«Έως πότε πια αυτός ο τόπος δεν θα αντέχει να κοιτάξει αλλιώς την Ιστορία του και να αναμετρηθεί μαζί της;». Ίσως αυτή η φράση, που αποτελεί κομβικό σημείο στον επίλογο του βιβλίου, «Οι αλήθειες των άλλων» του Νίκου Θέμελη να αποτελεί την ουσία του μυθιστορήματος, μια ούτως ειπείν συμπερασματική κρίση του συγγραφέα για τη χώρα και την ιστορία της.

 

Εξερευνώντας βέβαια ένα μυθιστόρημα που έχει διανύσει ήδη μια δεκαπενταετία και «αναγεννιέται» μέσα από τη νέα σειρά των εκδόσεων Μεταίχμιο: Σύγχρονη ελληνική βιβλιοθήκη, οι προβληματισμοί να είναι πολυσύνθετοι και ν’ άπτονται της γέννησης και της πορείας του βιβλίου. Η ξενάγηση όμως στον μυθιστορηματικό του κόσμο θα φωτίσει πολλαχώς τη διαδρομή του.

 

«Μια ζωή αναχωρούμε… μουρμούρισε, καθώς προσπαθούσε να δέσει σφιχτά τους σπάγκους.»

 

Ξεφυλλίζοντας τις πρώτες σελίδες ο νεαρός Τζόακιμ (Ιωακείμ Λινός), ένας φρέσκος διδάκτορας Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (από ότι αφήνει ο αφηγητής να εννοηθεί), έχοντας δουλέψει μια διατριβή για το τέλος της βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχει μια συνάντηση με έναν από τους πιο νέους καθηγητές του πανεπιστημίου, τον Άλεν Ρόδερφορντ. Το σκηνικό συμπληρώνουν η φιγούρα της Ρούσας που σχηματίζεται στις σκέψεις του Έλληνα φοιτητή και ένα σπουδαίο, αινιγματικό όμως, χειρόγραφο σε ένα μουντό Λονδίνο που προσμετρά τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα που φέρνει η άνοδος της Αριστεράς.

 

Ακολουθεί το πρώτο μέρος του βιβλίου όπου ένας Τούρκος, ο Μεχμέτ αναστενάζει μες στη σιωπή της νύχτας. Ένα εγκαταλελειμμένο από τους Έλληνες κατοίκους του, Αϊβαλί ξεπροβάλει με απτό τρόπο στα μάτια αναγνώστη.

 

«Ο Μεχμέτ έφερνε συχνά στο μυαλό του μνήμες από την οικογένεια του· συνήθως τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς, όταν έπεφτε ο ήλιος στο Αιγαίο και πήγαινε να βρει τους δικούς του. Αποξεχνιόταν φουμέρνοντας αραγμένος στο στενό μπαλκονάκι που έβλεπε κατά τη δύση, με το αγαπημένο κιλιμάκι της γιαγιάς στους ώμους μόλις έπεφτε το αγιάζι ή σχεδόν γδυτός τις γλυκές νύχτες της άνοιξης, καθώς περίμενε με το κορμί να αισθανθεί τις μυρωδιές και το άγγιγμα της…».

 

Μέσα από τις διαδικασίες της ανταλλαγής, του μπουμπαντελέ, όλα γύρω του αλλάζουν. Οι Κυδωνίες σιγά-σιγά εποικίζονται από τουρκικούς πληθυσμούς που έρχονται από… απέναντι, Λέσβο ή πιο μακριά, την Κρήτη.  Ο Μεχτέτ με όνομα και ταυτότητα Τούρκου θα επιβιώσει μέχρι να βρεθεί κι αυτός απέναντι, στη Μυτιλήνη. Εκεί θα ξανασυνδεθεί ο κρίκος της οικογένειας, αν και στις εθνικές ανακατατάξεις τις περισσότερες φορές, ο ήχος  της αλυσίδας ηχεί παράταιρα, ίσως γιατί οι επανασυνδέσεις γίνονται ακαριαία, άπαξ με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

 

Από την Μυτιλήνη στην Αθήνα για σπουδές μαζί με μια γυναίκα που θα σκιάσει την ύπαρξή του και από εκεί παντρεμένος πια στην Κομοτηνή. Η επιστροφή στην Αθήνα της δεκαετίας του ’40 ως εργαζόμενος στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ίδρυμα της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών θα αποτελέσει και τη βάση του ήρωα και θα οριοθετήσει κάπως τη ζωή των παιδιών του. Η ιστορία του τόπου θα αναδείξει μια παράμετρο που δρομολογεί, εν πολλοίς, τη ζωή της οικογένειας με την αρμόζουσα, βέβαια, λογοτεχνική ανοχή. Κανείς τους δεν θα πρωτοστατήσει στις πολιτικές εξελίξεις του τόπου, ούτε θα γράψει με φαρδιά γράμματα το όνομά του στα κατάστιχα των αφανών ηρώων. Ο Θέμελης ρεαλιστικά θα αποτυπώσει τις «ζημιές» των πολιτικών της αδιαλλαξίας και των συμφερόντων σε μια κατατρεγμένη οικογένεια, όπως πάμπολλες εκείνη την εποχή. Η επιστροφή του νεαρού διδάκτορα και η αξιοποίηση των γνώσεων του από το Δημόσιο θα κλονίσουν βεβαιότητες, θα ξεκλειδώσουν έωλα συμπεράσματα δεκαετιών πριν τα σκεπάσει η αχλή του χρόνου και σωπάσει ο αφηγητής. Μένει στον αναγνώστη να προβληματιστεί ή καλύτερα να ταρακουνήσει βεβαιότητες που έχουν επιδέξια σπαρθεί από τα σχολικά μας χρόνια.

 

«…για ένα παρελθόν που μας κυνηγά, κι όμως, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ίσως να μην μπορεί πάντα να το αποτιμήσει και οριστικά να το βάλει στη θέση που του αξίζει. Φταίνε άραγε οι μνήμες μας και οι πληγές που είναι ανοιχτές; Μπορεί να είναι και έτσι. Μπορεί όμως να έχει σχέση και με κάτι άλλο, άγνωστο ακόμη, που συμβαίνει κατά τρόπο ανεξιχνίαστο στο μυαλό των ανθρώπων.»

 

Ο συγγραφέας με θαυμάσιο τρόπο ψυχογραφεί τους ήρωές του. Τις ζωές τους, άλλωστε, επιτείνουν οι αναπάντεχες αλλοιώσεις που φέρνει η στιγμή. Η πλοκή συνδυάζει με αρτιότητα αρετές της λογοτεχνίας. Αλλά κυρίως είναι η αφηγηματική δύναμη του κειμένου που εξυψώνει τους απλούς, αλλά ολοζώντανους χαρακτήρες.

 

Η δράση στο βιβλίο προσδιορίζεται και από το παρασκηνιακό, το «εκτός» σκηνής υλικό οργανώνοντας έτσι ένα αφηγηματικό παιχνίδι ηρώων και ειδώλων, φωτίζοντας πτυχές του ασυνειδήτου τους. Αυτοί οι αφηγηματικοί ψίθυροι ακολουθούν τον αναγνώστη διατρανώνοντας έτσι τη λογοτεχνική αξία του συγγραφέα.

 

Τα μυθιστορήματα του Θέμελη ανοίγουν το δρόμο σε μια «ήρεμη» απογραφή της ιστορίας του τόπου, σπέρνοντας την αμφιβολία σε ό,τι η εκάστοτε πολιτική ιδεολογία θεωρεί ως βεβαιότητα. Μια ιδιαίτερη λογοτεχνική άσκηση με προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικής ευαισθησίας και αποδέκτη το σήμερα. Ένας δυνατός μετωπικός φωτισμός του σύγχρονου ανθρώπου που έχει χάσει την ιδιότητα του πολίτη, αλλά επ’ ουδενί του ιδεολογικού ακολούθου.

 

Ο Θέμελης είναι από τους ελάχιστους σύγχρονους συγγραφείς που μπόρεσε να εισχωρήσει στην πραγματικότητα και στον συμπαγή κόσμο της νεότερης ιστορίας, δοκιμάζοντας μια ολότελα δική του οπτική «μεταφράζοντας» την αλήθεια ώστε να  δραπετεύσει από τους μύθους, που επιδέξια πασπάλισαν αρκετοί του συνοδοιπόροι του.  Ένα εγχείρημα που οι συνεχείς επανεκδόσεις των βιβλίων του μαρτυρούν την επιτυχημένη έκβασή του.

 

 

1