Τη σειρά δοκιμίων Altera Pars συνεχίζει ένα κείμενο του Ηλία Κεφάλα για το βιβλίο του “Σιωπητήριο χιονιού” που κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Κείμενο: Ηλίας Κεφάλας
Το βιβλίο μου «Σιωπητήριο Χιονιού» εκδόθηκε το 2005 και περιλαμβάνει 134 χάικου διαρθρωμένα σε τέσσερις ενότητες, ήτοι: στην ομώνυμη του γενικού τίτλου «Σιωπητήριο χιονιού» και στις υπόλοιπες τρεις με εξίσου σημασιολογικές καταδείξεις, όπως «Λύχνοι στα βατόμουρα», «Δείπνος με φραγκοστάφυλα» και «Περίληψη».
Τα ποιημάτια αυτά γεννήθηκαν στο περιθώριο συγγραφής άλλων ευρύτερων ποιημάτων, καθώς η εν εξελίξει ποιητική γραφή αποκτά ταυτόχρονα πολλά παρακλάδια και πολλές φορές αποπροσανατολίζει τον δημιουργό από τον εξαρχής σταθερό στόχο. Αντίθετα δηλαδή με ό,τι λέει ο Ρίτσος («γεύση βαθιά του τέλους προηγείται του ποιήματος») το τελικό μέρος του ποιήματος είναι συχνά θολό και κτίζεται από ένα σωρό απροσδιόριστους παράγοντες, που παρεμβάλλονται απρόσκλητοι. Με τον τρόπο αυτόν, όταν κάποιοι στίχοι σ’ ένα υπό σύνθεση ποίημα έχουν μιαν αυθυπαρξία προβολής και μια σύμπτυξη ενός ολοκληρωμένου νοήματος και αφού, παράλληλα, δεν βοηθούν το ποίημα να εξελιχθεί στο οραματικό τέλος/σκοπό, τότε μπαίνουν στην άκρη και καταλήγουν ή σε ένα επίγραμμα ή σ’ ένα χάικου ή στην απαρχή ενός άλλου διαφορετικού ποιήματος.
Τα επιγράμματα όπως και τα χάικου ήταν και είναι πάντα μέσα στις προτιμήσεις μου, καθώς ένας ποιητής ασκείται και δοκιμάζεται πάντα σε πολλά είδη του ποιητικού λόγου. Το επίγραμμα συνήθως είναι λίγο πιο ελεύθερο από το χάικου, καθώς επιτρέπει την ανάπτυξή του σε δύο, τρεις ή λίγο περισσότερους στίχους, αν και το ιδεώδες είναι το δίστιχο. Ο Κύριλλος (1ος αι. μ.Χ.) το είχε πει ρητά: Πάγκαλόν ἐστ᾽ ἐπίγραμμα τὸ δίστιχον· ἤν δὲ παρέλθῃςτοὺς τρεῖς, ῥαψωδεῖς κοὐκ ἐπίγραμμα λέγεις.Το ίδιο είχε πει και ο σύγχρονός του Παρμενίων ο Μακεδών: Φημὶ πολυστιχίην ἐπιγράμματος οὐ κατὰ Μούσας εἶναι.
Το σύντομο ποίημα ενώ δυσκολεύει τον ποιητή αφάνταστα, επειδή μέσα σε λίγες ανάσες πρέπει να πει όλα αυτά που θέλει, πυκνώνοντας τον λόγο του με κομψότητα και πρωτότυπη έμπνευση, διευκολύνει παράλληλα τον σύγχρονο ασθμαίνοντα αναγνώστη να ευχαριστηθεί με ταχύτητα και αμεσότητα την αισθητική και την έκπληξη που περιέχεται στο μικρό και στιγμιαίο της έκφρασης. Το χάικου με την προκαθορισμένη χωρητικότητα των δέκα επτά συλλαβών (5+7+5) δυσκολεύει τον δημιουργό επειδή τον αναγκάζει να υπακούσει στην επιτακτική συμμόρφωση των κανόνων του.
Το προερχόμενο από την Ιαπωνία χάικου έχει πάντα τις ιδιαίτερες ευκολίες στη γλώσσα που το διαμόρφωσε σε είδος αυτόνομο, επειδή η γλώσσα αυτή περιλαμβάνει πολλές μονοσύλλαβες λέξεις κι επομένως στις γλώσσες μεταφοράς, όπου κυριαρχούν οι πολυσύλλαβες λέξεις, συναντά εγγενείς δυσκολίες με τον εξ ανάγκης περιορισμό των λέξεων. Περισσότερες λέξεις χωρούν στις δέκα επτά γιαπωνέζικες συλλαβές και πολύ λιγότερες στις ελληνικές.
Παρ’ όλα αυτά το χάικου ως εναρμονισμένη προβολή της ακαριαίας έκφρασης θέλγει και συγκινεί. Το μετρημένο και σύντομο περιέχει πάντα σύνεση και σοφία. Ο Καλλίμαχος (310-240 π.Χ.) πολύ νωρίς το είχε επισημάνει: Μικρή τις, Διόνυσε, καλὰ πρήσσοντι ποιητὴ ρῆσις […] ἐμοὶ δ᾽ ὦναξ, ἡ βραχυσυλλαβίη, επικυρώνοντας έτσι το ποιητικά ορθόν της βραχυλογίας. Η ανώνυμη λαϊκή σοφία επίσης λέει: «τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι».
Όμως πάντα θα επανερχόμαστε στην αρχική απορία για το τι ακριβώς είναι αυτό το εξωτικό λογοτεχνικό είδος και κατά πόσο ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή μας. Σε μια επιστολή του ο παλιός φιλόλογος και καθηγητής μου στο γυμνάσιο και το λύκειο Κώστας Τοπούζης, ποιητής και ο ίδιος, αλλά και δεινός μεταφραστής της αρχαιοελληνικής γραμματείας, διαβάζοντας τα χάικού μου, ενώ είχε διαβάσει μέχρι τότε μόνο εκείνα τα λίγα του Γιώργου Σεφέρη και του Ζήσιμου Λορεντζάτου, χωρίς να τους δώσει μια ιδιαίτερη σημασία, πείσθηκε ξαφνικά για την αρτιότητα και το θάμβος του νέου είδους και μου είπε χαρακτηριστικά: «Το χάικου τελικά είναι το γκολφ της ποίησης», διευκρινίζοντας ότι με αυτό ήθελε να τονίσει την ποιότητα και την ευγένεια της «αριστοκρατικής» αυτής έκφρασης του λόγου.
Προσωπικά το αισθάνομαι σαν την έσχατη πύκνωση της εξατομικευμένης σκέψης. Που, παρ’ όλο το γεγονός της λεκτικής σμίκρυνσης, διαθέτει τον αναγκαίο χώρο για όμορφα σχήματα, εκπλήξεις, ανατροπές, πολυσημίες και πρωτοτυπίες. Το χάικου είναι η μεγέθυνση της λεπτομέρειας, ο φωτισμός του ασήμαντου που, όμως, ως παρουσία συνιστά πάντα την υποστήριξη του σημαντικού. Είναι σαν το απειροελάχιστο ψήγμα του χρυσού μέσα στο άνευ αξίας αμμώδες συνονθύλευμα. Και πάντα είναι μια άσκηση και μια υψηλή δοκιμασία για να το ψάξει και να το βρει ο ποιητής. Μακάρι να είχα τη βεβαιότητα ότι κάτι πέτυχα. Όμως το είδος αυτό μου αρέσει επιτακτικά και γι’ αυτό επανέρχομαι κι επιμένω να βρίσκομαι συνεχώς μέσα στη δημιουργική του αμφιβολία.
Μέλιγος 27-4-2020
Ο Ηλίας Κεφάλας γεννήθηκε το 1951 στο χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα, όπου και έζησε από το 1969 έως το 1992. Σήμερα ζει και πάλι στον γενέθλιο τόπο του, παρακολουθώντας φωτογραφικά τη φύση, γράφοντας ποίηση, δοκίμιο και πεζογραφία και ασκώντας λογοτεχνική και εικαστική κριτική, σε περιοδικά λόγου και τέχνης.
Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ
0