«…ο Χρουστσόφ κατά τη διάρκεια της ομιλίας του προς τους εργάτες του πνεύματος της Ένωσης… θύμιζε: ‘Οι συγγραφείς είναι το πυροβολικό μας, επειδή ανοίγουν τον δρόμο για το πεζικό. Καθαρίζουν το μυαλό εκείνων που το έχουν ανάγκη. Πρέπει να στοχεύσετε και να ανοίξετε πυρ προς τον εχθρόόχι προς τα ίδια σας τα στρατεύματακι εάν κάποιος δεν συμφωνεί, θα του δώσουμε διαβατήριο».

 

Η πρώτη  συγγραφική προσπάθεια του Paul Greveillac, δεύτερη –χρονικά- κυκλοφορία για το ελληνικό κοινό μετά από το βιβλίο «Αφέντες και δούλοι»– και αυτό από τις εκδόσεις Πόλις, εξερευνά μέσα από τη ζωή δυο Σοβιετικών στην κομμουνιστική Ρωσία, τα χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν. Ο Γκρεβεγιάκ στο εκτενές και πυκνογραμμένο αφήγημά του «Κόκκινες ψυχές» επικεντρώνεται ως επί το πλείστον στα χρόνια της ακμής των δυο ηρώων του που καλύπτουν χρονικά τις μέρες του Χρουστσόφ και του Μπρέζνιεφ, περνώντας εν τάχει αυτά των Γιούρι Αντρόπωφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, μένοντας για λίγο στα χρόνια του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ πριν να δοθεί ο επίλογος τις πρώτες μέρες του Βλαντιμίρ Πούτιν.

 

Ο Ρώσος Βλαντιμίρ Κατούτσκοφ και ο Ουκρανός Πάβελ Γκολτσένκο θα γνωριστούν μέσω μιας τυχαίας συνάντησης στα πρώτα χρόνια της νεότητάς τους έτσι ώστε η ζωή του ενός να φέρει το αποτύπωμα του άλλου, έστω κι αν για κάποιες στιγμές, χαθούν. Η αφήγηση θα διεξαχθεί μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της ΕΣΣΔ. όπου κάθε τι που αντιβαίνει τις αρχές του κόμματος καρατομείται, με τον κρατικό μηχανισμό να δρα αφοπλιστικά, ταπεινωτικά τις περισσότερες φορές ώστε να προλαμβάνει και να καταστέλλει οποιονδήποτε λόγο πάει κόντρα στα κομμουνιστικά και δη κρατικά, ιδεώδη και να τιμωρεί είτε εκτοπίζοντας  τους αντιφρονούντες στα στρατόπεδα της Γκουλάγκ και σε ψυχιατρικά ιδρύματα είτε απελαύνοντάς τους. Άλλωστε ο κεντρικός σχεδιασμός και η πορεία της επανάστασης έχει προ καιρού ξεφύγει από τα χέρια της εργατικής τάξης και έχει περάσει στη δικαιοδοσία της κομματικής, κρατικής πλέον, γραφειοκρατίας. Ο συγγραφέας ήδη από τις πρώτες σελίδες προσπαθεί να καταστήσει σαφές στον αναγνώστη πως «…στην ΕΣΣΔ, όσο πιο ψηλά ανεβαίνεις τόσο περισσότερο κινδύνευες να κάψεις τα φτερά σου».

 

Βλαντιμίρ Κατούτσκοφ, γεννημένος το 1930 ορφανός γιος ενός παρασημοφορημένου καθοδηγητή ζει στη Μόσχα με τη δασκάλα μητέρα του και η αφήγηση τον βρίσκει στις αρχές της δεκαετίας του ’50  νεαρό ακόμη, λίγο μετά τα είκοσι, να  δουλεύει στην Γκλάβλιτ, κρατική υπηρεσία λογοκρισίας.

Πάβελ Γκολτσένκο, ορφανός κι αυτός  έχοντας χάσει και τους δυο γονείς, εργάζεται ως μηχανικός προβολής στην αίθουσα της Κρατικής Επιτροπής Κινηματογράφου, ένα ακόμη κομματικό όργανο που καθημερινά ελέγχει, ενίοτε περικόπτει ή απαγορεύει ταινίες.

 

Ο Κατούτσκοφ  έχει ανατραφεί μέσα σε μια σοσιαλιστική κοινωνία όπου ο θρίαμβος και η διατήρηση του καθεστώτος αποτελούν και δικές του προτεραιότητες. Μέσα από τις υπηρεσίες που προσφέρει στο Κράτος ως λογοκριτής στη Γκλαβλίτ, το επίσημο όργανο  λογοκρισίας και κρατικής μυστικής προστασίας στη Σοβιετική Ένωση που είχε ιδρυθεί το 1922 και βρισκόταν σε λειτουργία μέχρι τη διάλυση της ΕΣΣΔ (αν και μετά το θάνατο του Μπρέζνιεφ ο ρόλος της είναι καθαρά βοηθητικός των εκάστοτε εκδοτικών οίκων), νιώθει περηφάνια κι αγωνίζεται αρχικά να πατάξει οποιαδήποτε υπό έκδοση σελίδα θα μπορέσει να ανατρέψει την ‘υγιή’ σχέση κράτους-πολίτη. Ως μέλος μιας εκπαιδευτικής αποστολής στην Ανατολική Γερμανία φτάνει στο σημείο, μάλιστα, να αναφέρει τον προϊστάμενό του στο Δεύτερο Τμήμα της Ξένης Λογοτεχνίας, Ζάιτσεφ,  στους ανωτέρους του ως ‘δολιοφθορέα’ του καθεστώτος, πράξη που θα επιφέρει την ανάδειξη του ενός και την καταδίκη του άλλου για 5 χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε ένα στρατόπεδο της επαρχίας Οζιόρνι, στη Μορδοβία. Για να φωτιστεί περισσότερο η εργασιακή σχέση του Κατούτσκοφ αξίζει να σταθεί ο αναγνώστης στο απόσπασμα της σύνταξης μιας αναφοράς που είχε ζητηθεί στον Κατούτσκοφ από την προϊσταμένη του, Σεμιόνοβα για το περίπου 1000 σελίδων βιβλίο του  Βασίλι Γκρόσμαν «Ζωή και πεπρωμένο»· έτσι θα μπορέσει να αναλογιστεί τη μοίρα του ήρωα και να κατανοήσει τις πράξεις του.

 

«Η Αγκραφένα Κοζουχόβα είχε μάθει στον Βαντίμιρ Κατούτσκοφ τον ‘αντιφρονούντα’ Τολστόι, τον αναρχικό, μέσα από τις παλιές εκδόσεις του ‘Θρησκεία και Ηθική’, ‘Λογική και Θρησκεία’, ‘Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί’ για τα οποία ο λογοκριτής αναρωτιόταν αν θα έπρεπε, για το καλό όλων, να τα εξορίσει χωρίς δεύτερη σκέψη στο σπετσχράν.»

 

Η σιωπηρή αντίσταση, όμως, της μητέρας του, στην αρχή με την έκκλησή της για εξασφάλιση απαγορευμένων βιβλίων και μετά με την ανάγνωσή τους, αλλά κυρίως μετά την «επαφή» του μέσω της υπηρεσίας του με τον αντικαθεστωτικό συγγραφέα Μιχαήλ Λιούτσιν, που έγραψε το «Απομαγευμένο Πλυντήριο» και το «Κόκκινο Σύννεφο» δημοσιευμένα, ύστερα από δική του έγκριση, και τα δυο στο «Στρείδι» (το περιοδικό που εξέδιδε ο Άντον Βασίλιεφ) τον κάνουν να αρχίζει σταδιακά να δυσπιστεί με το σύστημα, αρχής γενομένης στα τελευταία χρόνια του Χρουστσόφ φτάνοντας, αν όχι στην  άρνηση από τα χρόνια του Μπρέζνιεφ και μετά, σίγουρα στην αποκαθήλωση πολλών χρονιζόντων στάσεων-θέσεων. Έτσι ο Βλαντίμιρ Σεργκέγιεβιτς Κατούτσκοφ βρίσκει σιγά-σιγά διέξοδο στη απαγορευμένη λογοτεχνία όπου με την γυναίκα της ζωής του, την Αγκραφένα Κοζουχόβα Κατούτσκοβα χτίζουν σιωπηρά τη σχέση τους μέσω αυτής. Ο χαμός μάλιστα της απαγορευμένης από το καθεστώς, Άννας Αχμάτοβα, κήρυκα των αντιφρονούντων, το 1966 στην επέτειο μάλιστα των 12 χρόνων από τον θάνατο του Στάλιν, τους συγκλόνισε για διαφορετικούς, βέβαια, λόγους. Ο συγγραφέας μένει στο γεγονός αυτό ξεδιπλώνοντας πέρα από τη σημειολογία αυτής της απώλειας, την ολόπλευρη μετατόπιση της συμπεριφοράς του ήρωά του.

 

Παρότι ο Κατούτσκοφ δεν αγαπά κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του τον κινηματογράφο, υποχρεώνεται από την Υπηρεσία του να παρακολουθήσει την προβολή της ταινίας «Όταν περνούν οι γερανοί» και αυτό γίνεται η αφορμή για να συναντήσει τον Πάβελ Γκολτσένκο για πρώτη φορά. Ο υπεύθυνος προβολής νιώθει αδικημένος από τη μέχρι τώρα ζωή του· οι γυναίκες που αγάπησε τον έχουν προδώσει. Έτσι σκυμμένος στην υπαλληλική αδιαφορία παραμένει μια άδολη ψυχή με τις όποιες εξαρτήσεις και με περισσό σθένος  και αγάπη, την οποία αφειδώς μοιράζει εισπράττοντας ψιχία τις περισσότερες φορές. Η σχέση των δυο φίλων ξεκινά χλιαρά, φτάνει στο απόγειο της στα χρόνια της νεανικής ωριμότητας πριν εξασθενήσει μετά από ένα ατυχές περιστατικό που θα διακόψει την πορεία της. Ο Κατούτσκοφ θα καταφύγει στο διάβασμα, ο Γκολτσένκο στο ποτό, θα συναντήσουν και οι δύο την απόγνωση.

 

«…δεν έδωσε ποτέ εξηγήσεις. Δεν ανακάλυψε ποτέ τίποτα περισσότερο απ’ όσα συζητούσε με τον Αντόν Βασίλιεφ στο καφέ «Μολοντιόζνογιε». Κι αν ο Γκολτσένκο θέλησε να ξαναμιλήσει στον παλιό εκδότη, ήταν ίσως, εμμέσως, για να δικαιολογηθεί. Για να μην εξαφανιστεί από τη μια μέρα στην άλλη όπως ο Βλαντίμιρ Κατούτσκοφ.»

 

Η πτήση και η ηρωοποίηση του Γκαγκάριν, όπου «…εκατομμύρια Σοβιετικοί φώναζαν εν χορώ το όνομά του», η συντριβή του TU-104 της πτήσης της Αεροφλάτ 902, η υπόθεση του Γιοζεφ Μπρόνστκι, η περιπετειώδης έκδοση των βιβλίων του Σολζενίτσιν, η δίκη των λογοτεχνών Σινιάφσκι – Ντάνιελ και οι αυθόρμητες πράξεις αλληλεγγύης για τους δυο συγγραφείς, η αναφορά στην Άνοιξη της Πράγας,  είναι κάποια μόνο σημεία που μαρτυρούν την εναλλαγή  Ιστορίας – καθημερινών στιγμών και η γειτνίαση τους στο εν λόγω βιβλίο, υπογραμμίζουν τη σημασία της αξίας του κειμένου. Τα ιστορικά γεγονότα στο βιβλίο αυτό αποτελούν το κάδρο που αναδεικνύει το μυθιστόρημα.  Παράλληλα ονόματα γνωστά και άγνωστα συγγραφέων, σκηνοθετών, μουσικοσυνθετών όπως του Ταρκόφσκι, του Γκρόσμαν, του Τσουχράι, του Ντουναγιέφσκι, του Αντέγιεφ, του Γκερασίμοφ, του Καλατόζοφ και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων διασχίζουν τις σελίδες του βιβλίου όχι πάντα όμως και τα ευρωπαϊκά και διεθνή σύνορα αφού η λογοκρισία παραμονεύει κάθε στιγμή διατρανώνοντας την ισχύ του καθεστώτος.

 

Ο μυστηριώδης Λιούτσιν και ο αδικημένος Παστερνάκ είναι ακόμη δυο προσωπικότητες που ο παντογνώστης αφηγητής έχοντας απλώσει την ιστορία στο χώρο και στο χρόνο ψάχνοντας πιο βαθιά στη ρίζα των προβλημάτων, στέκεται ενδελεχώς στην αφανή μοίρα τους. Είναι οι δευτεραγωνιστές του βιβλίου, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.

 

Ο Greveillac καταφέρνει λοιπόν, να παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό ανθρώπινους ήρωες χαρούμενους και λυπημένους ενίοτε οργισμένους από την παραδοχή της αδυναμίας τους να είναι ελεύθεροι, με όνειρα και φιλοδοξίες να διάγουν μια ασυνήθιστη στα καθ’ ημάς ζωή. Μέσα από την αξιόλογη  μεταφραστική εργασία της Στέλας Ζουμπουλάκη φτάνει στα χέρια μας ένα βιβλίο που απορρέει σε κάθε του πτυχή, το συγγραφικό ύφος του Γκρεβεγιάκ. Ένα λαμπρό κεφάλαιο, λοιπόν, της παγκόσμιας ιστορίας παίρνει σάρκα και οστά, έστω κι αν σε κάποιους φανεί εντελώς υποκειμενική η παρουσίαση των γεγονότων. Άλλωστε ο κάθε συγγραφέας μέσω της αφήγησής του κάνει μια κατάθεση, στη προκειμένη μυθιστορηματική, που πατά στέρεα, όμως, σε ένα πολύ «γνωστό» περιβάλλον.

 

«Αφέντες και δούλοι», «Κόκκινες ψυχές»·  δυο βιβλία που αναμοχλεύουν  το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης όταν υπάρχει εκτροπή από το δημοκρατικό πολίτευμα· όταν η τέχνη ασφυκτιά, αδυνατεί να παράγει αληθινό έργο και να σπάσει τον κλοιό των  περιορισμών με την αβυσσαλέα παρακολούθηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η λάμψη του υλικού έχει βυθίσει στο σκοτάδι το αληθινό και διαυγές σοβιετικό πνεύμα. Τα υπέρλαμπρα κτίρια δεσπόζουν ως σταθεροί αρωγοί μιας καλοστημένης προπαγάνδας.  Συνδέοντας την εποχή του Κατούτσκοφ με το σήμερα γίνεται αντιληπτή  η «λογοκρισία της αγοράς» που στις αρχές του 21ου αιώνα ολοένα θεριεύει  και οι πωλήσεις υπόκεινται σε ένα καθεστώς, ούτως ειπείν,  ανελευθερίας.  Μπροστά στον εμφανή βομβαρδισμό, μέσα από διάφορες πηγές, ευτελούς υλικού, η ποιότητα ενός βιβλίου θα πρέπει να αποτελεί το πρώτο βήμα ελευθερίας του πνεύματος. Οι «Κόκκινες ψυχές» προσφέρουν στον επίδοξο αναγνώστη ένα σκαλοπάτι προβληματισμού, ίσως και αλλαγής της θεώρησης της Λογοτεχνίας.

 

0