Τη σειρά Altera Pars συνεχίζει  ένα κείμενο της Χριστίνας Γεωργιάδου για την ποιητική της συλλογή Γόος” που κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Δωδώνη.

 

 

Κείμενο: Χριστίνα Γεωργιάδου 

 

Τα χέρια μου είναι φτερά

αδυνατούν να πιάσουν το σκοτάδι.

 

Έτσι θα περιέγραφα με λίγα λόγια το ποιητικό μου πόνημα Γόος. Ως μία πάλη ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Κι είναι αυτό το δεύτερο που πάντα με προβληματίζει. Γιατί ο άνθρωπος είναι με το ένα πόδι στην κόλαση και με το άλλο στον παράδεισο; Πού ελλοχεύει το σκοτάδι, ποιες οι αιτίες, οι αφορμές, οι εκφράσεις του; Ποια η πηγή του; Πώς αιώνες εξέλιξης δεν οδήγησαν στο φως, πώς η πάλη συνεχίζεται αιώνια;

 

Η ενασχόλησή μου με την ποίηση, μία αέναη φιλοσοφική αναζήτηση. Τα ερωτηματικά πολλά και αναπάντητα. Είναι ο άνθρωπος το ευλογημένο παιδί της πλάσης, ή μήπως ο ιός της, ο ευφυής τρελός που τελικά θα την καταστρέψει; Μήπως αναζητώντας τη γνώση έχουμε παραμερίσει τη σοφία; Και μήπως η σοφία δεν είναι δικό μας κτήμα αλλά των πλασμάτων που θεωρούμε κατώτερα; Φυτά και ζώα δεν έχουν άραγε σοφία εγγεγραμμένη στα κύτταρά τους; Στο  τρίπτυχο ποίημα Σοφία (Πλάτανος, Κύκνος, Τίγρης), ο Τίγρης (σύμβολο του σαρκοφάγου όντος, και κατ’ επέκταση του ανθρώπου) επιδιώκει τη βίαιη κατάκτηση  της σοφίας, δίχως όρους, δίχως όρια, δίχως τύψεις, με το εγώ σε πρώτο πλάνο.

Αρπάζω τη σοφία    – δική μου

δεν σκοπεύω       – σύγκορμη δική μου

να ολοκληρώσω τη ζήση παρά μόνο

σε θέαση, σε άλικους ανασασμούς

 – μόνο δικούς μου – του ατελεύτητου

Είμαι τ’ αγρίμι της ερήμου

Είμαι το άλλοθι της πλάσης

κραυγή και αναίρεση

      διάσπαση

 

Ο ίδιος αυτός άνθρωπος μπορεί από αγρίμι να γίνει άγγελος, να αξίζει τον θείο έρωτα. Στο ποίημα έρως θείος ο θαυμασμός μου έκδηλος για τον Άνθρωπο που παραμερίζει τα προσωπικά πάθη και παρά τη θνητή του φύση ή ίσως και μέσα από αυτήν, χάρη σε αυτήν,  αγγίζει την αγιοσύνη. Σε μια εποχή άκριτης και άκρατης εξέλιξης τεχνολογικής και υλικής, παλεύει ο Άνθρωπος με τα προσωπικά του στοιχειά και ανυψώνεται.

Λάμνουν τα γρανάζια

ρομποτικών ανοίξεων

   Μα συ

είσαι από χώμα

χρώμα,

άρωμα,

ανάσες

Λυτρωτικά αναπνέεις

το κάθε θαύμα

γιατί άγγελος σε κοίταξε

άγγελος σε φίλησε

και άγγελος εγίνης

 

Άλλων μάτια – όχι τα δικά σου –

στενεύουν τους ορίζοντες

 

Και μέσα σε όλα μου τα γιατί, η μορφή του Προμηθέα αναβλύζει, πάντα ανάβλυζε μέσα μου∙ αυτός,  ο Άνθρωπος που πάλεψε περισσότερο απ’ όλους το σκοτάδι, που θυσιάστηκε στην προσπάθειά του να φέρει στους ανθρώπους το φως, επαναστατώντας στη θεϊκή αναλγησία. Γι’ αυτόν ο Θρήνος, γι’ αυτόν ο γόος. Γι’ αυτόν το δίπτυχο ποίημά μου Προμηθέας Πεπτωκώς.

μες στις παλάμες σου που αγριεύανε

χτίζανε, πλάθανε, μισούσαν, αγαπούσαν

μες στις παλάμες σου που αιώνια

    λαθεύαν

μες στις παλάμες σου που

υψώνονταν ικέτες

κύκλωσες προφητικά το παν

Ποιος θα καρφώσει

   τώρα

φτερά αγγέλου

στο κορμί σου;

Ποια άβυσσος

θα σε δεχτεί;

 

Κι έχεις παλάμες που αγιάζουν

 

Ο Προμηθέας μου την ύστατη ώρα αρνείται να φύγει, ύλη και πνεύμα εξίσου τα αγαπάει, ως πνεύμα επαναστατεί ενάντια στη θνητότητα, στη φθορά της ύλης. Ο μόνος τρόπος λοιπόν να φύγει είναι ως ολότητα, ψυχή και σώμα μια ενότητα:

Μέσα μου κι έξω μου επαναστατώ

Παίρνω το κορμί μου μαζί

– αρνούμαι πεισματικά το χωρισμό

Θέλω τις μνήμες μου χωμάτινες

να λιώνουν, ν’ αγριεύουν, να στάζουν, να

φθείρονται

λουσμένες στο φως και στο σκοτάδι

αιώνια να υφαίνονται

 

Φως και σκοτάδι, αιώνια η πάλη. Δική μου και κάθε ανθρώπου. Μα…Τα χέρια μου είναι φτερά/αδυνατούν να πιάσουν το σκοτάδι. Η αδυναμία αυτή, η ανικανότητα να συλλάβω το σκοτάδι, είναι και η αιτία του γόου μου. Γόος τριπλός στην ομώνυμη ποιητική μου συλλογή. Γόος, προσωπικός, φιλοσοφικός, κοινωνικός: για την προσωπική μου Οδύσσεια, για το διττό της ανθρώπινης φύσης (ύλη-πνεύμα, καλό-κακό), για τα δεινά της ανθρωπότητας.

 

Ο προσωπικός γόος εκφράζεται κυρίως στο πρώτο μέρος Σάρκινα, με ποιήματα για τον έρωτα, την αγάπη, με αυτοβιογραφική και φιλοσοφική ματιά.

Πλέρια

Θα μπω στο δωμάτιο

το μυστικό μου δωμάτιο

 

Θα φορέσω

     το πιο μωβ κραγιόν

 να μου δαγκώνεις τα χείλη

 να πεθαίνω

    άσεμνες γόβες

 να μπλέκονται τα τακούνια

 στις ρωγμές σου

    και μία κίτρινη αναιδέστατη μαντήλα

       να γρατζουνά τον ήλιο

       στο ανέμισμα

 

 

Στο δεύτερο μέρος Νέφινα ο γόος μου για τον άνθρωπο, για την πάλη του να νικήσει τη θνητότητά του, για την πάλη του να νικήσει το σκοτάδι. Μαζί και ποιήματα για τη φύση, την ερωτική, μαυλιστική της διάσταση (Μαυλισμός), την τελειότητά της (Ύμνος), την κυκλική πορεία της ύλης (Μαύρη τρύπα), τον αιώνιο χαρακτήρα της (Αέρας). Τη φύση που οδηγεί σε πνευματικά μονοπάτια, έκστασης, θέωσης, μέθεξης. Χαρακτηριστικό το ποίημα Ήλιος (από το τετράπτυχο ποίημα Μαυλισμός):

Παφλασμοί

κι ηδονικές δονήσεις

σε ταλαντεύουν

Πάχνη αλμύρας

έρπει νωχελικά

ως τα άδυτα των αδύτων

– το κορμί σου

κιβωτός

 

Τέλος, στο τρίτο μέρος, Πύρινα, η οδύνη για τα τρωτά του κόσμου: τον πόλεμο, τα εγκλήματα στις παιδικές ψυχές και ζωές, τα εγκλήματα κατά της φύσης. Στο ποίημα Ενοχή η ανθρώπινη αγριότητα δίνει τη θέση της στην ενοχή του ανθρώπου για όσα προκάλεσε και προκαλεί:

Έκοψα το φεγγάρι

κι ήτανε κόκκινο

σαν ματωμένο χείλος

Κούρνιασα

στο κυρτό του κορμί

και έκλαψα

– κραυγή μετανοίας

 

Θα κλείσω με  λίγους στίχους από το ποίημα Χορός. Χορός, αυτή η ασύνειδη προσπάθεια του ανθρώπου να σπάσει τα δεσμά της θνητότητάς του:

Διάφανη μεμβράνη

ο υμένας των κόσμων·

κρυφοκοιτά η ψυχή σου

την ώρα του ρεμβασμού

Ασθμαίνουν λυγμικά

τα κύτταρά σου

πασχίζουν να τον σκίσουν

Και αλυχτάς

και ξεσπάς

– κρεσέντο, έκσταση, αλαλαγμός –

χτυπώντας, τινάζοντας,

λακτίζοντας, στροβιλίζοντας,

υψώνοντας, ακροπατώντας,

φτερουγίζοντας, ανεμίζοντας,

    πετώντας…

 

Χορεύεις

 

 

Η Χριστίνα Γεωργιάδου γεννήθηκε το 1972. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Μετάφραση. Ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη ως καθηγήτρια Αγγλικών. Η πρώτη ποιητική της συλλογή Σπορά εκδόθηκε το 2016 από τις εκδόσεις Κυριακίδη και έλαβε το βραβείο Μαρία Πολυδούρη 2017 στα Θ΄ Πολυδούρεια.

Ο Γόος είναι η δεύτερη ποιητική της συλλογή από τις εκδόσεις Δωδώνη (2019)

 

Επιμέλεια: Γρηγόρης Δανιήλ

 

0