“(Εκείνο) το χέρι που ήταν λερωμένο απ’ τα μελάνια, το χέρι που είχε σημειώσει μια φορά πάνω του έναν αριθμό τηλεφώνου που ήταν επείγον, το χέρι που άλλαζε τις ταχύτητες στο αυτοκίνητο όταν μας πήγαινε εκδρομές το καλοκαίρι, το χέρι που κρατούσε τον αναπτήρα και άναβε το τσιγάρο όταν δεν ήμασταν εμείς μπροστά για να μην εισπνέουμε άδικα τον καπνό, το χέρι που κρατούσε το χέρι της μαμάς όταν εκείνη ξεψύχησε στο νοσοκομείο, το χέρι που πια δεν θυμόταν πως κρατάμε το πιρούνι για να φάμε…”
Η «Ανώνυμη» μέσα από μια ορατή δύσβατη, σαφώς, οριοθετημένη ως τώρα, ζωή όπου κάθε έννοια ελευθερίας καταστρατηγείται βρίσκει την ολοκλήρωσή της μέσα από ρόλους που η μοίρα την καλεί να παίξει. Ο «Δεύτερος» περνά από το περιθώριο στην πρώτη γραμμή μέσα από τον αδόκητο θάνατό του και οι «Αποφάσεις» ενός παππού απέναντι στον εγγονό του ενέχουν το στίγμα της σιωπηλής απόρριψης, μιας αέναης από δω και πέρα, δοκιμασίας. Επίσης τα «Δελφίνια» καμιά φορά χαράζουν νέα διαδρομή επικοινωνώντας με τα επέκεινα. Από την άλλη μέσα από «Το σύνδρομο του καλού κοριτσιού» καθρεφτίζονται ίσως οι απερίσκεπτες πράξεις των γεννητόρων μας που καταστρατηγούν πρωτίστως τη ψυχική μας ισορροπία. Ενώ στην 6η της «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», το γιορτινό τραπέζι της γέννησης του Ιησού Χριστού φαντάζει μαρτύριο μπροστά στον απροσπέλαστο κλοιό συγγενών έτοιμων να κατασπαράξουν την ηρωίδα με την φρενήρη έγνοια τους. Αντίθετα οι «Πόρτες» είναι μια συνήθης αναφορά στις ζαριές της ζωής, ένα πολλαπλό μάθημα ανατομίας. Μελετώντας κανείς την «Μέθοδο Αναπόλησης» αντιλαμβάνεται τη χορεία της ζωής, την ενδοσκόπηση σε εκείνα που δεν είπε είτε γιατί δεν πρόλαβε είτε γιατί δεν το θεώρησε ποτέ ότι ήταν της παρούσης, όπως και σε ένα ακόμα παιχνίδι, με τον σάρκινο εαυτό αυτή τη φορά, που επιγράφεται «Η μοναξιά του απέναντι». Εντούτοις, ο «Μονόλογος» της ζωής μπορεί να έχει ασαφές τέλος, γιατί πολλές φορές τα δρομολόγια της μνήμης χαράζουν πορείες έξω από μας. Τέλος μπροστά στα «Τείχη ή (κάνοντας μια) άσκηση δωματίου» ίσως να κατορθώσουμε να βάλουμε σε σωστή γραμματική μορφή τα ρήματα που μας αγκυλώνουν συναισθηματικά.
Μια πρώτη σκιώδης τοποθέτηση για τις 11 ιστορίες της νέας διηγηματογράφου Τατιάνας Κίρχοχ μπορεί να υπολανθάνει την έμμεση παρότρυνση προς τον αναγνώστη να δει ένα νέο συγγραφικό έργο, μπορεί πάλι να αποκρυπτογραφεί μια μεγάλη ιστορία που η διάρκεια των 11 μερών της απέχει όσο ένας κύκλος μιας δικής μας νοητής στιγμής. Τα χρονικά πλαίσια όμως πέρα από τη ρευστότητα έχουν ένα σταθερό σημείο, τη μνήμη. Πίσω λοιπόν από τις υποθέσεις και τις σκιές υπάρχει ένα βέβαιο γεγονός: τα πρώτα διηγήματα μιας νέας συγγραφέως που οι σπουδές της στην ψυχολογία και την υποκριτική επέφεραν έναν ιδιάζοντα μανδύα μυθοπλαστικής αφήγησης.
«Εκείνες τις μέρες είχα πολύ έντονη την αίσθηση ότι μετά από είκοσι πέντε χρόνια γύρισα και πάλι στην κοιλιά της μάνας μου. Σαν να ήμουν έμβρυο και ζούσα μέσα της. Ανασαίναμε την ίδια ώρα, τρώγαμε την ίδια ώρα. Είχαμε πια συγχρονιστεί απόλυτα».
Με τις «Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου» που πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πόλις φαίνεται ότι η λογοτεχνία (επ)ανακτεί την σάρκινη, διάτρητη για πολλούς, πλευρά που έχει στερηθεί. Μια εμφανής στέρηση που προσέκρουε στην αμιγώς πνευματική ή ακόμη και μεταφυσική της θεώρηση της σύγχρονης παραγωγής. Η Κίρχοφ μέσα από τη νοσηρή ψυχολογική κατάσταση των ηρώων της παρουσιάζει στις σελίδες της πρωτίστως τη φθορά του σώματος, του πολύτιμου ανθρώπινου οργανισμού μας, ελαττώνοντας τις αποστάσεις και δημιουργώντας μια περίοπτη σύζευξη σώματος-ψυχής. Το σώμα πονά, άλλοτε ανθίσταται άλλοτε παραλύει κάτω από τις επιταγές του άλλου ή και του εαυτού μας ή ακόμη κι από μεταφυσικούς παράγοντες. Το σώμα συνθλίβεται κάτω από την καθημερινότητα των άλλων που γίνεται άθελα μας σημείο αναφοράς. Η Κίρχοφ σαφώς και δεν αντιλέγει στα κελεύσματα των καιρών, όμως συμπονά, δηλώνοντάς το με κάθε τρόπο, το υλικό της ύπαρξής μας.
Η συγγραφέας μιλώντας μέσα από τα αδιέξοδα των ηρώων και τις ευθύνες που επιρρίπτουν και οι άλλοι σε μας φανερώνει εξόχως ενδιαφέροντες αφηγηματικούς κόσμους, φέρνοντας στο νου ακόμη και τον ξεχασμένο για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό αλλά σημαντικότατο, Machado De Assis.
«Υπήρχαν στιγμές που μπορούσα να σκεφτώ καθαρά και αυτές ίσως ήταν τραγικές, γιατί καταλάβαινα το τέλος που ερχόταν, και στιγμές που ήμουν μπερδεμένος, χαμένος, βυθισμένος σε μια άλλη θάλασσα, όμως δεν ήμουν πια δελφίνι να την κολυμπήσω. Έφυγα κάποιο βράδυ Παρασκευής του χειμώνα…»
Οι ήρωές της εξομολογούνται τις ιστορίες τους άλλοτε αβίαστα, κι άλλοτε μετά από διαρκή εσωτερική σύγκρουση με τα στερεότυπα και τις περιχαρακώσεις που επιβάλλει η κοινωνική συμβίωση. Αυτή η παράξενη εξομολόγηση στον άλλο ή ακόμα και στον εαυτό μας είναι που γεφυρώνει το χάσμα με τον αναγνώστη. Γιατί μέσα από αυτή την αμφίπλευρη επικοινωνία η Κίρχοφ εδράζει και τον παρατηρητή που δεν προσωποποιείται σε έναν εν δυνάμει ψυχολόγο. Σε κάθε αφηγηματική προσπάθεια αυτός διαφέρει, άλλοτε δηλώνεται ευθαρσώς κι άλλοτε αιωρείται καλά κεκαλυμμένος.
«…δεν ζητάω να με καταλάβει. Ούτε εσύ. Πίστευα ότι αυτό ήταν το καλύτερο για όλους. Φεύγω τώρα. Θα έρθω ξανά την άλλη Παρασκευή να σου τα ξαναπώ. Ίσως εσύ, αν ξανακούσεις την ιστορία μου, κάποια στιγμή να με συγχωρέσεις».
Η συνομιλία ενός παππού με τον νεκρό εγγονό και η αφήγηση ενός νεκρού για το θάνατό του πέρα από την αναγνωστική έκπληξη δοκιμάζουν σαφώς τα όρια για μια πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα γεμίζοντάς μας με προσμονή για τη συνέχεια. Οι ήρωες της όσο καθημερινοί κι αν φαντάζουν με τις ιδιότυπες ιστορίες τους κουβαλούν αρκετό λογοτεχνικό φορτίο που τους κατατάσσει πέρα από τη σφαίρα του μύθου. Πλασμένοι κατά κόρον επιδέξια επιζητούν την συνδρομή του αναγνώστη στα αδιέξοδα τους εφιστώντας τον, κατά μια έννοια «συνένοχο» ως κομμάτι κι αυτός της ίδιας κοινωνικής ζωής, αφού κι αν ο οικογενειακός περίγυρος μπορεί να μας ξεχωρίζει από τον άλλον, ο κοινωνικός θα αποτελεί αναφορά όλων μας. Μια ευχάριστη λογοτεχνική ανάσα που χαράζει προσδοκίες για τη συνέχεια.
Το βιβλίο “Ιστορίες που (δεν) είπα στον ψυχολόγο μου” της Τατιάνας Κίρχοφ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις
1