα πολυεπίπεδης κοινωνικής κρίσης.

Και όσο έγραφα για πράγματα βιωματικά τόσο ένιωθα ένα βάρος να φεύγει από πάνω μου ώσπου  το γράψιμο εκείνη την περίοδο κατέστη μια αναγκαιότητα για τη διαχείριση της πραγματικότητάς μου.

Βέβαια το βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυτοβιογραφικό καθώς μπορεί να ξεκίνησα να το γράφω ορμώμενος από τα δικά μου βιώματα και από το αδιέξοδο στο οποίο ένιωθα ότι είχα περιέλθει εκείνη την περίοδο της ζωής μου, ωστόσο πρόθεσή μου ήταν να γράψω μια ιστορία μυθοπλασίας με συγκεκριμένη δραματουργία. Έτσι μπορεί η πλοκή να είναι διανθισμένη με αρκετά αυτοαναφορικά στοιχεία, ωστόσο συνολικά το βιβλίο είναι προϊόν μυθοπλασίας.

Όπως και στο πρώτο μου βιβλίο το «Μ» έτσι και στο «Αδιέξοδο» με ενδιέφερε ο εσωτερικός ρυθμός του βιβλίου. Ως βιβλίο μυθοπλασίας και όχι αυτοβιογραφίας επεδίωξα η πλοκή του, για λόγους κυρίως δραματουργικούς, να διατρέχεται από έναν κλιμακούμενο ρυθμό αυξανόμενης έντασης μέχρι την τελική του κορύφωση με την οποία επέρχεται με κάποιο τρόπο ένα είδος όχι ακριβώς εξιλέωσης, αλλά πιο πολύ εκτόνωσης και ανακούφισης του πρωταγωνιστή.

Επίσης, κάτι άλλο που επεδίωξα να κάνω με το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν να πλέξω το συλλογικό με το προσωπικό και να καταδείξω πώς εξωγενείς παράγοντες – κοινωνικές συνθήκες μπορούν να επιδράσουν στο πρόσωπο και να επηρεάσουν σε καθοριστικό βαθμό την ψυχοσύνθεση του και κατ’ επέκταση την ίδια του τη μοίρα× πώς δηλαδή το εξωτερικό γίνεται εσωτερικό και πώς με τη σειρά του το εσωτερικό επιδρά στο εξωτερικό – μια ανάστροφη διαδικασία – διαμορφώνοντας και καθορίζοντας τη ζωή του προσώπου – ατόμου.

Τέλος, αποφάσισα να ολοκληρώσω το βιβλίο με έναν τρόπο που να υποδηλώνεται ότι τελικά η ελευθερία είναι  πιο πολύ μια εσωτερική κατάσταση του ατόμου παρά ένα σχηματοποιημένο αντικειμενικό μέγεθος.

Όλες αυτές πάντως οι επιλογές και οι σκέψεις προέκυψαν αβίαστα – χωρίς να υπάρχουν από πριν – κατά τη διαδικασία της συγγραφής, βασιζόμενος στη γέννηση της αρχικής ιδέας.

Κάπως έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε το «Αδιέξοδο» και το μόνο σίγουρο είναι ότι η σύλληψη, η συγγραφή αλλά και η ολοκλήρωση του συγκεκριμένου βιβλίου λειτούργησε ευεργετικά σε μια περίοδο ιδιαίτερα δύσκολη για εμένα.

 

 

O Μιχάλης Σκολιανός γεννήθηκε το 1983 στο Μάντσεστερ, στις ΗΠΑ. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Είναι διδάκτωρ της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στην Κοινωνιολογία του Δικαίου. Η διδακτορική διατριβή του, Εξελικτισμός και Σχετικισμός στο Δίκαιο. Διάλογος μεταξύ φυσικού και θετικού δικαίου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σάκκουλα.

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

 

 

0