«Γυρίζω στον άντρα μου, που έμεινε σπίτι όσο κρατούσε ο πόλεμος».
«Α», είπε. «Μια νεαρή παντρεμένη γυναίκα, μακριά από το σπίτι της, ταξιδεύει με τον στρατό εν καιρώ πολέμου. Τι ασυνήθιστη εικόνα».
«Έχετε δίκιο», είπα.
«Η Πηνελόπη πήγε στον πόλεμο και ο Οδυσσέας έμεινε σπίτι».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει στο βιβλίο του Λερντ Χαντ «Neverhome», που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου. Η νεαρή κι ατρόμητη Κόνστανς πηγαίνει στον αμερικανικό εμφύλιο και ο σύζυγός της, Βαρθολομαίος περιμένει στο αγρόκτημά τους στην Ιντιάνα. Κάπως παρόμοια κι ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνέντευξή του διατύπωσε το εξής ερώτημα: Γιατί πρέπει να είναι πάντα η Πηνελόπη που μένει πίσω;
Όλα αυτά δημιουργούν, όπως είναι φυσικό ένα εύλογο σασπένς για την πορεία του βιβλίου στο οποίο συνηγορεί και η διάθεση της ηρωίδας να φύγει από την ήσυχη ζωή του αγροκτήματος και να δοκιμάσει τον μεγάλο κόσμο των αντρών. Ο «Γενναίος Ας», προσωνύμιο λόγω μιας σειράς ηρωικών πράξεων, που θα συνοδεύει από εδώ και πέρα την Κονστανς, θα εμπλακεί σε περιπέτειες που η αφήγησή τους αντικατοπτρίζουν τη φρίκη του πολέμου. Ο κίνδυνος να ανακαλυφθεί είναι πάντα ορατός. Με τον συνταγματάρχη αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση. Ο ίδιος αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα στο βιβλίο του Χαντ. Πολυεπίπεδη προσωπικότητα, που εξυπηρετεί πολλαχώς την αφήγηση, άλλοτε κλειδώνοντας κι άλλοτε δρομολογώντας τις εξελίξεις. Ενώ έχει αντιληφθεί το φύλο του στρατιώτη Ας δεν προχωρεί στην τιμωρία παρά εμμένει στην αναπότρεπτη συμπεριφορά του στρατιώτη να κλέψει το φαγητό των συμπολεμιστών του. Στο 2ο μέρος του βιβλίου ο «Γενναίος Ας» τραυματίζεται· υπό το φόβο της αποκάλυψης του φύλου και βλέποντας τον τρόπο περίθαλψης που επικρατεί στο αυτοσχέδιο νοσοκομείο, ξεκινά γι’ αυτόν η πραγματική οδύσσεια: περιπλάνηση, γνωριμία με παράξενους τύπους που αναπαριστούν τη φυγή από τη καθημερινότητα του πολέμου, άσυλο στο σπίτι μιας νοσοκόμας- όπου θα ντυθεί ξανά με γυναικεία ενδύματα και θα περάσει αρκετό καιρό κοντά της ως άλλος Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς- μέχρι που έρχεται η προδοσία από τον ίδιο τον σωτήρα του, την νοσοκόμα. Η Κόνστανς ως κατάσκοπος πια θα εισαχθεί σε ψυχιατρείο και θα επιτρέψει στον αναγνώστη να γίνει αποδέκτης μιας εξαιρετικής αφηγηματικής συμπεριφοράς του συγγραφέα. Θα αποδράσει μεταμφιεσμένη σε άντρα, θα περιπλανηθεί λίγο ακόμα πριν βρει καταφύγιο στο σπίτι του συνταγματάρχη. Εκεί η σύζυγός του ειδοποιημένη από τον συνταγματάρχη ήδη την περιμένει να την φιλοξενήσει. Η επιστροφή στο σπίτι αποτελεί την τελευταία πράξη του βιβλίου· όχι όμως και την τελευταία σκέψη του αναγνώστη. Από εδώ και μπρος τα γεγονότα που θα συμβούν προβληματίζουν την αναγνωστική συμπεριφορά.
Η συγγραφή του Neverhome βασίστηκε σε βιβλίο που γράφτηκε βάσει πραγματικών επιστολών γυναίκας, που ως άντρας είχε πολεμήσει στον αμερικανικό εμφύλιο του 19ου αιώνα. Το υλικό αυτό ο Χαντ το μεταπλάθει σε κάτι διαφορετικό, σε μια κοινωνικο-φιλοσοφική μυθιστορηματική πραγματεία, όπου η ποιητική διάθεση περισσεύει.
Τα πρόσωπα που περιβάλλουν τον μυθιστορηματικό κόσμο του βιβλίου είναι γεμάτα υγρασία, πνευματική και ψυχική· δεν αποτελούν για τον συγγραφέα απλά σύμβολα παρά πλάσματα αληθινά ως κομμάτι μιας απτής ζωής που σκιαγραφεί τον αμερικανικό 19ο αιώνα και απηχεί στο σήμερα.
Ο συγγραφέας αναπαριστά έναν κόσμο που η προσωπική μοίρα έχει μετατραπεί σε θέμα όχι θριάμβου ή ήττας αλλά αντοχής στις εμπειρίες. Απορρίπτοντας το δραματικό φορτίο από το βιβλίο καλλιεργώντας ένα είδος «απάθειας» των χαρακτήρων δρομολογεί αναμφίβολα πιο αποτελεσματικά, δραματικές εκπλήξεις. Οι ήρωες ταλαντεύονται ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, ακόμη και η αμφίεση εξυπηρετεί αυτήν την εκδοχή. Καταλύει τις στερεοτυπικές εκφάνσεις της ανθρώπινης παρουσίας μορφάζοντας στο δεδομένο και το κοινωνικώς αποδεκτό.
Μέσα από τη στρωτή γλώσσα που περιγράφει πολεμικά στιγμιότυπα δημιουργεί παράλληλα συναρπαστικές εικόνες ανθρώπινης ωμότητας και συναισθηματικής ερημιάς που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας. Ο μυθιστορηματικός καμβάς ζωγραφίζεται άλλοτε γλυκός και τρυφερός και άλλοτε σκληρός και γεμάτος οργή. Τα χρώματα είναι άλλοτε φωτεινά ή που παραπέμπουν στο φως του καλοκαιριού και των ήσυχων ημερών και άλλοτε γκριζάρουν μέσα από το πέπλο του πολέμου και των κακοτοπιών που συνεχώς τροφοδοτεί η αφήγηση. Έτσι μέσα από εγκιβωτισμένα περιστατικά προηγούμενων χρόνων ο συγγραφέας επιδέξια μας παρουσιάζει το οικογενειακό συνάμα και συναισθηματικό status της Κονστάνς. Κάθε νέο βήμα που εκτυλίσσεται κρύβεται πίσω από κάποιο παρελθοντικό γεγονός, που φωτίζει την ιστορία και προοικονομεί την αφηγηματική εξέλιξη. Χαλαροί διάλογοι, παύσεις δημιουργούν την ιδανική ατμόσφαιρα αντιπροτείνοντας τη σύγκρουση, συναισθηματική-ψυχολογική-ιδεολογική, σε ένα εχθρικό περιβάλλον χαρακτήρων που είναι δύσκολο να επικοινωνήσουν. Η παρουσίαση των επιθυμιών των ηρώων διεγείρουν τα συναισθήματα των αναγνωστών δημιουργώντας ένα είδος αντίφασης. Κι αυτό γιατί η ονειρική διάσταση κάποιων επεισοδίων που ακολουθούν αφηγηματικά έναν ποιητικό ρεαλισμό, παραφράζουν ενίοτε τη ροή της ιστορίας εξυπηρετώντας βέβαια τη μυθιστορηματική σκοπιά. Η δραματική αφήγηση τέτοιων συμβάντων επιτείνει το ενδιαφέρον και τον προβληματισμό του αναγνώστη. Μέσα από τέτοιες «σκηνογραφικές» συνθέσεις που ενέχουν αρκετό φορτίο ποιητικής πυκνότητας αναδεικνύει ο συγγραφέας, κυρίως, την ηρωίδα του. Τα άλλα πρόσωπα του βιβλίου κινούνται βάσει της στρατηγικής του βιβλίου: να πλαισιώνουν την κεντρική ηρωίδα. Ο αδύναμος Βαρθολομαίος, η γεμάτη πίστη και σιγουριά μητέρα της Κόνστανς και ο υπομονετικός και περίεργος συνταγματάρχης εμφανίζονται σε στιγμές συναισθηματικής της φόρτισης και ξεδιαλύνουν σιγά-σιγά ερωτηματικά γύρω από την ηρωίδα. Όλο αυτό δεν εξυπηρετεί τη κειμενική «απομόνωση» του χαρακτήρα από το περίγυρό του, αλλά αποτελεί μέρος της πίστης του συγγραφέα στην εξασφάλιση της αφηγηματικής ειλικρίνειας, που είναι το ζητούμενο.
Ακόμη μέσα από εμβόλιμα περιστατικά ρατσισμού ο Χαντ υπογραμμίζει τη δεσπόζουσα για την εποχή ανεπάρκεια της ανεκτικότητας του διαφορετικού. Ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής υπαινίσσεται σφάλματα του παρόντος υπογραμμίζοντας έτσι τη χρονική αλληλουχία. Όπως είδαμε και παραπάνω, ακόμη και η αποστροφή προς στερεοτυπικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης οντότητας συνηγορεί στη διαρκή αδυνατότητα επιστροφής στο καθιερωμένο.
Michael Arditti, Tobias Wolff, James Baldwin, αλλά και Mark Twain αποτελούν κάποιοι από τους συγγραφείς που έργα τους έχει μεταφράσει ο σημαντικός και διακεκριμένος συγγραφέας, Χρήστος Οικονόμου την τελευταία δεκαπενταετία. Εδώ καταπιάνεται με έναν νέο για το ελληνικό κοινό λογοτέχνη, όπου μεταφράζει με τη δέουσα προσαρμογή, όντας στην ατμόσφαιρα του βιβλίου, στιγμιότυπα από τη ζωή και τα κατορθώματα «διγενών» πλασμάτων που ενώ ζουν στα σύνορα του πραγματικού κόσμου γειτνιάζουν με άλλους, ενδεχομένως λιγότερο πραγματικούς, αλλά όχι λιγότερο αληθινούς κόσμους.
Το βιβλίο του Χαντ έχει ως κεντρικό σημείο την εξερεύνηση του δίπολου ελευθερίας – ευτυχίας. Θέλουμε να είμαστε και ελεύθεροι και ευτυχισμένοι αλλά είναι αλήθεια πως, όσο είμαστε ζωντανοί, δεν μπορούμε να είμαστε (ή ακόμη να γίνουμε- έστω για λίγο) ποτέ πραγματικά ελεύθεροι και πραγματικά ευτυχισμένοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αγέρωχη μητέρα της Κονστανς, που μια μοναδική φορά τη νίκησε ο φόβος και κρεμάστηκε από ένα δέντρο. Η απόλυτη ελευθερία που ένιωσε ως Γενναίος Ας στον πόλεμο δεν συνομολογούσε και την απόλυτη ευτυχία. Η επιστροφή της δέσμευσε για 1η φορά και το συναίσθημα του φόβου που ήρθε ώστε να συντρίψει το αίσθημα της απόλυτης ελευθερία που κάποτε ένιωσε. Στο βιβλίο αυτό, λοιπόν, ένας προσεκτικός αναγνώστης θα ανακαλύψει πολλές ερμηνείες των προτάσεων γιατί οι λέξεις κουβαλάνε μεγάλο απόθεμα οντολογικού ενδιαφέροντος.
0