«…ούτε παινεύω τους συμπατριώτες μου ούτε τους κατακρίνω, σας λέω απλώς ότι θα υπερασπιστούν τον εαυτό τους και, είτε με την εξυπνάδα είτε με την βλακεία, δεν θα δεχτούν προσβολές, κι αν δεν κατανοείτε και σας ενδιαφέρει πως συμβαίνουν ανάλογα πράγματα, τότε έχω να σας διηγηθώ κάτι περί σιδερένιας θέλησης».
Με τα λόγια αυτά, λόγω μιας διαφωνίας, εν μέσω ενός απογευματινού τσαγιού, οδηγούμαστε στην αφήγηση του γερο-Φιόντορ Αφανάσιεβιτς Βότσνιεφ για τη Σιδερένια Θέληση ενός Γερμανού με την παράθεση γλυκόπικρων περιστατικών, που θα φέρουν στην επιφάνεια την ιδεολογική σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, με την ευρεία έννοια. Ο άκρατος ιδεαλισμός ενός Γερμανού μηχανικού, του Ούγκο Πεκτοράλις και η αταλάντευτη επιμονή του σε αυτά που είτε ενδελεχώς προγραμματίζει ή απλά αναφωνεί παρουσία τρίτων (ή και όχι), θα έρθει, μέσα από τις σελίδες του Nikolai Leskov στο βιβλίο του «Σιδερένια θέληση», σε σύγκρουση με την αδιαλλαξία και τη φαιδρότητα μιας αγαθής ψυχής, του Ρώσου εργάτη Σαφρόνιτς.
Η διαβαθμισμένη, όμως, εξιστόρηση αυτής της διένεξης, που αποτελεί και τον πυρήνα της ιστορίας, ακολουθεί μια εντέχνως χαρισματική, γεμάτη λογοτεχνικούς ιριδισμούς και φιλοσοφική σκέψη, αφήγηση, που αφουγκράζεται το κλίμα της εποχής δημιουργώντας μάλιστα κάποιους αναβαθμούς λογοτεχνικής υπέρβασης.
Ένας έντονος διαξιφισμός, λοιπόν, για την ανθρώπινη θέληση αποτελεί το έναυσμα για ένα θαυμάσιο μάθημα ανθρώπινης μωρίας που δεν επαφίεται σε αμιγή χωροχρονικά πλαίσια. Βασικός ήρωας της νουβέλας, ένας Γερμανός μηχανικός ο Ούγκο Πεκροράλις. Ο Βότσνιεφ θα διηγηθεί εν ενί λόγω, τα παθήματα του Γερμανού, που ξεκινούν από τη πρώτη στιγμή της άφιξης του στη Ρωσία, έχοντας αναλάβει το έργο να μεταφέρει, να στήσει και να θέσει σε λειτουργία μηχανήματα ενός εργοστασίου αγγλικών συμφερόντων. Ο αναγνώστης μέσα από τον γλαφυρό λόγο του αφηγητή αμέσως γίνεται συνταξιδιώτης μιας κωμικοτραγικής ιστορίας με πολλαπλά μηνύματα προς πάσα κατεύθυνση. Η ιδιάζουσα ευφυΐα του Γερμανού, ο οποίος κινδυνεύει να πεθάνει από τις καιρικές συνθήκες μέχρι να φτάσει στον τόπο εγκατάστασής του, αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη για τη συνέχεια. Παράλληλα με τις επαγγελματικές δεξιότητες του μηχανικού, που είναι πέραν του δέοντος υπολογίσιμες -πράγμα που του δίνει μια συνεχή ανέλιξη, κυρίως οικονομική, γινόμαστε μάρτυρες της ευόδωσης των αρχικών σχεδίων του Πεκτοράλις όπως ο γάμος του που θα χαρίσει, βέβαια, ιλαρές αναγνωστικές απολαύσεις. Η καθημερινότητά του, όμως, περνά από συνεχείς διακυμάνσεις που οφείλονται στη σιδερένια θέληση του Πεκτοράλις. Από την επιμονή του για την κατασκευή μιας ιδιόμορφης άμαξας που συνεχώς χαλάει και την αγορά ενός τυφλού αλόγου μέχρι την υπομονή του στα εκατοντάδες τσιμπήματα σφηκών, η φαιδρή προσωπικότητα του Πεκτοράλις δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα γέλιου και οίκτου στον αναγνώστη.
Ο συγγραφέας εν συνεχεία, μας εισάγει σταδιακά στην καταστροφική, καταρχήν από οικονομικής πλευράς, διένεξή του με τον Ρώσο εργάτη Σαφρόνιτς. Η απότομη άνοδος των οικονομικών του Πεκτοράλις, τον έκανε από υπάλληλο αφεντικό μιας επιχείρησης κι ενός άρτι αποκτηθέντος οικοπέδου που η πίσω πλευρά του, όμως, ανήκε με μακροχρόνια μίσθωση, στον επαγγελματία χυτοσιδήρου, Σαφρόνιτς. Οι προσπάθειες για εκδίωξη του πεισματάρη Σαφρόνιτς αφαίμασσαν τον εξίσου δύστροπο κάτοχο του οικοπέδου, Πεκτοράλις, και η τελική έκβαση της υπόθεσης θα προβληματίσει τον αναγνώστη ως προς την ανθρώπινη αδιαλλαξία.
Ο Νικολάι Λεσκόφ είναι μια αξιοσέβαστη φωνή της ρωσικής λογοτεχνίας, ένας κλασικός, σταθερά παραγνωρισμένος, που στην εποχή του είχε προκαλέσει έντονες συζητήσεις ως προς τη λαϊκή, στα όρια του προφορικού λόγου, γλώσσα που χρησιμοποιούσε, αλλά και ως προς το περιεχόμενο των βιβλίων του. Ο Λεσκόφ επιτηρώντας τη καταπίεση της ταξικής πάλης του 19ου αιώνα φέρνει στην επιφάνεια τη σαθρότητα των ρόλων στην πατριαρχική κοινωνία. Ακόμη στις θεμελιώδεις αξίες της κοινής χριστιανικής ιστορίας ο Λεσκόφ «υποθάλπει» την κριτική. Έτσι στην ήδη κατεστραμμένη ατομική υπόσταση του Ρώσου πολίτη αντιπαραβάλει την ενδεή προσωπικότητα ενός στιβαρού μεν, αλλά άνου συνάμα και φίλαυτου δε, Γερμανού. Ας μην ξεχνάμε πως χρονικά το κείμενο προβάλει τα χρόνια μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, με το ηθικό των συμπατριωτών του Βότσνιεφ να είναι ήδη καταρρακωμένο.
«…μα, τι πάθατε, κύριοι, έχετε παλαβώσει εντελώς; Εντάξει, είναι σιδερένιοι, ας είναι σιδερένιοι, όμως εμείς είμαστε μια απλή, μαλακή, νωπή, άψητη ζύμη, ε, καλό θα ήταν, λοιπόν, να θυμάστε ότι ένα βουνό ζύμης δεν το κόβεις με μπαλτά, το πιο πιθανό είναι να χάσεις εκεί μέσα και τον μπαλτά».
Είναι η εποχή της ενδοσκόπησης. Ούτως ή άλλως δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως οι κοινωνικές αλλαγές στην Ρωσία πάνε χέρι με χέρι με τις λογοτεχνικές αλλαγές, κάτι που μπορούμε να θεωρήσουμε ως μία ενιαία διαδικασία. Η νουβέλα αυτή, λοιπόν, δημοσιεύθηκε το 1876. Λίγα χρόνια δηλαδή μετά την ενοποίηση της Γερμανίας και της ανάδειξης του Ότο φον Μπίσμαρκ ως πρωθυπουργού της Πρωσίας που επιτάχυνε τις εξελίξεις προς αυτή την κατεύθυνση. Ξανάρθε στην επιφάνεια το 1942, λίγους μήνες μετά την επίθεση της Βέρμαχτ (22 Ιουνίου του 1941 στις 3:15 τα ξημερώματα) κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Δύο ολότελα διαφορετικοί κόσμοι τίθενται ξανά σε σύγκρουση. Η διαχρονικότητα των λόγων της, λοιπόν, αναδεικνύει και την αξία αυτού του βιβλίου που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Ποταμός σε μια προσεγμένη, από πολλές απόψεις, μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου.
Ο Λεσκόφ δημιουργεί, εν τέλει, ένα λογοτεχνικό σκηνικό όπου ανάμεσα στις δύο αντικρουόμενες πλευρές, του ενάγοντος και του εναγομένου, ο ποινικός κώδικας δεσπόζει με το ειρωνικό του πρόσωπο να καγχάζει μπροστά στις αποφάσεις και τη στάση των ανθρώπων. Γραμμένο απλά και συνομιλώντας με την «επικαιρότητα», το βιβλίο αυτό μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα ενός γόνιμου και παραγωγικού διαλόγου με το σήμερα.
*φράση της Πυθίας προς τον Μ. Αλέξανδρο
2