Γεννημένη στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην Θεσσαλονίκη, η Ευγενία Μπογιάνου μέσα από τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα έχει δώσει το δικό της στίγμα στην νεοελληνική λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα έχοντας μια σημαντική πορεία στην κριτική βιβλίου μέσα από την αξιόλογη συνεργασία της με την ιστορική εφημερίδα της Αριστεράς, την Αυγή.
Μια συνέντευξη στο The Book.Gr που ξεκίνησε με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο “Φανή” (εκδόσεις Μεταίχμιο) και επεκτάθηκε σε μια προσέγγιση της σύγχρονης όψης της Αθήνας αλλά και της κοινωνίας γενικότερα “…με τους μικρούς καθημερινούς φασισμούς που υπάρχουν παντού γύρω μας”. Με άξονα τη λογοτεχνία, λοιπόν, που αυτή όπως και οι φίλοι τής έχουν σώσει πολλές φορές τη ζωή, όπως σημειώνει, προσπαθήσαμε να φωτογραφίσουμε τη γενιά Γρηγορόπουλου, μέρος της οποίας αποτελεί η βασική της ηρωίδα, η Φανή.
Η Φανή, ένα κορίτσι της γενιάς Γρηγορόπουλου, είναι η κεντρική ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματός σας που κυκλοφόρησε στις αρχές της περασμένης άνοιξης. Πώς ξεκίνησε να απλώνεται αυτή η ηρωίδα στη σκέψη σας και κάτω από ποιες διαθέσεις διαμορφώσατε τη μυθιστορηματική αυτή περσόνα;
Ξεκίνησα από την ιδέα της απεύθυνσης. Ήθελα το κείμενο να έχει τη μορφή ενός μακροσκελούς μηνύματος, ενός μέιλ σε συνέχειες, ενός μονολόγου με παραλήπτη, που θα λειτουργούσε ως το λογοτεχνικό πρόσχημα, κατά κάποιον τρόπο, για να μπορέσω να αφηγηθώ την ιστορία μου. Από την άλλη ήταν πολύ ελκυστική ιδέα, η ηρωίδα μου να είναι μια νεαρή και άγουρη φοιτήτρια η οποία, αναζητώντας απαντήσεις για το παρελθόν, προσπαθεί συγχρόνως να ανακαλύψει τον εαυτό της. Νεαρούς ήρωες δεν συναντάς συχνά στη λογοτεχνία και είναι αληθινή πρόκληση το να προσπαθήσεις να αποδώσεις τα χαρακτηριστικά μιας ηλικιακής ομάδας από την οποία έχεις απομακρυνθεί οριστικά και η οποία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της τη ρευστότητα.
Η Φανή ανήκει στη γενιά του Γρηγορόπουλου, μια γενιά ή μέρος αυτής που, λόγω της οξύτητας των καταστάσεων, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναγκάστηκε να πάρει θέση για τα πράγματα. Η Φανή είναι αδιαπραγμάτευτων πεποιθήσεων, όμως τα διλήμματα και οι διχασμοί εισβάλλουν πάντα από την πίσω πόρτα και, καμιά φορά, έχουν όψη ελκυστική. Η εικοσάχρονη Φανή πιο πολύ διαισθάνεται το σκοτάδι και λιγότερο το βλέπει. Τα ερωτήματα είναι αμείλικτα –όπως και η ίδια η νεότητα είναι αμείλικτη– και οι απαντήσεις δύσκολες. Αλλά παλεύει για να τις δώσει.
Το μυθιστόρημά σας αφηγείται τη δράση μιας παρέας παιδιών με ανησυχίες για έναν κόσμο ανοιχτό ή όπως αναφωνεί η Φανή «Έναν κόσμο που ανήκει σε όλους μας. Ένας κόσμος που με χωράει». Τι απαντάτε στους επικριτές της που ισχυρίζονται ότι η εν λόγω γενιά βαδίζει χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό και έμμεσα χάνει το «παγιωμένο» ανθρωπιστικό πνεύμα των ύστερων χρόνων του 20ού αιώνα;
Είναι δύσκολο όσο και επικίνδυνο να μιλάμε με γενικεύσεις. Πιστεύω πως δεν υπάρχουν γενιές με εντελώς συμπαγή και αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά. Μεγάλο κομμάτι όμως της γενιάς του Γρηγορόπουλου, της γενιάς που ήταν δεκαπέντε χρονών όταν είδε τον συνομήλικό της Αλέξη να πέφτει νεκρός από τη σφαίρα ενός αδίστακτου δολοφόνου, βιώνοντας τα όσα ακολούθησαν χειραφετήθηκε πολιτικά λόγω των γεγονότων. Άλλωστε είναι και η γενιά που χτυπήθηκε ανελέητα από τη δεκάχρονη οικονομική κρίση με όλα της τα επακόλουθα και που τώρα –εντελώς απρόσμενα και κατακλυσμιαία– βιώνει στο πετσί της και την υγειονομική κρίση του τελευταίου χρόνου. Μέρος αυτής της γενιάς θεωρώ ότι είναι ακόμη στους δρόμους, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό. Φυσικά πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντα δυστυχώς αυτοί που σφυρίζουν αδιάφορα.
Στα μάτια της 20χρονης Φανής οι γραφιάδες παρουσιάζονται ως νάρκισσοι με «μια καλή ταπεινότητα που από κάτω χάσκει ο εγωισμός». Ο ναρκισσισμός του συγγραφέα πώς μπορεί να επηρεάσει τον αναγνώστη; Πώς αντιμετωπίζετε το φαινόμενο αυτό στη δουλειά σας;
Ε, δεν είναι λίγα τα βιβλία που στον πυρήνα τους το μόνο που βρίσκεται είναι η ανάγκη προβολής, αναμασημάτων κοινότοπων βιωμάτων και αυτοθαυμασμού του ίδιου του συγγραφέα και των παθών του, πραγματικών ή φανταστικών. Η Φανή, ρηξικέλευθη και ανυποχώρητη λόγω των είκοσι χρόνων της, ζώντας μέσα σε ένα περιβάλλον που διαμορφώνεται εν πολλοίς από τον μεταφραστή διανοούμενο μπαμπά της, το βλέπει αυτό και το στηλιτεύει. Ο ναρκισσισμός, που ως έναν βαθμό είναι κατανοητός όχι μόνο στη συγγραφή αλλά και σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, όταν κυριαρχεί και ξεπερνά τα όρια, αντί να ανοίγει πόρτες στον αναγνώστη τις κλείνει ερμητικά. Πιστεύω ακράδαντα και πάντα με αυτό παλεύω γράφοντας πως το προσωπικό πρέπει να φιλτράρεται και να παίρνει τέτοια χαρακτηριστικά που να αγγίζει το συλλογικό. Άλλωστε οι «κατά μόνας ηδονές» έχουνε γούστο όταν πραγματοποιούνται, ακριβώς, κατά μόνας.
Λόγω της ενασχόλησής μου και με την κριτική πέφτω πολλές φορές σε έργα με έντονο το στοιχείο του ναρκισσισμού. Με απωθούν. Νιώθω πως δεν μπορούν να αφορούν κανέναν. Τ’ αφήνω στην άκρη. Καλά βιβλία πάντα υπάρχουν. Και μάλιστα πολλά. Αρκεί να τα ανακαλύψουμε.
Στέκομαι σε μια ακολουθία φράσεων που είναι, ίσως, και το κλειδί της ψυχοσύνθεσης της Φανής: «Ψάχνω, ναι. Δεν το κρύβω. Σκάβω, ναι. Είναι φανερό». Τι ψάχνετε σκάβοντας στον θησαυρό των λέξεων; Αυτό το πάλεμα με τον χρόνο και τις λέξεις τι διαστάσεις λαμβάνει στην καθημερινότητά σας;
Θα μπορούσα να πω, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, πως αυτό το πάλεμα με τις λέξεις –που όπως πολύ καλά το λέτε αποτελεί και πάλη με τον χρόνο– είναι η καθημερινότητά μου. Είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης που σιγά σιγά γίνεται και τρόπος ζωής: Η επιθυμία να δημιουργείς καταστάσεις, να περιγράφεις συναισθήματα, να καταθέτεις σκέψεις και ερωτήματα μέσω της γλώσσας. Δύσκολος αγώνας και άνισος κάποιες φορές, αλλά δεν σε απογοητεύει ποτέ.
…η αγάπη δεν χρειάζεται κανένα σχήμα για να λειτουργήσει. Δεν υπάρχουν δεδομένα σχήματα αγάπης. Εισβάλλει από παντού, ακόμα και από τις ρωγμές. Όπως και από κάθε φυλακή μπορεί να δραπετεύσει.
Ένα σημαντικό τμήμα του βιβλίου καταλαμβάνουν οι άλλοι, η ματιά του άλλου και η σκληρή, πολλές φορές ανενδοίαστα, κριτική. Είχατε εξαρχής σκεφτεί αυτή την τροπή στο μυθιστόρημά σας ή δημιουργήθηκε ενόσω γραφόταν;
Παρόλο που, πολλές φορές, άλλο μυθιστόρημα ξεκινάς να γράψεις κι άλλο γράφεις τελικά, στην προκειμένη περίπτωση μου ήταν ξεκάθαρο από την αρχή πως τον πρωτοπρόσωπο ενδοσκοπικό μονόλογο της Φανής ήθελα να τον «σπάω» βάζοντας εμβόλιμα κομμάτια με τη ματιά των άλλων γι’ αυτήν. Άλλωστε αυτό είναι κάτι που γενικώς με ενδιαφέρει στο έργο μου. Στον πυρήνα, ας πούμε, των διηγημάτων της «Κλειστής πόρτας» βρίσκεται ακριβώς αυτό: Ο διαφορετικός αντίκτυπος των ίδιων γεγονότων πάνω στους ανθρώπους. Το ίδιο συμβαίνει και με το μυθιστόρημα «Ακόμα φεύγει». Η «Φανή», πάλι, είναι γραμμένη από τη σκοπιά μιας εικοσάχρονης. Η ματιά της είναι εξεγερμένη, ρηξικέλευθη, ανυποχώρητη. Πώς τη βλέπουν όμως οι άλλοι που ανταμώνουν μαζί της; Πόσες είναι οι όψεις της πραγματικότητας; Πόσο σύνθετη υπόθεση είναι αυτά που την απαρτίζουν; Να, μερικά από τα ερωτήματα που κρύβονται πίσω από την επιλογή μου να «σπάσω» τον μονόλογο με τις παρεμβάσεις τρίτων.
«Άμα κάνεις κουτσούβελο, οφείλεις να του προσφέρεις το ιδεώδες. Έναν μπαμπά, μια μαμά». Η χτυπημένη από αυτό το ιδεώδες, Φανή, φέρνει μπροστά στον αναγνώστη μια πάγια συνθήκη όλων των εποχών. Ο 21ος αιώνας πόσο αλληλέγγυος είναι σε τέτοιου είδους συνθήκες;
Η Φανή μεγάλωσε πέρα κι έξω από αυτή τη συνθήκη. Μεγάλωσε σε μονογονεϊκή οικογένεια και μάλιστα όχι με, το πιο σύνηθες, μια ανύπαντρη μητέρα αλλά μ’ έναν ανύπαντρο πατέρα. Βέβαια η κυρίαρχη συνθήκη είναι πολλές φορές σαρωτική, δημιουργώντας, μέσω της σύγκρισης, διάφορα προβλήματα όσο και προβληματισμούς. Πιστεύω όμως πως ως κοινωνίες, στον δυτικό πολιτισμό τουλάχιστον, είμαστε πλέον και ορθώς πιο ανοιχτοί σε σχήματα που είναι πέρα από τα συνηθισμένα. Άλλωστε η αγάπη δεν χρειάζεται κανένα σχήμα για να λειτουργήσει. Δεν υπάρχουν δεδομένα σχήματα αγάπης. Εισβάλλει από παντού, ακόμα και από τις ρωγμές. Όπως και από κάθε φυλακή μπορεί να δραπετεύσει. Η «Φανή» δίνει τις δικές της απαντήσεις σ’ αυτά τα ζητήματα.
…όταν μια σύγχρονη πολυπολιτισμική πρωτεύουσα μετατρέπεται σε κακέκτυπο της Ντίσνεϋλαντ με μια –αποτυχημένη ακόμα κι αυτή– καρτποσταλική αντίληψη που δεν αφορά τον κάτοικό της αλλά τον επισκέπτη, νομίζω πως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα.
Το αίσθημα της …πείνας που νιώθει η Φανή, της ακόρεστης διάθεσης για απαντήσεις ή ακόμα και για ερωτήσεις που εμπεριέχουν τις απαντήσεις κατά πόσο φωτογραφίζει τη σημερινή γενιά; Οι προηγούμενοι τι απαντήσεις οφείλουμε σε αυτούς που έρχονται με τη λαίμαργη διάθεση της αναζήτησης;
Νομίζω πως αυτό το αίσθημα της πείνας χαρακτηρίζει τη νεότητα διαχρονικά. Η νεότητα είναι αυτή που διψάει για απαντήσεις και δεν διστάζει να θέτει συνεχώς ερωτήματα. Η νεότητα ψάχνει για πατήματα και για συνέχειες, αμφισβητώντας ό,τι της προσφέρεται ως μασημένη τροφή, αμφισβητώντας –ή έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον– ό,τι την κάνει να ασφυκτιά και να «μικραίνει». Δεν ξέρω πόσο εύκολες είναι οι απαντήσεις. Μάλλον ξέρω πως οι απαντήσεις ποτέ δεν είναι εύκολες. Καμιά φορά δεν είναι καν αρκετές. Αυτό που ξέρω είναι πως πρέπει να μπορούμε να αφουγκραστούμε τις επόμενες γενιές και, το πιο σπουδαίο, να μπορούμε να τις ακούσουμε, όχι για να τις μανιπουλάρουμε αλλά για να τις κατανοήσουμε. Και, αν και όταν χρειάζεται, να κάνουμε πέρα για να τις αφήσουμε να περάσουν.
«Η πόλη δεν υποφέρει ούτε τον εαυτό της» λέτε σε κάποιο σημείο. Η πόλη του Μεγάλου Περίπατου και των συνεχών εξαγγελιών για πιο ευχάριστη διαμονή πόση ανθεκτικότητα δείχνει σε προσωπικές επιθυμίες υψηλά ιστάμενων; Άραγε πού εξαντλούνται τα αποθέματα υπομονής;
Μεγάλη ανθεκτικότητα φοβάμαι. Γενικώς όταν μια σύγχρονη πολυπολιτισμική πρωτεύουσα μετατρέπεται σε κακέκτυπο της Ντίσνεϋλαντ με μια –αποτυχημένη ακόμα κι αυτή– καρτποσταλική αντίληψη που δεν αφορά τον κάτοικό της αλλά τον επισκέπτη, νομίζω πως υπάρχει μεγάλο πρόβλημα. Από κει και πέρα, όταν η καθημερινότητα μετατρέπεται σε αγώνα δρόμου, νομίζω πως δεν είναι θέμα υπομονής το αν θα αντιδράσεις ή όχι, αλλά συνειδητοποίησης του εμπαιγμού. Ελπίζω μόνο οι όποιες αντιδράσεις να μην περιορίζονται στην εύκολα διαχειρίσιμη οργή του πληκτρολογίου.
Η καταδίκη των υπονομευτών της αρμονικής συμβίωσης με τον άλλον και καταπατητών των ανθρωπιστικών αρχών στην πρόσφατη κερδισμένη μάχη της δημοκρατίας πόσο μας απελευθερώνει από τη σκιά της φασίζουσας ιδεολογίας και των βδελυρών πρακτικών που είχαν εξαπλωθεί κυρίως την τελευταία δεκαετία;
Η καταδίκη την Χρυσής Αυγής είναι η μεγαλύτερη κερδισμένη μάχη της δημοκρατίας των τελευταίων χρόνων. Με ουσιαστική όσο και συμβολική σημασία. Όσο όμως κι αν ήταν αυτονόητη –παρόλο που δόθηκαν πολυποίκιλοι αγώνες για να έχουμε την πολυπόθητη έκβαση– δεν σημαίνει πως ξεριζώνεται, διά του νόμου, η φασιστική και φασίζουσα νοοτροπία. Μικροί καθημερινοί φασισμοί υπάρχουν παντού γύρω μας. Καμιά φορά υποβόσκουν και δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί. Καθήκον κάθε δημοκρατικού πολίτη, κάθε πολίτη προσκολλημένου στις αξίες του Διαφωτισμού, κάθε πολίτη που αρνείται να διαπραγματευτεί την έννοια της ισότητας και της αλληλεγγύης, είναι να αντιμάχεται με μανία, αλλά και με σθένος, πράγμα όχι εύκολο πολλές φορές, οτιδήποτε αντιτίθεται στην έννοια της ανθρωπιάς.
Η αγάπη διαλέγεται μόνο ολοκληρωτικά ή όπως λέτε «…δεν αγαπάμε τίποτα σε κάποιον αν δεν αγαπάμε τα πάντα σε αυτόν». Ποιοι είναι σήμερα οι κλυδωνισμοί της πλέριας αγάπης;
Δεν μπορώ να ορίσω αυτό που αποκαλείτε «πλέρια αγάπη». Αυτό που μπορώ να πω είναι πως ή θα υπάρχει απόλυτη αδιαπραγμάτευτη αγάπη ή δεν θα υπάρχει. Νομίζω πως δεν μπορούν να υπάρχουν διαβαθμίσεις στην αγάπη. Δηλαδή αγαπώ από εδώ μέχρι εκεί. Ή εξαιρούνται από την αγάπη μου αυτά κι αυτά τα σημεία. Η αγάπη και όχι μόνο αυτή είναι ένα ολοκληρωτικό συναίσθημα.
Στους κλυδωνισμούς της νέας συνθήκης εξαιτίας του covid-19 που παγίωσε τοιουτοτρόπως την καθημερινότητά μας, ποια είναι τα όπλα σας;
Το διάβασμα πρωτίστως, το γράψιμο και η γενικότερη καταφυγή στην τέχνη και τους φίλους. Το έχω πει κι άλλες φορές, η λογοτεχνία και οι φίλοι –παρόντες ακόμα και εξ αποστάσεως– μου έχουν σώσει πολλές φορές τη ζωή.
Η λύση των μαθηματικών εξισώσεων της ζωής της Φανής τι δρομολογεί στη συγγραφική σας σκέψη;
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, υπάρχει μια εναλλαγή στο συγγραφικό μου έργο, ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα. Δύο είδη με διαφορετικές απαιτήσεις και διαφορετική προσέγγιση, που αγαπώ εξίσου. Τώρα, μετά το άνοιγμα της αφήγησης στη «Φανή», θα καταφύγω και πάλι στη μικρή φόρμα. Διηγήματα λοιπόν με ενιαίο ύφος και θεματολογία και μέγεθος έως δύο σελίδες, καθώς ένα από τα στοιχήματα θα είναι η πυκνότητα.
Γρηγόρης Δανιήλ, για το The Look.Gr
0