Το τελευταίο της βιβλίο αποτέλεσε έναν περίεργο γρίφο σε μια συνάντηση με τη συγγραφέα πριν λίγους μήνες στον Πολυχώρο Μεταίχμιο. Εκεί η Μαίρη Κόντζογλου, συγγραφέας των επιτυχημένων τριλογιών, “Οι Μεσημβρινοί της ζωής” και “Τα Παλιά Ασήμια” καθώς κι άλλων ιστορικών, κατά βάση, μυθιστορημάτων ανακοίνωσε πως η επόμενη κυκλοφορία της θα διέφερε αρκετά. Άφησε μόνο να εννοηθεί πως θα ήταν μικρές ιστορίες με ένα κοινό θέμα. Πριν ένα μήνα, λοιπόν,  κυκλοφόρησε το βιβλίο της “Ώρες κοινής ανησυχίας” επιβεβαιώνοντας δύο, κυρίως, πράγματα. Την αρχική της ανακοίνωση  και ότι η  συγγραφέας των πολυσέλιδων βιβλίων που από τη πρώτη στιγμή αγκάλιασε το αναγνωστικό κοινό, έχει τη σπάνια ικανότητα να περιηγηθεί εξίσου περίτεχνα και στη μικρή φόρμα.

 

  1. «Ώρες κοινής ανησυχίας», ένα βιβλίο που αναταράζει, κάπως, το συγγραφικό σας corpus. Μιλήστε μας για αυτό το όμορφο βιβλίο σας.

Το βιβλίο είναι γέννημα και θρέμμα της πρώτης καραντίνας, της άνοιξης του 2020, τότε που ήρθαμε αντιμέτωποι με κάτι άγνωστο μέχρι τότε, μια πανδημία.

Στις ώρες της δικής μου ανησυχίας, βλέποντας ένα παιδάκι να κάνει απελπισμένο, όπως μου φάνηκε, ποδήλατο στο στενό μπαλκόνι του απέναντι διαμερίσματος, το μυαλό μου έφτιαξε μια ιστορία που κάθισα και την έγραψα αμέσως. Τότε, υπό μορφή καταιγίδας, μου ήρθαν όλες οι σκέψεις. Ο εγκλεισμός δεν είναι μόνο σωματικός. Είναι και ψυχικός, συναισθηματικός, ιδεολογικός, κοινωνικός, βιώνουμε πολλούς.

«Απέναντι» δεν είναι μόνο οι χωροταξικά τοποθετημένοι. Μπορεί να είναι και μέσα μας, δηλαδή να έχουμε και το «απέναντι» κομμάτι του εαυτού μας, μπορεί να είμαστε «απέναντι» από τα συναισθήματα, «απέναντι» από τους διαφορετικούς και πολλά άλλα.

Να, κάπως έτσι άρχισα να γράφω τις ιστορίες για τις «Ώρες κοινής ανησυχίας».

 

  1. «…φραγή εισερχομένων εικόνων». Πώς έφτασε ο σημερινός άνθρωπος να αδιαφορεί με τέτοιο μάλιστα τρόπο στα ερεθίσματα του οπτικού νεύρου;

Είναι μια μακριά πορεία στον χρόνο, στα πολιτικά συστήματα, τα κοινωνικά κατεστημένα, τις συνταρακτικές «αλλοιώσεις» που προέκυψαν από την αστυφιλία, τους ρυθμούς που απαιτούν πολύωρη, εξαντλητική εργασία, στην αγωνία της οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.

Στο πλαίσιο αυτό, προσθέτω και τον μεγάλο ρόλο της τηλεόρασης που πρόσφερε ευκολία στο να σου έρθουν οι εικόνες όλες μέσα στο σπίτι σου όταν κάθεσαι σε έναν καναπέ, να σου κάνει γνωστούς ανθρώπους που είναι έτη φωτός μακριά σου και τελικά να καταφέρει να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της ζωής από τα εντός και κοντά, στα εκτός και μακριά σου.

 

 

  1. Θα σταθώ σε μια φράση του βιβλίου της οποίας η ουσία αποτέλεσε πεδίο αντιπαραθέσεων κυβερνώντων και μη. «…θεατρίνοι ή τραγουδιστές είναι οι γιατροί για να τους χειροκροτείς; Δώσε τους καλύτερες συνθήκες δουλειάς…» αναλογίζεται μια ηρωίδα σας, η Δέσποινα. Τι σκέψεις κάνετε σχετικά με τις εκδηλώσεις θαυμασμού και τις αντιπαραθέσεις που ζήσαμε αυτή την περίοδο;

Όπως ακριβώς το έγραψα, αυτές είναι οι σκέψεις μου. Οι ήρωες του εθνικού συστήματος υγείας, γιατροί και νοσηλεύτριες, νοσηλευτές, πάλεψαν με το «θηρίο». Που δυστυχώς δεν ήταν μόνο ο covid19 και ο φόβος μη νοσήσουν κι αυτοί.

Ήταν η έλλειψη προσωπικού, ΜΕΘ, ειδικών στολών –αναφέρομαι στην άνοιξη του ‘20–, ανάπαυσης, η έλλειψη πρωτοβάθμιας περίθαλψης, οι απλήρωτες εφημερίες.

Δεν ικανοποιήθηκε κανένα τους αίτημα για βοήθεια και στοχοποιήθηκαν πολλές φορές, ακόμα και πριν από λίγες μέρες λοιδορήθηκε άγρια μια ανεμβολίαστη γιατρός γιατί νόσησε. Λες κι αυτή δεν είναι άνθρωπος, δεν έχει άποψη για τη ζωή και την υγεία.

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να πω κάτι άλλο, όσοι σκέφτονται μόνοι τους και όχι μέσω της τηλεόρασης, τα γνωρίζουν πολύ καλά.

 

  1. Ο μικρός ποδηλατιστής καλεί τη γυναίκα απέναντι να τραγουδήσουν γιατί φοβάται. Αλήθεια η παιδική ψυχή πώς πιστεύετε ότι διαχειρίστηκε αυτή τη νέα καθημερινότητα σε συνάρτηση βέβαια και με το σχολείο;

Τα παιδιά, και περισσότερο οι έφηβοι, θεωρώ πως είναι τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της περιόδου. Αποκομμένα από τη δεύτερη «οικογένειά» τους που είναι η σχολική τάξη ή/και οι φίλοι, έζησαν επί έναν χρόνο μέσα σε μια εικονική πραγματικότητα. Μαθήματα μέσω ίντερνετ –δεν σχολιάζω τις ελλείψεις αυτού του τρόπου διδασκαλίας, όλοι τις γνωρίζουμε–, φίλοι μέσω ίντερνετ, διασκέδαση μέσω ίντερνετ.

Τυχαίνει να γνωρίζω λόγω ιδιότητας πολύ κοντινού μου προσώπου την αύξηση των αυτοκτονικών τάσεων στους εφήβους και τα πολλαπλά ψυχολογικά προβλήματα που παρουσιάστηκαν και δυστυχώς θα έχουν συνέχεια γιατί συνέβησαν σ’ αυτή την καθοριστική ηλικία.

 

  1. «Ο τρόμος ήταν από πάντα το δυνατότερο κατασταλτικό». Από ποιους ασκήθηκε; Αισθανθήκατε τον τρόμο να αλλοιώνει την ψυχοσύνθεσή σας;

Τη δική μου, όχι, εξάλλου δεν φοβήθηκα ποτέ ιδιαίτερα, έπαιρνα όλες τις απαιτούμενες προφυλάξεις, τήρησα τα μέτρα, εμβολιάστηκα όταν ήρθε η ώρα. Μπορεί να καταπιέστηκα πολύ, αλλά φόβο, όχι, δεν αισθάνθηκα.

Όμως μιλώντας με διάφορους παρατήρησα αλλοίωση προσωπικότητας, κατάλαβα μίσος για τους συνανθρώπους που ήταν «απρόσεκτοι» και τώρα για αυτούς που δεν θέλουν να εμβολιαστούν.

Ο φόβος ασκείται πάντα από τους έχοντες την ισχύ, είναι δεδομένο.

 

  1. Συγκεκριμένα τα ΜΜΕ πώς διαχειρίστηκαν την κατάσταση; Η περίοδος αυτή ήταν ευκαιρία να ξεπλύνουν προηγούμενα αμαρτήματα ή στάθηκαν για άλλη μια φορά αλληλέγγυα κάποιων συμφερόντων;

Τα ΜΜΕ στην πλειοψηφία τους έγιναν βαποράκια τρόμου. Ίσως όμως είμαι η πλέον ακατάλληλη να μιλήσω επ’ αυτού, βεβαίως και έχω εικόνα γιατί δεν θέλω να είμαι αποκομμένη, αλλά δεν ενημερώνομαι από τα συμβατικά μέσα.

 

 

  1. Μέσα από τον  μεγεθυντικό φακό του παντογνώστη αφηγητή παρουσιάζετε κάποια περιστατικά που η συμβίωση, ο εγκλεισμός έφερε ως αποτέλεσμα. Τι κυρίως προσέξατε να αναδείξετε στα κείμενα αυτά; Ποιο ήταν το πρώτο σας μέλημα;

Όποιο αποτέλεσμα προέκυψε στις ανθρώπινες σχέσεις κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού ήταν από προϋπάρχοντα προβλήματα. Αυτή είναι η γνώμη μου που μου την ενίσχυσε και ο ψυχίατρος  Δρ Αλέξιος Λάππας που έγραψε για το βιβλίο μου όταν το διάβασε πως «…μοιραστήκαμε μπροστά στο αδιέξοδο ό,τι αντικαταθλιπτικό κρύβαμε πίσω από τις πρώην ζωές μας…», γιατί ήμασταν εγκλωβισμένοι από πριν στη στέρηση της χαράς.

 

  1. Σε παλιότερη συζήτησή μας, μου είχατε εξομολογηθεί πως σας αρέσει ο αναγνώστης να παρεισφρέει στην ιστορία αφήνοντας τους ήρωές σας κάπως ανοιχτούς στις υποθέσεις τους. Η τελική έκβαση στα διηγήματα αυτά, νομίζω, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε αναγνώστη. Μιλήστε μας γι’ αυτή την άτυπη συνομιλία σας.

Θεωρώ πως μια από τις μεγάλες αξίες της λογοτεχνίας είναι η διάδραση. Μπορεί η συγγραφή να είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση, αλλά ο συγγραφέας δεν είναι αποκομμένος από την κοινωνία – όχι εγώ, πάντως. Με ενδιαφέρει να δώσω ερεθίσματα στο αναγνωστικό κοινό για να καταλήξει μόνο του σε κάποια συμπεράσματα.

Εξάλλου, καθώς πιστεύω ότι εκτός από τον θάνατο τίποτα δεν είναι οριστικό στη διάρκεια του βίου και όλα μπορεί να αλλάξουν από τη μια στιγμή στην άλλη, δεν θα ήταν τίμιο από μέρους μου να δώσω εγώ το τέλος μιας ιστορίας. Γι’ αυτό το αφήνω «ανοιχτό», όπως έκανα και τώρα, και ο καθένας, καθεμία ανάλογα με τις σκέψεις και τον ψυχισμό του/της ας δημιουργήσει την εξέλιξη που γεννήθηκε στο μυαλό του διαβάζοντας τις ιστορίες μου.

 

  1. Στα διηγήματά σας είναι ολοφάνερο πως μέσα από την καθημερινή τριβή η συμβίωση των ζευγαριών, και μάλιστα σε τέτοιες ιδιάζουσες συνθήκες, καθίσταται ανυπόφορη. Θύματα βίας μάλιστα υπήρξαν πολλά κατά την περίοδο αυτή. Εσείς πού εντοπίζετε κυρίως το πρόβλημα; Τι είναι αυτό που ομολογουμένως χρειάζεται η συμβίωση; 

Πράγματι, στη διάρκεια της καραντίνας, παγκοσμίως, αυξήθηκε η ενδοοικογενειακή βία με θύματα τους πιο αδύναμους, δηλαδή τα παιδιά και τις γυναίκες.

Δεν είμαι σύμβουλος συμβίωσης, αδυνατώ να δώσω απάντηση. Θα πω μόνο πως, κατά τη γνώμη μου, το κλειδί στις σχέσεις είναι ο θαυμασμός.

Να βρίσκεις στοιχεία που θαυμάζεις στον άλλον και έτσι να ξεπερνάς το εγώ σου.

 

  1. Το δεύτερο καλοκαίρι της νέας συνθήκης της πανδημίας πώς σας βρίσκει; Τι δρομολογείτε για τους επόμενους μήνες;

Με βρίσκει με το βαλιτσάκι έτοιμο για ολιγοήμερες διακοπές στη Σέριφο. Και ένα βιβλίο που το έχω ξεκινήσει από τον Δεκέμβρη, με θέμα που με έχει συνεπάρει –δεν γράφω αν δεν ερωτευτώ το θέμα–, ένα βιβλίο που το πάω πολύ αργά ακόμη, ανιχνεύοντας τον δρόμο αφήγησης και ολοκληρώνοντας την έρευνα.

 

 

0