Το The Book υποδέχεται στην αρχή της νέας περιόδου, τον Σπύρο Κιοσσέ.

 

 

Απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ολοκλήρωσε τις  μεταπτυχιακές του σπουδές στην κλασική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Λιντς και στη μεθοδολογία της εκπαιδευτικής έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ενώ εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του στη νεοελληνική λογοτεχνία (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας). Είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσικών και Διαπολιτισμικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με γνωστικό αντικείμενο τη Θεωρία της Λογοτεχνίας και τη Δημιουργική Γραφή.

Τα βιβλία, “Το κάτω κάτω της γραφής” (ποίηση, εκδόσεις Μελάνι),  “Τα πρωτοβρόχια” (μυθιστόρημα, εκδόσεις Μεταίχμιο – βραχεία λίστα υποψηφιοτήτων για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος) και  “Τσιγάρο βαρ;” (συλλογή διηγημάτων, επίσης εκδόσεις Μεταίχμιο) αποτελεί την ως τώρα λογοτεχνική του παρουσία. Η τελευταία αυτή συλλογή διηγημάτων αποτέλεσε την αφορμή για την παρακάτω συνέντευξη.

 

 

Νέα συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τσιγάρο βαρ;» που μέσα στους μήνες που κυκλοφορεί εισακούστηκε από τη λογοτεχνική κοινότητα. Ποια τα συναισθήματά σας και ποια η αφόρμηση της συγκεκριμένης συλλογής;

Είναι πάντα ευχάριστο να γίνεσαι αποδέκτης θετικών σχολίων για το βιβλίο σου από κριτικούς και ομοτέχνους, κυρίως, όμως από αναγνώστες που δεν γνωρίζεις και σου μεταφέρουν αυθόρμητα τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα που τους δημιούργησε η επαφή τους με το έργο. Η γραφή και ανάγνωση έχουν ως αφόρμηση και ως απώτερο στόχο την επικοινωνία, και η επιτέλεση αυτής της ιδιόμορφης λογοτεχνικής επικοινωνίας έχει για μένα ιδιαίτερη αξία, αλλά και ευθύνη. Η συγκεκριμένη συλλογή εντάσσεται και αυτή σε έναν διάλογο που έχω ξεκινήσει με τον αναγνώστη, με άξονα αναφοράς μια άλλη εποχή, απλούς, «καθημερινούς» ανθρώπους της ελληνικής επαρχίας, και με «ασήμαντα» περιστατικά της ζωής τους, που, ωστόσο, φέρουν δυνητικά μεγάλο ψυχοσυναισθηματικό βάρος – τόσο για τους χαρακτήρες όσο και για τον γράφοντα και, ευελπιστώ, για τους αναγνώστες.

 

Στα διηγήματά σας αυτά αναδεικνύονται στάσεις ή ακόμα και δοξασίες που εν πολλοίς έχουν παρέλθει. Η άρνηση της γιαγιάς να φτιάξει φανουρόπιτα πέρα από τη γιορτή του Αγίου, η θέα των παλιότερων μπροστά στον θάνατο, ακόμα και το καθημερινό –απαράβατο καθήκον– αερισμού των παπλωμάτων των κρεβατιών φαντάζουν ίσως παρωχημένα για έναν νεαρό αναγνώστη. Αυτά που χάνονται λόγω της εξέλιξης των πραγμάτων τι αποτύπωμα αφήνουν σε εσάς;

Δεν είμαι σίγουρος ότι χάνονται, ή τουλάχιστον δεν χάνονται εντελώς, και σίγουρα όχι για αυτούς που τα βίωσαν ή, έστω, τα γνώρισαν μέσα από ακούσματα και διηγήσεις. Για να το θέσω αλλιώς, νομίζω ότι παρόμοιες στάσεις, δοξασίες, συνήθειες ή τρόποι βίωσης και προσέγγισης του κόσμου συνεχίζουν να υφίστανται, απλά με άλλη μορφή. Έχουν εντυπωθεί μέσα μας, ανακαλούνται συνειδητά ή αναδύονται απρόσκλητα, και, βεβαίως, αποτυπώνονται λεκτικά και λογοτεχνικά. Η αναπόφευκτη απώλεια που επιφέρει η χρονική εξέλιξη δεν σημαίνει αναγκαστικά σιωπή και λήθη, αλλά οδηγεί δυνητικά (και ιδανικά) σε καλλιτεχνική έκφραση, σε ιστορίες, δηλαδή σε ζώσα μνήμη.

 

 

«Κοίταζα με καλά κρυμμένη τη συγκίνηση την μπακιρένια κατσαρόλα της γιαγιάς…». Ένα σκεύος, καθημερινό εργαλείο μιας νοικοκυράς, αναμοχλεύει και αναπαριστά μέσα σε λίγες γραμμές πτυχές της ζωής μιας γυναίκας. Ποιο προσωπικό αντικείμενο θα μπορούσε να διηγηθεί τη δική σας;

Ναι, η παροπλισμένη κατσαρόλα των γιαγιάδων μας που μπορεί να λειτουργήσει μετωνυμικά και μεταφορικά ως μέσο ανάκλησης ανθρώπων που αγαπήσαμε και μας αγάπησαν βαθιά, καθώς τα τετριμμένα αυτά αντικείμενα ήταν συνυφασμένα με σημαντικές πτυχές της καθημερινότητάς τους, με όλο το ψυχοσυναισθηματικό βάρος που κουβαλούσε. Τη δική μου ζωή θα τη διηγούνταν, νομίζω, ένα στιλό, ένα τετράδιο ή ένα βιβλίο.

 

Η μικρομυθοπλασία που επιλέγετε είναι μια δύσκολη διαδικασία που απαιτεί δεξιοτεχνία και σωστό χειρισμό. Τάση απελευθέρωσης; Προσωπικό στοίχημα; Ή απλά αγάπη για αυτό το είδος που οι περισσότεροι αναγνώστες μπορεί να το βλέπουν ως δευτερεύον παρόλο που η γρηγοράδα της εποχής (θα έπρεπε να) επιτάσσει αυτό το είδος;

Η σύντομη σε έκταση ιστορία ή η ιστορία «βραχείας φόρμας» είναι αρκετά δημοφιλής τα τελευταία χρόνια τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας, ακριβώς επειδή εναρμονίζεται με τους γρήγορους ρυθμούς της εποχής μας, όπως επισημαίνετε. Δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ένα προστάδιο της μυθιστορηματικής γραφής, ένα προγύμνασμα. Η μικρομυθοπλασία με γοητεύει ιδιαίτερα, καθώς απαιτεί ποιητική συμπύκνωση, ευστοχία και ακρίβεια. Πρέπει μέσα σε λίγες λέξεις να χτιστούν γέφυρες ανάμεσα στον μυθοπλαστικό κόσμο και σε αυτόν του αναγνώστη.
Να διαγραφούν χαρακτήρες που θα πείσουν, και κυρίως που θα «μιλήσουν» στο αναγνωστικό κοινό· να αποδοθεί μια «πλοκή», έστω σχηματική, που, το λιγότερο, πρέπει να προξενήσει το ενδιαφέρον του αποδέκτη. Ο αναγνώστης καλείται να εμπλακεί ενεργά στην ανάγνωση, να συμπληρώσει κενά, να κατανοήσει υπαινιγμούς, να νιώσει την ένταση και τη συναισθηματική φόρτιση των κειμένων, να προσέξει, εν τέλει, λεπτομέρειες της ζωής που αποκτούν μεταφορική ή συμβολική σημασία. Γενικά, η συντομία και η λιτότητα του αφηγηματικού αυτού σχήματος νομίζω ότι μου ταιριάζουν απόλυτα, τόσο ως μέσο έκφρασης όσο και ως τρόπος ζωής.

 

Έχουν γίνει διάφορες απόπειρες να καταγραφούν οι τάσεις της σημερινής πεζογραφίας και η σχέση της με τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα και ζητούμενα. Νομίζω ότι το κοινωνικό μυθιστόρημα, ή, για να μιλήσουμε γενικότερα, ο κοινωνικός προβληματισμός έχει εμποτίσει πολλά λογοτεχνικά είδη και υπο-είδη, ανάμεσά τους και το αστυνομικό μυθιστόρημα, που αναφέρετε, με αποτέλεσμα να αναδύονται πλέον ποικίλα υβριδικά είδη με μεγάλο ερευνητικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον.

 

Ως αναγνώστης με διακατείχε η αίσθηση μιας αυτοαναφορικότητας ειδικά σε κάποια διηγήματα. Στα δεδομένα της ζωής σας (εμπειρίες, βιώματά σας) που αποτελούν την πρώτη ύλη, τα δημιουργικά εργαλεία της φαντασίας και της μυθοπλασίας τι επιβάλλουν; Πόσο εύκολη υπήρξε η «σκηνοθεσία» αυτών των κειμένων;

Νομίζω ότι κάθε κείμενο που γράφουμε έχει κάποια στοιχεία από εμάς, από την επιλογή του θέματος μέχρι τον τρόπο διαχείρισής του, τις υφολογικές επιλογές κ.λπ. Κάποια κείμενα είναι πιο συνειδητά «αυτοβιογραφικά», από μέρους του συγγραφέα, και με τρόπο εμφανέστερο για τον αναγνώστη. Κάποια άλλα λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένα. Στην πεζογραφία, εν προκειμένω, τα όποια προσωπικά βιώματα μεταπλάθονται αναγκαστικά, ώστε να γίνουν αφηγήσιμα, δυνατά, δηλαδή, να αποτελέσουν συστατικά στοιχεία μιας συνολικής αφήγησης, και αξιοδιήγητα, ας το πούμε έτσι, ικανά δηλαδή να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των αποδεκτών. Πρωτίστως πρέπει να υπακούν στους νόμους της πλοκής, στη «σκηνοθεσία» που επιβάλλει η αισθητική στόχευση, όπως λέτε. Κι αυτό δεν είναι εύκολη διαδικασία. Σημαίνει αναγκαστικά αποστασιοποίηση από το βίωμα. Ακόμα και η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης ότι αυτά που διαβάζει είναι «προσωπικά βιώματα» είναι προϊόν τεχνικής, άρα μυθοπλασία.

 

Ζωντανή με μια παραδοσιακή ζωηράδα η γλώσσα των διηγημάτων σας ωθεί τον αναγνώστη σε μια δίχως σταματημό ανάγνωση. Από ποιες διαβαθμίσεις πέρασε ο ενορχηστρωτής της μέχρι το τελικό αποτέλεσμα;

Το δημιουργικό σβήσιμο, κατά τον αείμνηστο Σουλιώτη, είναι για μένα εκ των ων ουκ άνευ. Ήθελα να αποφύγω τη φλυαρία, την ευκολία, την εμφανή διατύπωση. Οι λέξεις που έμεναν έπρεπε να είναι οι απολύτως απαραίτητες, οι πιο λειτουργικές: να συνομιλούν μεταξύ τους, με το σύνολο του κειμένου και με τον αναγνώστη, εξυπηρετώντας τον στόχο για τον οποίο είχαν επιλεγεί.

 

 

Οι ρίζες ενός ανθρώπου πόσο πιστεύετε ότι τον απελευθερώνουν ή τον δεσμεύουν αντίστοιχα;

Όσο μεγαλώνω έχω την αίσθηση ότι οι ρίζες μας μπορούν να λειτουργήσουν είτε ως βαρίδιο είτε ως έρμα. Εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο τις προσεγγίζουμε και τις αντιλαμβανόμαστε. Εγώ προσπαθώ συνειδητά να τις αξιοποιήσω ως μέσο ευστάθειας και ισορροπίας, όχι ως δέσμευση ή τροχοπέδη.

 

Μπροστά στη δυσωδία των κατασκευασμένων πληροφοριών, της αλλοιωμένης «ειδησεογραφίας» και των «fake news» πώς βλέπετε τη στάση της σημερινής πεζογραφίας; Κι ακόμα, την παρακμή του κοινωνικού μυθιστορήματος μπορεί να την αντικαταστήσει η έμμεση προσπάθεια που γίνεται μέσω του αστυνομικού;

Έχουν γίνει διάφορες απόπειρες να καταγραφούν οι τάσεις της σημερινής πεζογραφίας και η σχέση της με τα σύγχρονα κοινωνικά δεδομένα και ζητούμενα. Νομίζω ότι το κοινωνικό μυθιστόρημα, ή, για να μιλήσουμε γενικότερα, ο κοινωνικός προβληματισμός έχει εμποτίσει πολλά λογοτεχνικά είδη και υπο-είδη, ανάμεσά τους και το αστυνομικό μυθιστόρημα, που αναφέρετε, με αποτέλεσμα να αναδύονται πλέον ποικίλα υβριδικά είδη με μεγάλο ερευνητικό και αναγνωστικό ενδιαφέρον.

 

Αυτό το «Ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση ή ανάμεσα στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή», πόσο επηρεάζει τον Έλληνα συγγραφέα, αλλά και την κυκλοφορία του έργου του σε άλλες γλώσσες;

Η συγκεκριμένη γεωπολιτιστική θέση της Ελλάδας επηρεάζει αναμφίβολα την ταυτότητα των Ελλήνων συγγραφέων, τη γραφή και τη θεματολογία τους. Το θέμα στο οποίο αναφέρεστε είναι ευρύ, περίπλοκο και απαιτεί μεγάλη συζήτηση. Θα αναφέρω μόνο πρόχειρα ότι, κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα πολλές συγγραφικές φωνές που δεν ηχούν «εξωτικές», «γραφικές» ή απροσπέλαστα ιδιοσυγκρασιακές, αλλά, αντίθετα, μπορούν να προσφέρουν στους ξένους αναγνώστες μια πρωτότυπη και ελκυστική οπτική σε παγκόσμια ζητήματα όπως η κοινωνική κρίση, η ταυτότητα, η ετερότητα, η μετανάστευση κ.ά. Ζητούμενο, ωστόσο, παραμένει μια ισχυρή θεσμική στήριξη και προώθηση της ελληνικής λογοτεχνίας, όχι μόνο στο εξωτερικό αλλά και στο εσωτερικό.

 

Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τις επιρροές σας που ως έναν βαθμό καθόρισαν τη λογοτεχνική σας σκέψη;

Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει κανείς τις επιρροές που προσδιορίζουν τη σκέψη του, λογοτεχνική ή μη. Βιώματα, εμπειρίες, διαβάσματα, φιλίες, σχέσεις, τυχαία περιστατικά, όλα μπορούν να λειτουργήσουν ως πηγές, ως ενεργές ροές που εκβάλλουν στη δεξαμενή του κάθε ατόμου, από την οποία αρδεύεται και η γραφή. Νομίζω ότι στην περίπτωσή μου διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο η συνεχής ανάγνωση λογοτεχνίας από μικρή ηλικία, και η επιστημονική και επαγγελματική ενασχόλησή μου με τη φιλολογία και την εκπαίδευση.

 

Στο «Τσιγάρο βαρ;» το βιβλίο που ταξιδεύει εδώ και μήνες, τι θα πρόσθετε ή θα αφαιρούσε ο προπτυχιακός φοιτητής Σπύρος Κιοσσές;

Δεν ξέρω αν θα πρόσθετε κάτι, αλλά σίγουρα θα αφαιρούσε κάποιες ιστορίες που απαιτούν χρονική και συναισθηματική αποστασιοποίηση για τη σύλληψη και τη μετουσίωσή τους σε γραφή.

 

Έχει ωριμάσει μέσα σας ο τρόπος ή ο χώρος για τις επόμενες ιστορίες που θα μας αφηγηθείτε;

Ο χώρος αναμφίβολα υπάρχει, ναι. Ο τρόπος δημιουργείται κατά την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Αυτό που μου λείπει, φευ, είναι ο χρόνος…

 

-Σας ευχαριστώ πολύ, κ. Κιοσσέ, για τον χρόνο σας και τις απαντήσεις.

-Εγώ σας ευχαριστώ για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και για την ανάγνωση του βιβλίου μου.

 

 

0