Το The Book. Gr προτείνει γι αυτό το Σαββατοκύριακο την ≪Καμένη ζάχαρη≫ της Avni Doshi από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

 

≪Υπήρχαν μέρες που δεν έβλεπα καθόλου τη μαμά και δεν επιτρεπόταν να τη δω, ή να μάθω καν που βρίσκεται, και έμαθα να μην κάνω ερωτήσεις αν δεν ήθελα τις απαντήσεις. Όποτε εμφανιζόταν, ήταν ένα στοιχειό, και καθόμασταν μαζί κι οι δυο μας στα λευκά, εγώ πλάι μια προέκταση του κορμιού της. Με κρατούσε αγκαλιά και με φιλούσε, και με τάιζε με τα χέρια της χυλωμένο ρύζι και βουτυρόγαλα, όπως τότε που δεν είχα δόντια. Μερικές φορές ερχόταν τα βράδυ όταν πίστευε πως έχω κοιμηθεί. Το πρόσωπο κι η πουκαμίσα της ήταν συχνά υγρά κι ανάσαινε ακανόνιστα μέσα στα μαλλιά μου. Άλλες φορές η φωνή της υψωνόταν, διαπερνούσε τον αέρα, και το χέρι της ή το πόδι της θα έβρισκε τον τρόπο να πέσει πάνω μου. Δεχόμουν τσιμπιες, χαστούκια, κλωτσιές, χτυπήματα, μολονότι δεν μπορώ να θυμηθώ πια τους λόγους της εκδίκησης της. Για μένα συνοδεύονταν από έκπληξη, φόβο κι ένα αίσθημα που διαρκούσε πέρα από τον πόνο της σύγκρουσης, καυτηριάζοντας με από μέσα προς τα έξω. Καταλάβαινα ότι κάποιες  φορές η μαμά ήταν εκεί και κάποιες δεν ήταν, αυτό όμως δεν ήταν ούτε καλό ούτε κακό, κι έτσι θα ήταν οι ζωές μας. Μαζί ή χώρια ήταν κάτι ανεξάρτητο από την επιθυμία και την ευτυχία.

Υπήρχαν κάποιες φορές που κρυβόμουν. Συχνά για μέρες ολόκληρες. Μπορούσα να γίνω αόρατη,  αθόρυβη, άοσμη. Όταν τελικά με έβρισκαν, ήταν επειδή ήθελα να βρεθώ. Με τον καιρό οι πατούσες μου σκλήρυναν. Δεν θυμάμαι ακριβώς πως ήταν πρωτύτερα, μα θυμάμαι ότι ήταν διαφορετικές.

Στο άσραμ, μερικοί άνθρωποι έκλαιγαν σαν εκνευρισμένα παιδιά όταν έβλεπαν τον Μπαμπά, ενώ άλλοι αναλύονταν σε ήσυχους λυγμούς. Μια κυρία, με δέρμα που έμοιαζε σαν πηγμένο γάλα μέσα στο τσάι, έπεφτε στα γόνατα τρέμοντας σύγκορμη, καθώς εκείνος περνούσε. Ύστερα άγγιζε και τα πόδια της μαμάς.>>

 

Η Αντάρα μεγαλώνει μέσα σε ένα άσραμ μέχρι τα 7 της χρόνια. Τα άσραμ είναι θρησκευτικοί οίκοι στην Ινδία, θρησκευτικά κοινόβια τα οποία δέχονται κι επισκέπτες. Εκεί καταφεύγει η μητέρα της όταν εγκαταλείπει οριστικά τον γάμο της λόγω παντελούς έλλειψης επικοινωνίας και αδιαφορίας. Στα εφτά της λοιπόν φεύγουν ένα βράδυ βιαστικά από το άσραμ λόγω του ότι η μητέρα της αισθάνεται βαθειά απογοητευμένη και ματαιωμένη από την νέα σχέση του Μπάμπα, του γκουρού του οποίου ήταν η επίσημη σύντροφος αυτά τα χρόνια.

Αμέσως, και χωρίς κανένα άλλο σχέδιο, περνούν στην ζητιανιά ενώ μόνο όταν η κατάσταση φτάνει στο μη περαιτέρω επεμβαίνει η οικογένεια του πρώην συζύγου. Η Αντάρα στέλνεται εσώκλειστη σε ένα σχολείο κάκιστης ποιότητας (όπως αποδεικνύεται) και την παίρνουν πάλι πίσω σε διάστημα λιγότερο των έξι μηνών μετά από περιστατικό λιποθυμίας από την κακουχία της κακοποίησης που υφίσταται εκεί.

Η Αντάρα συνεχίζει να ζει στην Πούνε, κοντά στην μαμά της και τη γιαγιά της, τα εφηβικά της χρόνια. Η Τάρα (η μητέρα) συνάπτει σχέση με έναν νεαρό καλλιτέχνη ο οποίος ακολουθεί έναν ελευθεριάζοντα τρόπο ζωής και ο οποίος κάποια στιγμή έρχεται να μείνει μαζί τους. Ύστερα από 4 χρόνια κοινής ζωης, μια μέρα φεύγει χωρίς να ξαναγυρίσει.

Έρχεται η ώρα που η Αντάρα φεύγει επίσης για σπουδές στην Βομβάη. Εκεί θα σπουδάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών Σερ Τζέι Τζέι σχέδιο και ζωγραφική και Ιστορία της τέχνης.

Γυρίζοντας γνωρίζεται με τον Ντίλιπ, Αμερικανός από Ινδούς γονείς, με τον οποίον  παντρεύονται. Στην πορεία όταν τα δεδομένα δυσκολεύουν, θα κάνουν κι ένα παιδάκι. Η πεθερά της, μεγαλωμένη μες στην ινδική παράδοση, είναι το ίδιο καταπιεστική με την πεθερά της μαμάς της και βλέπουμε να επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο στην μεταξύ τους σχέση.

Είναι ένα βιβλίο με απαιτητικό περιεχόμενο από την άποψη ότι ακουμπάει ένα ζήτημα ακανθώδες  για πολλούς ανθρώπους, δηλαδή τη σχέση με την μαμά. Δεν χρειάζεται να είσαι γένους θηλυκού για να ταυτιστείς ούτε να έχεις ζήσει τα ίδια πράγματα. Η σχέση μαμάς και παιδιού είναι ένα ζήτημα πανανθρώπινο που δεν γνωρίζει γεωγραφικό τόπο, φύλο, εθνικότητα, ηλικία και που διαδραματίζει πάντα ρόλο ύψιστης σημασίας στις ζωές όλων. Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης έχει κανείς την εντύπωση ότι αυτό που διαβάζει θα μπορούσε να είναι και άχρονο.

Η Αντάρα θυμάται. Είναι 38 χρόνων σήμερα και η μαμά της τώρα έχει αρχίσει να ξεχνάει. Ξεχνάει με γοργούς ρυθμούς πράγματα τα οποία τις έδεναν· με ένα τρόπο τραυματικό αλλά τις έδεναν. Η Αντάρα βρίσκεται πλέον μόνη χωρίς να έχει να κατευθύνει κάπου τον θυμό της όταν το τραύμα ξυπνάει.

Ένα βιβλίο που μιλάει κατ’ εμέ για το ζήτημα της ουσιαστικής ανάληψης ευθύνης του εαυτού μας.

 

 

0