Η σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει με ένα κείμενο της Μάριον Χωρεάνθη για το βιβλίο της “Βρείτε την Ορτανσία” που κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Κείμενο: Μάριον Χωρεάνθη
Το πρώτο μου βιβλίο είχα αρχίσει να το γράφω πριν από είκοσι χρόνια σχεδόν, μαζί με την αδελφή μου, σαν παιχνίδι. Γράφαμε τα κεφάλαια εναλλάξ, συνεχίζοντας η καθεμιά την ιστορία από κει όπου την είχε αφήσει η άλλη. Καθώς κι οι δυο αγαπάμε τα μυστήρια, η υπόθεση ξεκίνησε σαν ένα είδος αστυνομικού θρίλερ, με την ανεξήγητη εξαφάνιση ενός πτώματος. Κάποια στιγμή, όμως, φτάσαμε σε αδιέξοδο. Οι ήρωες, έτσι όπως τους είχαμε πλάσει πρόχειρα, για πλάκα, δεν αποφάσιζαν σε τι ήθελαν να εξελιχθούν. Το αίνιγμα που είχαμε σκαρφιστεί αρνιόταν να μας δείξει τον δρόμο για τη λύση του. Μπλέξαμε με άλλες ασχολίες και υποχρεώσεις και το εγχείρημα “πάγωσε”. Έκανα, τότε, τέσσερις δουλειές ταυτόχρονα – ιδιαίτερα μαθήματα, μετέφραζα λογοτεχνία για λογαριασμό εκδοτικών οίκων, εικονογραφούσα βιβλία, είχα μόνιμες στήλες με παιχνίδια και κόμικς (τα οποία έφτιαχνα εξ ολοκλήρου με το χέρι) σ’ ένα περιοδικό για παιδιά – ενώ παράλληλα σπούδαζα ακόμα. Στο περιθώριο αυτής της υπερδραστηριότητας, που σήμερα απορώ πώς χωρούσε στις ώρες της ημέρας (και της νύχτας), σκάρωνα στίχους. Καμιά φορά τους μελοποιούσα κιόλας, γρατζουνώντας μια ακουστική κιθάρα για το κέφι μου. Τους σημείωνα σ’ ένα τετράδιο μαζί με τα ακόρντα και μετά τους ξεχνούσα. Όσο για το αστυνομικό μας θρίλερ που είχε μείνει στη μέση, ούτε η αδελφή μου ούτε εγώ το θυμόμασταν πια.
Μια μέρα πήγα να περάσω το κείμενο μιας μετάφρασής μου σε δισκέτα – τις πρόλαβα κι αυτές – για να την παραδώσω στον εκδότη, κι είδα πως η δισκέτα δεν ήταν άδεια. Είχε μέσα ένα άλλο αρχείο κειμένου, που ανοίγοντάς το, ανακάλυψα ότι ήταν μια μορφή της κοινής μας εκείνης συγγραφικής απόπειρας. Καθώς την ξαναδιάβαζα ύστερα από τόσον καιρό, σαν να ήταν το γραπτό ενός ξένου, συνειδητοποίησα πως είχε στοιχεία που με λίγο πλάνισμα, μπορούσαν να “σπρώξουν” μια χαρά την πλοκή. Και χωρίς να το καλοκαταλάβω, άρχισα και πάλι να γράφω, μανιωδώς, μ’ όλο τον ήδη συνθλιπτικό φόρτο των υποχρεώσεων. Ήταν ένα είδος εκτόνωσης, αν όχι ψυχοθεραπείας. Η διαρκής επαφή με τη λογοτεχνία μέσω της μετάφρασης, αλλά και των σπουδών, με βοήθησε σημαντικά σ’ εκείνη τη φάση. Απομόνωσα, λοιπόν, τα δικά μου κεφάλαια και τα συνέδεσα μεταξύ τους, αλλάζοντας δραστικά την ιστορία και, φυσικά, τα πρόσωπα, τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά τους. Το μόνο που κράτησα ήταν το εξαφανισμένο πτώμα, μόνο και μόνο για την πρόκληση να σκεφτώ μια πιθανή (ή απίθανη) εξήγηση. Αντικειμενικά οι επιλογές μου δεν ήταν απεριόριστες, μα η τροπή που είχε πάρει τώρα η ιστορία μού έδινε τη δυνατότητα να αυτοσχεδιάσω όσο “άγρια” μου κάπνιζε πάνω σ’ αυτές.
Την εποχή εκείνη είχε ξανάρθει στην επικαιρότητα μια πολύκροτη δίκη, η οποία, μια δεκαετία νωρίτερα, είχε φέρει στο προσκήνιο τους συγγραφείς μ’ έναν τρόπο μάλλον ανορθόδοξο, κάνοντας τους πρωταγωνιστές της διάσημους για λόγους άσχετους με την τέχνη τους. Ή, μήπως, όχι και τόσο άσχετους; Αν και όντως δεν πρόκειται για κάτι πολύ συνηθισμένο, οι περιπτώσεις ανθρώπων του πνεύματος που εμπλέκονται σε εγκληματικές πράξεις δεν είναι, τελικά, όσο σπάνιες θα περίμενε κανείς. Παρότι το συγκεκριμένο γεγονός δεν με ενέπνευσε άμεσα, έγινε η αφορμή να επανεξετάσω την εικόνα που έχει ο κόσμος για τους συγγραφείς και την οποία – όπως, άλλωστε, και κάθε στερεότυπο, παρά την εγγενή στρεβλότητα της υπεραπλουστευτικής του τάσης – όλοι, άθελά μας, κουβαλάμε σ’ έναν βαθμό. Η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για να αποδομήσει κανείς τέτοιες αντιληπτικές συμβάσεις είναι να τις τραβήξει ως τα άκρα, καταδεικνύοντας το γελοίο και εν τέλει, το ανυπόστατο του πράγματος. Μ’ έναν τρόπο που μου είχε τότε φανεί πέρα για πέρα λογικός, το άρτι “νεκραναστημένο” αστυνομικό θρίλερ που όδευε ολοταχώς και ανεπιστρεπτί προς την ασυγκάλυπτη σάτιρα του εαυτού του και του είδους του, αποτελούσε το καταλληλότερο πεδίο για την εξερεύνηση αυτής της ιδέας. Κι έτσι γεννήθηκε η “Ορτανσία”.
Βρισκόμασταν ακόμα στον καιρό της δραχμής, τότε που “λεφτά υπήρχαν” κι όλοι νόμισαν πως θα πιάσουν την καλή παίζοντας τις οικονομίες τους στο χρηματιστήριο. Τα καρτοτηλέφωνα – τα αραχνιασμένα, χορταριασμένα και βανδαλισμένα αυτά κουβούκλια στις γωνίες των πεζοδρομίων – θεωρούνταν το άκρον άωτον στην εξέλιξη των τηλεπικοινωνιών, ενώ τα νεοφανή κινητά, που χρησίμευαν μόνο για κλήσεις ανάγκης και γραπτά μηνύματα ελάχιστων χαρακτήρων, δεν ήταν, στα μάτια των σκεπτικιστών, παρά μια εξεζητημένη μόδα με λίγα “ψωμιά”. Το Ίντερνετ έκανε δειλά βήματα… χελώνας (βλέπε Dial up) στη χώρα μας και το έμβρυο του Google ίσα που σχηματιζόταν στο μυαλό των δημιουργών του. Το Microsoft Network και οι εξειδικευμένες του κοινότητες, καθώς και μια πρωτόγονη εκδοχή των ιστολογίων (με τελείως διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι σήμερα – έτσι και δήλωνε, τότε, κανείς την ιδιότητα του “blogger” ως επάγγελμα, θα του κολλούσαν πίσσα και πούπουλα), ήταν οι κυριότεροι χώροι διαδικτυακής επικοινωνίας και ατομικής έκφρασης. Και βέβαια, η τηλεόραση είχε την απόλυτη πρωτοκαθεδρία, κρατώντας μέρα νύχτα οικογένειες ολόκληρες καθηλωμένες μπροστά στο “καινούργιο κοσκινάκι” των ιδιωτικών και δορυφορικών καναλιών και κυριολεκτικά ανεβοκατεβάζοντας κυβερνήσεις.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γράφτηκε η “Ορτανσία” και εκεί τοποθετείται η δράση της – σε μια μεγάλη και πυκνοκατοικημένη πόλη, με τη μουντή πλήξη μιας καθημερινότητας χωρίς διεξόδους, καταδικασμένης στην ατέρμονη επανάληψη του εαυτού της. Χρόνια αργότερα, μου είπαν πως το μυθιστόρημα αυτό έχει στοιχεία εναλλακτικής πραγματικότητας, με την έννοια ότι διαδραματίζεται σε μια “περίπου” Ελλάδα, μια “περίπου” Αθήνα. Τα ονόματα των ηρώων είναι, βέβαια, ελληνικά (εκτός από μια δυο εξαιρέσεις όπου υπήρχε συγκεκριμένος λόγος), γιατί έτσι “έκατσαν” απ’ την αρχή. Και οι καταστάσεις είναι αναπόφευκτα – για μένα, τουλάχιστον – αναγνωρίσιμες, δανεισμένες απ’ την ελληνική πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν θα κατάφερνα, ή αν θα είχα καν το κίνητρο να γράψω για πράγματα που δεν μου είναι οικεία, που δεν τα έχω με κάποιον τρόπο ζήσει – ή δει από κοντά, ή έστω ακούσει – και να τα παρουσιάσω το κατά δύναμιν πειστικά, έτσι ώστε ο αναγνώστης να βρει σημεία ταύτισης. Η “Ορτανσία” είναι καρπός άμεσων ή έμμεσων βιωμάτων και ακατάπαυστης παρατήρησης. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, η φαντασία ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης, ο “στόκος” που γέμισε κάτι ψιλοκενά. Τι να την κάνουμε, άλλωστε, σ’ ένα περιβάλλον όπου ως και ο σουρεαλισμός έχει καταντήσει προβλέψιμος;
Η “Ορτανσία” του τίτλου είναι “κλεμμένη” από μια φράση του Ρεμπό, η οποία επίσης αποτελεί άλυτο φιλολογικό μυστήριο, ανάλογο με τον “κύριο W. H.” των σαιξπηρικών σονέτων. Ελπίζω να μην έτριξαν (πολύ) τα κοκαλάκια του ποιητή – κι ο ίδιος, άλλωστε, αγαπούσε τις κρυπτικές αλληγορίες και τα παιχνίδια με τις λέξεις. Κι η “Ορτανσία” ποτέ δεν έπαψε να είναι αυτό που ήταν εξ ορισμού: ένα παιχνίδι, που από μόνο του υπαγορεύει και παραβαίνει τους κανόνες του, χωρίς να απολογείται για τις ζαβολιές του. Γιατί κι αυτές είναι μέρος των κανόνων. Ένα καθόλα νόμιμο reverse engineering. Μονάχα διαλύοντας έναν μηχανισμό μπορούμε να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί για να τον ξανασυναρμολογήσουμε, κι ας μείνουν μερικές βίδες απέξω. Αυτές θα τις φυλάξουμε για να φτιάξουμε αργότερα κάτι άλλο. Στο σύμπαν των ιδεών, εξάλλου – ακριβώς όπως και στο υλικό – τίποτα δεν χάνεται πραγματικά: απλώς αλλάζει η σύνθεση και ο προορισμός του.
Το μυθιστόρημα “Βρείτε την Ορτανσία” κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με εξώφυλλο τη φωτογραφική σύνθεση Boys & Girls του Jan Saudek.
Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ
1