“Ο κόσμος είχε πάψει πλέον να ενδιαφέρεται για τα τέρατα στον κινηματογράφο και τ’ αναζητούσε με τρόμο στις ντουλάπες του, κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι”.
«Όπου βία πάρεστι, ουδέν ισχύει νόμος», αυτή η ρήση που αποδίδεται στον Μένανδρο και καλύπτει πολλαχώς το φάσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας ανά τους αιώνες, φωτογραφίζει το δεύτερο μυθιστόρημα του Γιάννη Κυζιρόπουλου «Στη γη της αιώνιας θλίψης» που κυκλοφόρησε από πριν λίγους μήνες από τις εκδόσεις Πνοή.
Ο καμβάς του πολυσύνθετου αυτού μυθιστορήματος αποδίδει με τα πιο ωχρά χρώματα την ελληνική πρωτεύουσα των αρχών της τέταρτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Η δράση, δηλαδή, τοποθετείται σε μια άμεση μελλοντική πραγματικότητα, όπου η έλλειψη ειδών πρώτης ανάγκης, έχει οδηγήσει στην εκτίναξη των τιμών, έχοντας επιφέρει τη φτωχοποίηση και την εξαθλίωση των περισσότερων περιοχών του πλανήτη. Μέσα σε αυτή τη δυσχερή πραγματικότητα εδράζεται η ιστορία του Ιάσονα και της Μαριάννας. Μια ιστορία αγάπης στην υπερβατική της διάσταση.
Τα δύσκολα παιδικά-εφηβικά χρόνια του Ιάσονα έχουν δημιουργήσει ένα βίαιο, ανάλγητο σε πολλές καταστάσεις, ενήλικα όπου η αναζήτηση των ορίων και το ξεπέρασμά τους αποτελούν καθημερινό στοίχημα. Η βίαιη αποκοπή από την οικογενειακή γαλήνη κι η υιοθέτηση της από έναν περίεργο άντρα, τον Παύλο, χειραγωγούν εν προκειμένω, τον κλειστό χαρακτήρα της Μαριάννας όπου οι σκοτεινές σκέψεις και η μοναχικότητα αποτελούν μονόδρομο σε μια επισφαλή καθημερινότητα.
Μια ενέδρα άρτια οργανωμένη και η συντυχία με ένα άνθρωπο που ορίζει, εν πολλοίς, τη νομοτέλεια του κόσμου, δρομολογούν την εξέλιξη της ιστορίας. Σε αυτή την ιστορία, που υπακούει στην αέναη παρουσία της μοίρας και των ατραπών της, οι βασικοί ήρωες του βιβλίου θα βιώσουν την αληθινή αγάπη σε υψηλούς αναβαθμούς.
Ο παντογνώστης αφηγητής εποπτεύει τη δράση των ηρώων, η διήγησή του ακολουθεί μια ευθύγραμμη πορεία που ενίοτε την σπάνε κάποιες αναχρονίες κυρίως με την αφήγηση γεγονότων του παρελθόντος. Οι συχνοί διάλογοι πέρα από την επαφή με τη «φωνή» του εκάστοτε ήρωα και τη ζωντάνια που αναδύουν, διακόπτουν πολλές φορές κάποιες «θυμοσοφικές» σκέψεις του συγγραφέα που επικαλύπτουν το λόγο του αφηγητή με εμφανή τρόπο δυσχεραίνοντας την αφήγηση με τις επιβραδύνσεις που επιφέρουν και βλάπτουν σε αρκετά σημεία, από λογοτεχνικής πλευράς, το ίδιο το κείμενο.
Η λιτή γλώσσα που σε αρκετά σημεία υπακούει σε ξεφτισμένους νεορομαντισμούς, άλλοτε ξεγλιστρά ανασύροντας από τη λήθη αμιγή γλωσσικό πλούτο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο το ύφος του κειμένου ακολουθεί το ονειρικό, ηδονικό ενίοτε κοινωνικώς απάνθρωπο εκείνο μισόφωτο, μεταξύ των επαλλήλων στρωμάτων ανθρώπινων υπάρξεων χαραγμένων μέσα «στη συνάφεια του κόσμου».
Το μυθιστόρημα δεν αποτελεί ένα ακόμη δυστοπικό κείμενο. Η αλληγορική γραφή του με τις υπερβατικές του αποχρώσεις συνηγορούν σε ένα σκοτεινό παραμύθι της ανθρώπινης ύπαρξης εποπτευόμενο από κάθε δυνατή πτυχή. Δεν αναπαριστά τη καθημερινότητα μιας μελλοντικής εποχής, αυτή απλώς είναι παρούσα, εν είδει καμβά, στον οποίο αποτυπώνονται με άγρια πορφυρότητα η συνένωση δυο ψυχών στις ακροβασίες της ζωής.
*De malo, bonum (λατινικό ρητό που σημαίνει, από το κακό, καλό)
0