“Η ιστορία του διαλύθηκε μέσα στο νερό και, όπως τόσες και τόσες ιστορίες άλλων σαν κι αυτόν, απέκτησε τη σύσταση του αλατιού. Γι’ αυτό εξάλλου είναι αλμυρές οι θάλασσες: στο γαλανό τους αίμα κουβαλούν τις ανείπωτες λέξεις των πνιγμένων τους”.

 

Γεννημένη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η Μαρία Ξυλούρη σπούδασε ψυχολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές (Ψυχολογία και ΜΜΕ). Το πρώτο της μυθιστόρημα, “Rewind” (2009), ήταν υποψήφιo για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού “Διαβάζω” το 2010. To δεύτερό της μυθιστόρημα το “Πώς τελειώνει ο κόσμος” (2012), τιμήθηκε με το βραβείο The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα, 2013. Τελευταίο της βιβλίο, τα “Πέτρινα πλοία” (εκδόσεις Μεταίχμιο), μια συλλογή διηγημάτων που είναι διακριτές, οι μεταξύ τους συνδέσεις, τα νήματά τους ώστε να ‘ναι ομαλή η μετάβαση από το ένα διήγημα στο άλλο, όπως εξομολογείται στη συνέντευξη που παραχώρησε στο The Book.Gr με αφορμή αυτή τη νέα της κυκλοφορία.

 

 

  1. Ο απόπλους των «Πέτρινων πλοίων» πότε προσδιορίζεται χρονικά;

Νομίζω ότι η ακριβής στιγμή που ξεκινάς να γράφεις ένα βιβλίο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Συχνά συνειδητοποιείς ότι το έγραφες καιρό πριν βάλεις στο χαρτί την πρώτη λέξη. Επιπλέον, τις συγκεκριμένες ιστορίες τις δούλευα χωρίς να σκέφτομαι εξαρχής ότι θα συγκεντρώνονταν σε ένα βιβλίο – η συνειδητοποίηση ήρθε αργότερα. Ας πω λοιπόν απλώς ότι πρόκειται για διηγήματα που γράφτηκαν σε διάστημα μιας δεκαετίας – αν δεν κάνω λάθος, το παλιότερο είναι «Η Πέτρα» που γράφτηκε το 2011.

 

  1. Προχωρώντας στο βιβλίο ο αναγνώστης γίνεται μύστης μιας μαγικής έλξης με το υπερβατό. Θα μπορούσε, επίσης, να επισημάνει κανείς πως υπάρχει μια σφιχτή αρχιτεκτονική δομή στο βιβλίο. Πώς ακριβώς κινείται η διάρθρωση του υλικού;

Στα Πέτρινα πλοία έχω συγκεντρώσει διηγήματα που ενώνονται από κοινά μοτίβα, ιδέες κ.λπ. Πέραν της επιλογής των διηγημάτων στάθηκα πολύ και στη θέση του καθενός στο βιβλίο: ήθελα να είναι διακριτές οι μεταξύ τους συνδέσεις, τα νήματά τους, και να είναι ομαλή η μετάβαση από το ένα στο άλλο. Στο «στήσιμο» αυτό είχα κατά νου και τον τρόπο που λειτουργούν αυτά τα διηγήματα σε σχέση με το μυθιστόρημα που προηγήθηκε, τη Νυχτερινή βάρδια του καλλιγράφου, καθώς και με το μυθιστόρημα που ελπίζω να ακολουθήσει: όλα αυτά τα κείμενα δεν γεννήθηκαν απλώς στην ίδια δεκαετία αλλά μ’ έναν τρόπο εξερευνούν τον ίδιο χάρτη, όπου μεταξύ άλλων το ρεαλιστικό στοιχείο συναντιέται με το παράδοξο και το μεταφυσικό.

 

  1. Στα διηγήματά σας η θάλασσα περιλαμβάνει αμιγώς τις αποσιωπημένες της ιδιότητες, δηλαδή τον κίνδυνο, τον θάνατο, την απόγνωση, τον εγκλωβισμό κ.ο.κ. Μια ενδεχομένως έμμεση απάντηση στην απεραντοσύνη του ονείρου και στους γαλάζιους ορίζοντες που προβάλλει η σημερινή κοινωνία;

Με ενδιέφερε πολύ η αντίθεση ανάμεσα στους ανοιχτούς ορίζοντες της θάλασσας και τους κατά κανόνα κλειστούς, ίσως και ασφυκτικούς, ψυχικούς ορίζοντες των ανθρώπων που κατοικούν τις ιστορίες μου. Και οπωσδήποτε δεν ήθελα να γράψω μια σειρά «καρτ ποστάλ από νησιά».

 

  1. Η ιστορία και κυρίως η μυθολογία είναι μυστικό για ελάχιστους, έχει ειπωθεί. Με αφορμή κάποιες ιστορικές αναφορές των διηγημάτων σας, ο λογοτέχνης θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή;

Στις καλές μου μέρες ελπίζω ότι μέσα από τα κείμενά μου μπορεί κάποιοι αναγνώστες να βρουν υλικά για μια δική τους μυθολογία ή μια σκέψη που θα ταιριάξει με τις δικές τους ή ακόμα και θα τις διευρύνει ή αναποδογυρίσει. Αυτό μου φαίνεται ήδη αρκετά φιλόδοξο.

 

  1. Ανάμεσα στον Κόσμο Που Μας Αφορά και στον Κόσμο Που Υπάρχει ένας συγγραφέας σε ποιες συντεταγμένες κινείται;

Νομίζω ότι ο χάρτης -και η θέση του συγγραφέα σε αυτόν- επιλέγεται από τον ίδιο, και από τα όσα κάθε φορά του επιβάλλουν η ιστορία που αφηγείται αλλά και ο τρόπος της αφήγησης (και τα όρια των δυνατοτήτων του, φυσικά). Μπορεί λοιπόν ο χάρτης να επεκτείνεται επ’ άπειρον, και η θέση του συγγραφέα κάθε φορά να αλλάζει: όχι μόνο Ο Κόσμος που Υπάρχει, όχι μόνο Ο Κόσμος Που Μας Αφορά, αλλά και Ο Κόσμος Που Υπήρχε, Ο Κόσμος Που Θα Μπορούσε Να Υπάρχει, Ο Κόσμος Που Δεν Θα Θέλαμε Να Υπάρχει, Ο Κόσμος Που Κάνουμε Ότι Δεν Βλέπουμε και πάει λέγοντας – άπειροι κόσμοι.

 

  1. Το δίπολο της κίνησης και της ακινησίας, κατ’ επέκταση της ζωής και του θανάτου, που ουσιαστικά συστήνει αυτή τη συλλογή, κατά πόσο έχει επηρεάσει τη συγγραφική σας πορεία;

Σίγουρα πολύ: όλα μου τα βιβλία αισθάνομαι ότι μπορούν να διαβαστούν σαν μια εξερεύνησή τους. Πολλοί από τους ήρωές μου έχουν μια τάση να μένουν παγωμένοι στη θέση τους ενώ η ζωή προχωρά, χωρίς πάντα να τους παίρνει μαζί της, χωρίς να την ενδιαφέρει αν εκείνοι μπορούν να την ακολουθήσουν. Αυτή η στιγμή του «παγώματος», όταν νιώθεις ότι δεν μπορείς να πας πουθενά ή διστάζεις να κάνεις το επόμενο βήμα, με ενδιαφέρει πολύ.

 

 

  1. Το πρόσωπο ενός διηγήματος με τα ασφυκτικά του περιθώρια φανέρωσης-δράσης με ποιο τρόπο παιδεύει τη διαδικασία απόδοσής του από εσάς;

Το διήγημα σε υποχρεώνει να κρατήσεις μονάχα την απολύτως απαραίτητη χειρονομία, την απολύτως απαραίτητη πράξη, την απολύτως απαραίτητη κουβέντα. Είναι μια άσκηση στην οικονομία. Έχω ξαναπεί και αλλού ότι με προβληματίζει πάντοτε η απόσταση ανάμεσα στην οικονομία της αφήγησης και το ανοικονόμητο της πραγματικής ζωής – προσπαθώ και στα μυθιστορήματά μου να σταθώ σε αυτή την απόσταση, να την αναγνωρίσω. Ίσως με τα διηγήματα αυτά να έψαχνα κι έναν άλλο τρόπο να τη διαχειριστώ.

 

  1. Στα διηγήματά σας όπου ο χρόνος δικαιολογεί τη σχετικότητά του, λαοί -φυλές επικοινωνούν λογοτεχνικά φέρνοντας στο μυαλό την καθημερινότητα, ίσως, της Αθήνας όπου φυλές κατακλύζουν την πόλη κάνοντάς τη πιο συναρπαστική. Θα μπορούσε να υποτεθεί πως τελικός αποδέκτης των κειμένων σας είναι το σήμερα;

Κάθε κείμενο, σε όποια εποχή κι αν αναφέρεται (στο παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον), όσο απομακρυσμένο κι αν μοιάζει από την εποχή στην οποία γράφεται, δεν γίνεται, νομίζω, να μη μιλάει και γι’ αυτή την τελευταία – μάλλον πρωτίστως γι’ αυτήν. Μου φαίνεται εξάλλου πολύ δύσκολο ο συγγραφέας να αφαιρέσει τελείως τα φίλτρα, τις προσλαμβάνουσες, τον φακό της εποχής εντός της οποίας γράφει, κι εξίσου δύσκολο ο αναγνώστης να διαβάσει ένα κείμενο χωρίς τα γυαλιά της εποχής στην οποία το διαβάζει.

 

  1. Η κριτική έχει μιλήσει θερμά γι’ αυτή την κυκλοφορία. Διαβάζετε τις κριτικές; Σας επηρεάζει η γνώμη των συντακτών τους;

Ναι, τις διαβάζω, και οπωσδήποτε με ενδιαφέρουν οι γνώμες για τα βιβλία μου (ακόμα κι αν δεν καταφέρνω πάντα να τις διαβάσω όσο ψύχραιμα θα ήθελα). Αν δεν με ενδιέφερε να διαβαστούν τα βιβλία μου, θα τα άφηνα στο συρτάρι σαν «μια φροντισμένη σειρά από λέξεις», για να δανειστώ τη διατύπωση του Παναγιώτη Κεχαγιά. Το ίδιο το βιβλίο για το οποίο γράφεται η κριτική βεβαίως παραμένει ίδιο, ωστόσο μια οξυδερκής παρατήρηση μπορεί να είναι χρήσιμη για τα επόμενα – έστω και ως πίεση να ζυγίσεις ξανά τι γράφεις και γιατί, αναρώτηση που είναι πάντα χρήσιμη.

 

  1. Έχει καθοριστεί ο επόμενος συγγραφικός σας σταθμός που θα συναντήσει τον αναγνώστη στο προσεχές διάστημα;

Γράφω, όπως προανέφερα, ένα μυθιστόρημα εδώ και κάποια χρόνια. Δεν νομίζω όμως να ολοκληρωθεί στο προσεχές μέλλον.

 

 

1