Τη σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει ένα κείμενο του Μάνθου Σκαργιώτη για το βιβλίο του «Ουμπούντου» που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2019 από τις εκδόσεις Διόπτρα.

 

 

Κείμενο: Μάνθος Σκαργιώτης 

 

 

Ο ξεριζωμός από την πατρίδα είναι ένα θέμα που πάντα με συγκινούσε. Μικρό παιδί ήμουν και έβλεπα συγγενείς μου κι άλλους χωριανούς που έφευγαν για τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία. Δεν θα ξεχάσω μια εικόνα από τη δεκαετία του `60: Γονείς μπήκαν στο λεωφορείο της γραμμής –ύστερα από την «άδεια» του καλοκαιριού– για να πάνε στα Γιάννενα και από εκεί να επιστρέψουν στη Σουηδία όπου δούλευαν μετανάστες. Μόλις το λεωφορείο ξεκίνησε, τα τρία κορίτσια τους –από πέντε μέχρι δέκα χρονών– που τα άφησαν πίσω με τη γιαγιά, ακολούθησαν το αυτοκίνητο, μες στον κουρνιαχτό που σήκωναν οι τροχοί, κλαίγοντας και φωνάζοντας: «Μαμά, μπαμπά!… Μη φεύγετε!» Παραπίσω έτρεχε στον χωματόδρομο αγκομαχώντας η γιαγιά να τα μαζέψει.

Από τη μια, αυτή η χαραγμένη μέσα μου παιδική εικόνα, από την άλλη, οι τραγικές μορφές μεταναστών και προσφύγων στις ελληνικές θάλασσες και στεριές τα τελευταία χρόνια (απελπισμένοι γονείς, πνιγμένα ή ασυνόδευτα παιδιά, ξεκληρισμένες οικογένειες), καθώς και οι κραυγές συμπολιτών μας που δείχνουν τα δόντια τους, για διάφορους λόγους, σ’ αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους ή τους εκμεταλλεύονται απάνθρωπα, αυτά λοιπόν τα τρία αποτέλεσαν το ερέθισμα να ασχοληθώ με το μεταναστευτικό-προσφυγικό των ημερών μας. Έτσι, ξεκίνησα να γράφω το μυθιστόρημα «Ουμπούντου».

Η λέξη «ουμπούντου» είναι αφρικανική. Ειπώθηκε στη διάρκεια ενός παιχνιδιού (διαδικτυακή πηγή). Συγκεκριμένα, ένας ανθρωπολόγος ανέθεσε σε μια ομάδα παιδιών από την Αφρική να παίξουν το ακόλουθο παιχνίδι: Έβαλε ένα καλάθι με φρούτα κάτω από ένα δέντρο και όποιο παιδί, σε αγώνα δρόμου, θα έφτανε πρώτο στο καλάθι θα κέρδιζε όλα τα φρούτα. Μόλις έδωσε το σύνθημα να ξεκινήσει ο αγώνας, τα παιδιά πιάστηκαν από τα χέρια και πήγαν όλα μαζί στο καλάθι. Στην ερώτηση του ανθρωπολόγου γιατί δεν τήρησαν τον όρο του παιχνιδιού απάντησαν: «Ουμπούντου». Δηλαδή, «είμαι επειδή είμαστε» ή αλλιώς «δεν μπορούμε να είμαστε χαρούμενοι, αν έστω και ένας από εμάς είναι λυπημένος».

Η βασική ιστορία του μυθιστορήματος εξελίσσεται το 2015 σε ένα αγρόκτημα (κάπου στην Αιτωλοακαρνανία), όπου απασχολούνται Μπανγκλαντεσιανοί και Σομαλοί εργάτες. Ο κτηματίας, από τα βασικά πρόσωπα του έργου, είναι Έλληνας γεννημένος στη Νότια Αφρική από μετανάστες γονείς. Στην Ελλάδα ήρθε το 1976, στα δεκαεννιά του, όταν εκεί διαλύθηκε η οικογένειά του εξαιτίας του ξεσηκωμού των Μαύρων στο Σοβέτο, κοντά στο Γιοχάνεσμπουργκ. Το αγρόκτημα το κληρονόμησε από θείο του έμπορο κοτσίδων, και το βαρύνει η κατάρα μιας κοπέλας η οποία υπήρξε θύμα του αυταρχικού πατέρα της, επειδή τόλμησε χωρίς την άδειά του να κόψει τα μαλλιά της.

Με την κεντρική υπόθεση του βιβλίου συνυφαίνεται η ιστορία του Δημήτρη Τσαφέντα. Πρόκειται για τον παρεξηγημένο Έλληνα (πραγματικό πρόσωπο) που γεννήθηκε στη Μοζαμβίκη από πατέρα Κρητικό και ντόπια μάνα και που το 1966, ύστερα από μια περιπετειώδη περίοδο της ζωής του, έφτασε στη Νότια Αφρική και σκότωσε τον πρωθυπουργό της χώρας και εμπνευστή του απαρτχάιντ, Φερβούρντ, μέσα στο κοινοβούλιο. Η ζωή του Τσαφέντα αποδίδεται με μια λαϊκή όπερα που δημιουργεί ο ετεροθαλής αδερφός του κτηματία· η όπερα έχει το ύφος του Ερωτόκριτου, καθώς αυτό το έμμετρο μυθιστόρημα του Βιτσέντζου Κορνάρου ήταν το αγαπημένο του Τσαφέντα.

Έτσι, στο βιβλίο γίνεται, σε πρώτο επίπεδο, η «συνάντηση» των σημερινών Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών με τον Δημήτρη Τσαφέντα. Μέσω του Τσαφέντα «προσέρχονται» στη μυθιστορηματική «συντροφιά» σκλάβοι, δουλέμποροι, δυνάστες και αγωνιστές άλλων τόπων και άλλων εποχών, με συνέπεια ο κύκλος να διευρύνεται τοπικά και χρονικά. Καταφαίνεται, μ’ αυτόν τον τρόπο, μια γενική αλήθεια: Ο άνθρωπος, όσο κι αν προόδευσε τεχνολογικά, παραμένει πάντα ο ίδιος σε όποια ιστορική περίοδο και σε όποια γωνιά του πλανήτη κι αν ζει. Τα μόνα που αλλάζουν είναι οι τρόποι άσκησης της τυραννικής εξουσίας, από τη μια, και οι τρόποι αντίστασης των καταπιεσμένων, από την άλλη.

Αυτή η διευρυμένη «συντροφιά» υπηρετεί τη βασική ιστορία του μυθιστορήματος, την οποία, μεταξύ άλλων, συναρθρώνουν: Μια θεομηνία, ένα δυσοίωνο εύρημα στο χώμα, ο ηθικός κώδικας ενός επιστάτη, ένα σκυλί, ο έρωτας δυο νέων, μια αγωνιώδης αναζήτηση, κάποιοι αδιόρατοι φόβοι, η απόγνωση ενός τραπεζίτη, δυο δραπέτες φυλακών, η γυναίκα ενός άνεργου, η μνήμη μιας εγκλεισμένης κοπέλας, ένα ερημωμένο χωριό, μια εξιλεωτική περούκα, δυο πεντόλιτρα κόκκινο κρασί. Μια ιστορία, εντέλει, που «διέρχεται» μέσα από τα ποικίλα προβλήματα που συγκλονίζουν την πολυπολιτισμική Ελλάδα της δύσκολης δεκαετίας (2010-20), την Ελλάδα της πολύμορφης κρίσης.

 

 

Ο Μάνθος Σκαργιώτης γεννήθηκε στο χωριό Μονολίθι Ιωαννίνων το 1952. Σπούδασε φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα και ποιήματα. Δημοσίευσε εισαγωγικά μελετήματα για το έργο του Κ. Θεοτόκη, του Κ. Κρυστάλλη και του Γ. Κοτζιούλα, καθώς και «πορτρέτα» Ηπειρωτών δημιουργών. Κείμενά του είναι επίσης δημοσιευμένα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα ιταλικά.

Εργογραφία:

Μυθιστορήματα: Το Λαθραίο (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1991), Η αλάνα με τις ακονόπετρες (Δωρικός, Αθήνα 1995), Ουδέτερη Ζώνη (Κέδρος, Αθήνα 1995), Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2001), Το παρελθόν επιστρέφει από τον άλλο δρόμο (Εμπειρία Εκδοτική, Αθήνα 2004), Ένα κλειδί, τρεις πόρτες (Μεταίχμιο, Αθήνα 2009), Στο δρόμο των αρωμάτων (Διόπτρα, Αθήνα 2015), Ομπούντου (Διόπτρα, Αθήνα 2019).

Ποιήματα: Ματωμένοι Σάρακες (Κριτήριο, Αθήνα 1974), Στο ρυθμό της Κύπρου (ιδιωτ. έκδοση, Γιάννινα 1978).

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

 

2