«Αφήστε τη να είναι ό,τι προσπαθεί να γίνει, έλεγε ο πατέρας μου. Ναι, έλεγα. Αφήστε με να είμαι ο εαυτός μου»
Η Τζάκλιν Γούγκσον είναι παντελώς άγνωστη στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το βιβλίο της «Ένα άλλο Μπρούκλιν» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις είναι το πρώτο βιβλίο της που μεταφράζεται στην ελληνική σε μια εξόχως προσεγμένη μετάφραση από την Άννα Μαραγκάκη, ενώ ήδη έχει προαναγγελθεί η κυκλοφορία ενός άλλου μυθιστορήματός της, του βιβλίου «Red at the bone», που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 2019. Τα παιδικά και εφηβικά της μυθιστορήματα που ξεκινούν να κυκλοφορούν από το 1990 δεν έχουν μεταφραστεί ακόμη στη γλώσσα μας.
Το βιβλίο «Another Brooklyn» κυκλοφόρησε το 2016, κι αποτελεί το πρώτο βιβλίο ενηλίκων για μια ήδη καταξιωμένη με απανωτές διακρίσεις συγγραφέα παιδικών και εφηβικών κειμένων. Στο πρώτο της βιβλίο «Last Summer with Maizon», το πρώτο από την τριλογία της (τα άλλα δύο είναι τα: Maizon at Blue Hill και Between Madison and Palmetto) η κριτική μίλησε με εγκωμιαστικά λόγια για την εξαιρετική απεικόνιση των ενδεκάχρονων πρωταγωνιστών της και τη συγκινητική σχέση των ολοζώντανων ηρώων της, χαιρετίζοντας μια νεόκοπη γραφή. Βέβαια, τα βιβλία εφηβείας της συχνά βρίσκονται στο στόχαστρο της λογοκρισίας εξαιτίας της θεματικής τους (ομοφυλοφιλία, κακοποίηση παιδιών κτλ) από την, κατά πλειοψηφία, συντηρητική αμερικανική κοινή γνώμη. Όμως, η Woodson δημιουργεί δυνατές σε συναισθήματα ιστορίες που οι ήρωες της «σπάνε» από τις φυσικές και ψυχολογικές τους ταλαντεύσεις, αφού δοκιμάζουν και δοκιμάζονται μέσα από τα οικονομικά, κοινωνικά, ρατσιστικά τους όρια. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό είναι το παιδικό βιβλίο της «The other side» όπου ένα νεαρό απομονωμένο αφροαμερικανό κορίτσι ζει δίπλα σε έναν φράκτη ανακαλύπτοντας σταδιακά από την άλλη πλευρά την ύπαρξη της όμοιας κατάστασης που βιώνει κι ένα μοναχικό λευκό κορίτσι. Ο φυλετικός διαχωρισμός και ο εκφοβισμός που αναδεικνύει το βιβλίο αποτελεί σίγουρα μια ηχηρή απάντηση.
Σε μια συνέντευξη της στον Hazel Rochman όταν ρωτήθηκε για τις λογοτεχνικές της επιρροές ανέφερε ότι ο James Baldwin και η Virginia Hamilton την καθόρισαν. Κι αυτό αποδεικνύει εν μέρει γιατί προσπαθεί μέσα από τα κείμενα της να δώσει την αίσθηση της λαμπρής, μα τόσο βάναυσης ιστορίας της χώρας της. Θέλησα μέσα από αυτή τη μικρή εισαγωγή να υπογραμμίσω ισχνές πληροφορίες για μια συγγραφέα που σίγουρα θα απασχολήσει τα επόμενα χρόνια την ελληνική βιβλιογραφία.
Στο «Ένα άλλο Μπρούκλιν», όπως επεξηγεί η συγγραφέας, σκόπευε να γράψει για τους δεσμούς που συνάπτουμε στη νιότη μας και για το τι συμβολίζουν αυτοί οι δεσμοί. Και μπορεί αφενός να είναι ένα μυθιστόρημα όπου οι δεσμοί , οικογενειακοί, φιλικοί, ερωτικοί, εξουσιάζουν κάθε σελίδα του, είναι όμως και ένα μυθιστόρημα ανακάλυψης της ίδιας και, κατά μία έννοια, και του αναγνώστη.
Η Όγκοστ επιστρέφει στη Νέα Υόρκη για το θάνατο του πατέρα της «…εδώ στα μέρη μας, παρακολουθούσα επί έναν μήνα τον πατέρα μου να πεθαίνει». Ο θάνατος δεν την τρομάζει, το Μπρούκλιν, όμως; « το ένιωθα σαν μια πέτρα που μου είχε κάτσει στο λαιμό».
Θάνατος κι επιστροφή σε ένα τόπο που την πνίγει. Ο θάνατος που στέκεται αφορμή για μια τυχαία συνάντηση ανοίγοντας την πόρτα της ανάμνησης. Ή μήπως δεν ήταν ποτέ κλειστή;
Δύο παιδιά πριν κάποιες δεκαετίες μετακομίζουν με τον πατέρα τους από το Τένεσι στο Μπρούκλιν των αρχών του 1970. Δύο παιδιά με νωπό ακόμα το πρόσωπο της μητέρας τους, ανακαλύπτουν ένα νέο μέρος που σταδιακά αλλάζει.
«..κι εγώ υποσχόμουν ξανά στον αδερφό μου πως η μητέρα μας δεν θα αργούσε να επιστρέψει»
Η Όγκοστ γνωρίζει την Σύλβια, την Τζίτζι και την Άντζελα που μαζί θα διαβούν το κατώφλι της εφηβείας. Μια δεμένη παρέα κοριτσιών που τη συνέχει η αμοιβαία αγάπη και η σιωπηλή αλληλοκατανόηση του σκοτεινού ενδοοικογενειακού περιβάλλοντος της καθεμίας. Φόβοι, έρωτες, πρωτόγνωρες καταστάσεις και προπαντός όνειρα μοιράζονται και θωρακίζουν μια ειλικρινή σχέση, κλείνοντας μέσα τους μια εποχή. Μέχρι που ξεκινά η διασπορά. Η γνωριμία με την οικογένεια ενός κοριτσιού επιφέρει την πρώτη αριθμητική αλλαγή στην παρέα. Η εξαφάνιση της μητέρας της Άντζελας σηματοδοτεί και την ολοκληρωτική διάσπαση.
Διασπάσεις, μετακινήσεις σε ένα κόσμο μεταπολεμικό που οι ζωντανοί είναι αυτοί που περιμένουν.
Οι λευκοί κάτοικοι του Μπρούκλιν περιμένουν τους νέους ενοικιαστές για να τους παραχωρήσουν τα σπίτια τους με όποιο κόστος προκειμένου να σωθούν από μια περιοχή που συνεχώς αλλάζει κι η εγκληματικότητα είναι καθημερινή. Τα παιδιά της περιοχής περιμένουν ένα καλύτερο αύριο και χτίζουν όνειρα για το μέλλον. Οι βετεράνοι του Βιετνάμ περιμένουν τη λύτρωση μέσα από ναρκωτικές ουσίες. Η μητέρα της Όγκοστ περιμένει τον νεκρό αδερφό της. Και η Όγκοστ περιμένει τη μητέρα της…
«Τι περιέχει η τεφροδόχος;
Ξέρεις πολύ καλά τι περιέχει η τεφροδόχος!
Γύρισε η μαμά ή ακόμη;
Μια ανάμνηση σαν μελανιά. Που ξεθωριάζει
Θα γυρίσει αύριο, αύριο, ξανά και ξανά αύριο».
Η Woodson στήνει το μυθιστόρημά της πάνω στην ελπίδα. Στην ελπίδα που υπάρχει σε ένα οχτάχρονο κορίτσι πως η απουσία της μητέρας είναι προσωρινή. «Που και που έβγαινα να περιπλανηθώ μόνη μου ψάχνοντας τη μητέρα μου», οδηγώντας το σταδιακά σε μια εσωτερική κραυγή «Ήθελα τη μητέρα μου». Μέχρι που η ελπίδα γίνεται βεβαιότητα… «έλα μαζί μου, έλεγα στον αδερφό μου, πάμε να τη βρούμε», και αδήριτη ανάγκη «θα της έλεγα , έκανες λάθος μαμά. Δες πως αγκαλιαζόμαστε. Δες πως γελάμε. Εκεί που τελειώνει η μία, αρχίζει η άλλη. Θα της έλεγα, Το βλέπεις, μαμά; Το βλέπεις;».
Ένα μεγάλο στάδιο μετά την απώλεια είναι η άρνηση. Η Woodson διαχειρίζεται με άψογο τρόπο το κομβικό αυτό σημείο στη ζωή ενός οχτάχρονου παιδιού που ήδη έχει αναμνήσεις και η θύμηση άλλοτε πληγώνει κι άλλοτε λειτουργεί ως καταφύγιο. Η Όγκοστ θα περάσει στο στάδιο της εφηβείας με την ελπίδα της επιστροφής. Η νέα συμβία του πατέρας της θα απαλύνει τη σκέψη της αναφορικά με τους άλλους. Πρόθυμη να συμμετάσχει στην αλλαγή που έρχεται για το καλό των άλλων, αλλά την ίδια δεν την αφορά. «Πρωί πρωί, κάθε μέρα, γονάτιζα προς τη Μέκκα και προσευχόμουν σιωπηλά για τη μητέρα μου –να γυρίσει κοντά μας μες στο σκοτάδι και να μας ξυπνήσει με ένα φιλί».
Είναι εξαιρετικά πρωτόγνωρο πως η συγγραφέας μέσα από έναν κοφτό και συνάμα σφιχτό λόγο ξεδιπλώνει το βίωμα ενός ορφανού κοριτσιού. Η σιωπηλή στάση των άλλων και η βοήθεια που της παρέχουν μέσα από τη θρησκευτική-ψυχολογική διέξοδο, λειτουργούν, παροδικά μεν, ανασταλτικά.
«Orba (όνομα θηλυκού γένους) σημαίνει, στα λατινικά, ορφανή, χωρίς κηδεμόνα, άτεκνη και χήρα. Κάποτε πίστευα ότι σε μερικές περιπτώσεις η απώλεια είναι αδύνατον να οριστεί, ότι η γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει το ασύλληπτο μέγεθος του θανάτου. Κι όμως μπορεί. Orbus, orba, orbum, orbi, orbae, orborum, orbo, orbis..»
Στέκομαι τόσο εξονυχιστικά σε αυτή την παράμετρο γιατί αποτελεί το κλειδί του κειμένου. Το άλλο Μπρουκλιν της Woodson δεν είναι η πορεία της ενηλικίωσης ενός κοριτσιού σε ένα μέρος που συνεχώς αλλάζει, αλλά η διαχείριση του πένθους από ένα παιδί. Το τραύμα του θανάτου συνεχώς βρίσκεται σε κάθε σελίδα, έντεχνα η συγγραφέας περικλείει συνήθειες της ταφής διάφορων λαών, κι αυτό γιατί θα αποτελέσει το επιστημονικό πεδίο των σπουδών που ακολούθησε η Όγκοστ ταξιδεύοντας σε όλο τον κόσμο. Το Μπρούκλιν είναι το μέρος που βίωσε και συνειδητοποίησε την οριστική αλλαγή.
Σαφώς όμως το «Ένα άλλο Μπρούκλιν» δεν είναι ένα μονόπλευρο βιβλίο. Λειτουργεί με πολλούς φακούς εστίασης. Με την παιδικά της ματιά η συγγραφέας ψηλαφεί τη δυστυχία των παιδιών της Μπιάφρας που αντικαθρεφτίζεται μετέπειτα και στα παιδιά των υποβαθμισμένων περιοχών της Νέας Υόρκης, κάπου εκεί, στη μετάβαση από την δεκαετία του ’70 σε αυτή του’80.
Εστιάζει στα ξενοφοβικά ένστικτα και το ρατσιστικό μένος των κατοίκων του Μπρούκλιν, κι εδώ στέφεται με μια μεγάλη συγγραφική αρετή: να σκιαγραφεί τους ήρωες ως τα μύχια της ύπαρξης τους.
Τέλος προσηλώνει το οπτικό της νεύρο στη φιλία των τεσσάρων κοριτσιών. Όνειρα, σχέδια, που τις περισσότερες φορές πλήττονται από τους αστάθμητους παράγοντες που επιφέρει η ζωή, φοβίες, γύρω από το έρωτα και την πρόληψη μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, αλλά προπαντός η αληθινή, η ατέρμονη αγάπη που νιώθει η μία για την άλλη, ξετυλίγονται μέσα στις σελίδες και βάφουν με τα πιο ανεξίτηλα χρώματα την εποχή της αγνότητας τους. Γιατί σε ένα κλειστό μεταπολεμικό περιβάλλον, όπως αυτό του Μπρούκλιν, κάθε αναφορά στο παρελθόν, φτάνει να νοσήσει κάθε εύθυμη στιγμή των κοριτσιών.
Ποιος είναι αυτός ο κόσμος της Όγκοστ που η Woodson μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε σφιχτό, με ποιητική πρόζα, λόγο μας παραδίδει; Και πως λειτουργεί αυτό το συχνό «σπάσιμο» της αφηγηματικής ροής;
Μπορώ ακραιφνώς να δηλώσω πως η γραφή της Woodson εντυπωσιάζει, εκπλήσσει, προβληματίζει, αναδεικνύει και παράλληλα επιδεικνύει θέματα κοινωνικά μην έχοντας οποιεσδήποτε γειτνιάσεις με φληναφήματα λογοτεχνικού οίστρου. Ίσως γιατί, όπως αναφέρει κι η ίδια, όταν αγαπάς τους ήρωες που φτιάχνεις, μπορείς να δεις την ελπίδα εκεί.
Εν τέλει κλείνοντας το βιβλίο ο κόσμος της Woodson, ο κόσμος του Μπρούκλιν σε ακολουθεί γιατί η συγγραφέας στις 150 σελίδες της σε περιέφερε μειλίχια, αλλά με αρραγή λογοτεχνική συνέπεια, στην ιστορία μιας νεαρής Αφροαμερικανής και των ανθρώπων της, μιας περιοχής και της ιστορίας της σε ένα κομβικό σημείο του 20ου αιώνα. Κι όχι μόνο ως αναγνώστη ή απλό παρατηρητή αλλά ως ένα σκιώδη ήρωα, έναν εμβριθή περιπατητή των δρώμενων μέχρι …που οι σελίδες των πρωταγωνιστών του Μπρούκλιν γίνονται μια ανάμνηση. Γιατί όπως μας θυμίζει η συγγραφέας κάθε τι είναι μια ανάμνηση.
*Ο τίτλος αποτελεί μέρος στίχου του Γεωργίου Βαφόπουλου από το ποίημα του «Το Δάπεδο» .
Jacqueline Woodson
“Ένα άλλο Μπρούκλιν”
μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις Πόλις
σελίδες: 168 | isbn: 978-960-435-704-8 |τιμή: 14 ευρώ
1