Το μυθιστόρημα “Γάλα μαγνησίας” του Κώστα Ακρίβου βραβεύεται από το περιοδικό Δέκατα με το Βραβείο The Athens Prize for Literature 2019, ως το καλύτερο ελληνικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2018.
Το Γάλα μαγνησίας είναι μια αναδίφηση στη μνήμη, το οποίο θέτει ένα καίριο ερώτημα προς τον αναγνώστη, προς όλους μας: άραγε ελαφραίνει η ενοχή, όταν είναι συλλογική, ή μήπως βαραίνει διπλά;
Στο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου, ο αναγνώστης θα συναντήσει νεανικούς έρωτες, ποδόσφαιρο στις αλάνες, τσιγάρα στα κρυφά, φάρσες σε καθηγητές και συμμαθητές, πολιτικές ανησυχίες, σχέδια και όνειρα για το μέλλον, με άλλα λόγια τις καθημερινές έγνοιες μιας παρέας εφήβων που μεγαλώνουν εσώκλειστοι σ’ ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου τη δεκαετία του ’70. Όμως, ένα δραματικό συμβάν θα σημαδέψει τις ζωές τους.
Χρόνια αργότερα, οι ήρωες εξακολουθούν να βασανίζονται από αγωνιώδη ερωτήματα σχετικά μ’ αυτό: Τι πραγματικά συνέβη; Έγιναν όλα έτσι όπως τα θυμούνται ή μήπως η μνήμη του καθενός άλλα γεγονότα τα εξωράισε και άλλα τα αλλοίωσε προς το χειρότερο; Μπορούμε να εμπιστευτούμε αποκλειστικά και μόνο τη δική μας μνήμη ή χρειαζόμαστε και τις μνήμες των φίλων μας για να μάθουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή πονάει;
Η ιδέα αυτή απασχολούσε τον Κώστα Ακρίβο για αρκετές δεκαετίες, όπως έχει αναφέρει σε συνέντευξή του: «Χρειάστηκε ωστόσο να κάνω υπομονή και να περιμένει τη σειρά της, γιατί καταλάβαινα ότι για να καταπιαστώ μ’ αυτό το θέμα, από τη στιγμή που έχει να κάνει με ένα τόσο λεπτό ζήτημα, έπρεπε πρώτα να καταλαγιάσουν μέσα μου πολλά αντιφατικά συναισθήματα και να ξεκαθαρίσει η ομίχλη από τις προσωπικές μνήμες».
Ξεφυλλίστε ΕΔΩ τις πρώτες σελίδες του βιβλίου.
Ο Κώστας Ακρίβος μοιράζεται με το αναγνωστικό κοινό το έναυσμα που τον οδήγησε να γράψει το Γάλα μαγνησίας και γράφει μεταξύ άλλων:
Το ζόρικο θέμα της ενηλικίωσης, ο ενδοσχολικός εκφοβισμός, το σύστημα της εκπαίδευσης, τι είναι και ποιος ασκεί την εξουσία, ο άλυτος γρίφος του νεανικού έρωτα και η φιλία είναι τα νήματα που φτιάχνουν το γαϊτανάκι στο Γάλα μαγνησίας. Πιο πολύ, όμως, και κατά βάση το μυθιστόρημα το απασχολεί η αγωνία της μνήμης. Έγιναν όλα έτσι όπως τα θυμόμαστε ή μήπως η μνήμη μας άλλα από αυτά τα εξωραϊζει και άλλα τα αλλοιώνει προς το χειρότερο; Τι μπορούμε να πιστέψουμε από το παρελθόν και τι όχι; Μπορούμε να εμπιστευτούμε αποκλειστικά και μόνο τη δική μας μνήμη ή χρειαζόμαστε και τις μνήμες των φίλων μας για να μάθουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή πονάει και προκαλεί συναισθηματική αιμορραγία;
Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια.
Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο.
«Δεν πρόλαβαν να κλείσουν την πόρτα και ο Σελαβής έφερε και αράδιασε πάνω στο τραπεζάκι μπουκάλια με μαρτίνι και βερμούτ. Έκανε νόημα στον Σώτο κι αυτός πάτησε τον διακόπτη και τα μισά φώτα έσβησαν. Το πάρτι άρχιζε.
Η Αμαλία φορούσε πουκάμισο με λουλούδια και LEVI’S πεντάτσεπο. Είχε κόψει λίγο τα μαλλιά, γι’ αυτό δεν τα ’χε πιασμένα τώρα με τη στέκα. Φαινόταν να περνάει καλά. Κάτι τζιτζιφιόγκοι είχαν κάνει κύκλο γύρω της και γελούσαν με κάτι που τους έλεγε. Δεν είχε έρθει να μου πει ούτε “γεια”. Τελείωνα το δεύτερο βερμούτ, όταν την είδα να σηκώνεται. Μήπως τώρα; Όχι. Έπιασαν με τον Σελαβή μια γωνία και μιλούσαν σε απόσταση αναπνοής ο ένας από τον άλλο. Κάποια στιγμή έβαλαν τα γέλια· μετά τσούγκρισαν τα ποτήρια τους· άπλωσε το χέρι και του ’φτιαξε τον γιακά· πλησίασε στο αυτί της και κάτι της ψιθύρισε· έβαλε τα γέλια· ξανατσούγκρισαν τα ποτήρια. Ώστε έτσι λοιπόν, η Αμαλία και το καινούργιο της αμόρε. Ο καριόλης! Με είχε καλέσει μόνο και μόνο για να με ρεζιλέψει. Εκείνη τη στιγμή κάποιο από τα παιδιά έβαλε στο πικάπ ένα τραγούδι και αμέσως όλοι σηκώθηκαν για χορό. Μετά, το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο: “Τρελοκόριτσο”, “Τρικυμία στην καρδιά μου”…»
ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ
«Ένα πολυεπίπεδο, χυμώδες και ιδιαίτερα διαβαστερό βιβλίο που μας οδηγεί στην ατμόσφαιρα ενός οικοτροφείου του Βόλου το έτος 1975. Ο Κώστας Ακρίβος μάς δίνει ένα μυθιστόρημα για την εφηβεία και είναι αλήθεια ότι οι χαρακτήρες του πάλλονται με έναν ρεαλισμό που ακουμπάει κάθε συναισθηματική χορδή, αλλά με μέτρο, ρυθμό και χιούμορ. […] Θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφική ταινία».
Νίκος Βατόπουλος, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
«…Ας αφεθούμε στην ανάγνωση μιας ιστορίας πολυεπίπεδης και αποκαλυπτικής στις προεκτάσεις της. Είναι μια ιστορία για τη μνήμη, την ενοχή, την υπευθυνότητα, τη συνευθύνη, την προσωπική διάσωση, τις επιλογές, τις πίσω σελίδες μας, που γράφουν μέσα μας ανεξίτηλα σημάδια. Μια ιστορία τραγική, όσο τραγικό μπορεί να είναι το βεβιασμένο τέλος της ζωής ή ακόμη όσο βαρύ μπορεί να είναι το φορτίο μιας ενοχής που κατατρώει τη συνείδηση και αδυνατεί να αποσείσει το βάρος της από αυτήν. Μια ιστορία εν τέλει για την αναμέτρηση του ανθρώπου με τις δικές του δυνάμεις ή τις αδυναμίες του. Και εδώ ο Κώστας Ακρίβος αποδεικνύεται δεινός τεχνίτης της μεγάλης αφήγησης, που έχει πρώτα απ’ όλα θέμα σαφές και ξεκάθαρο, κυρίως έχει τρόπο να χειριστεί το θέμα του για να ανοίγει όπως προχωρά η πλοκή νέες προεκτάσεις, νέες παρεμβάσεις του αναγνώστη, καθιστώντας τον συμμέτοχο της γραφής του, κάθε φορά που αυτός νιώθει ότι η επινοημένη ιστορία του βιβλίου ξεφεύγει από τη σφαίρα της μυθοπλασίας και τον αφορά».
Διώνη Δημητριάδου, BOOK PRESS
«Ο Ακρίβος, καταφέρνοντας να δημιουργήσει αξέχαστους και πολύ αληθινούς χαρακτήρες, αποτυπώνοντας ευθύβολα και με ακρίβεια την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης εποχής, γράφει ένα πυκνό μυθιστόρημα ενηλικίωσης και από την άλλη καταθέτει μια αγωνιώδη, βαθιά σπουδή για την ενοχή και την κρίση συνείδησης που απορρέει από τις επιλογές μας».
Ευγενία Μπογιάνου, Η ΑΥΓΗ
«Ο Κώστας Ακρίβος είναι αληθινά ένας υπέροχος δημιουργός. Έχοντας ένα τόσο λεπτό θέμα στα χέρια του, δύσκολο, έτοιμο να τον ρίξει στην επανάληψη, στα κενά, στα χάσματα, επιτυγχάνει όχι μόνο να μην πέσει στην παγίδα αλλά, το αντίθετο, να μας παραδώσει ένα κείμενο άκρως απολαυστικό, χωρίς ν’ αφήνει τίποτα να πέσει στο έδαφος. […]
Ο Ακρίβος, ο οποίος περιγράφει το τελευταίο έτος της Χούντας και το πρώτο της Μεταπολίτευσης, ουσιαστικά και με τρόπο ρεαλιστικό, μέσα από γεγονότα και συνθήκες –οικογενειακές, ερωτικές, επαγγελματικές, μαθησιακές– τις οποίες παραθέτει, επιτυγχάνει ένα λογοτεχνικό κοινωνικό δοκίμιο της πόλης του Βόλου και της γύρω περιοχής, με όρους τους οποίους μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να θέσει και να ξεπεράσει».
Χρίστος Παπαγεωργίου, www.diastixo.gr
«Τελικά, το έργο του Κ. Ακρίβου μετεξελίσσεται από μυθιστόρημα νοσταλγίας και νεανικής ωρίμανσης, από μυθιστόρημα μαθητείας του συλλογικού κι όχι τόσο του ατομικού, σε μεστό κείμενο για τους μηχανισμούς του εγώ, που καλύπτουν, ωραιοποιούν, απωθούν την αλήθεια –με τη βοήθεια και της μνήμης– κι εντέλει θολώνουν τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος. Η παιδικοεφηβική συνείδηση δεν είναι πάντα καθαρή, πολλές φορές, επειδή είναι ακόμα αδιαμόρφωτη, δεν συνειδητοποιεί τι κάνει κι έτσι φτιάχνει τα δικά της σενάρια που δεν άπτονται ακριβώς της πραγματικότητας».
Γ. Ν. Περαντωνάκης, Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
«Ένα καλοχτισμένο μυθιστόρημα ενηλικίωσης, που ξέρει πώς να ισορροπήσει τους χαρακτήρες του, όπως και πώς να δουλέψει με την περίπλοκη ψυχολογία τους, καταφεύγοντας σε μια γλώσσα η οποία χωρίς να είναι ακριβώς η γλώσσα της πρώιμης ηλικίας καταφέρνει να αποτυπώσει παραστατικά όλη την αφέλεια, τη βιάση, την πονηριά, τη ματαιοδοξία και την ευφυΐα της εφηβείας».
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, ΤΟ ΒΗΜΑ της Κυριακής
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που έδωσε στο The Look.Gr ο Κώστας Ακρίβος αμέσως μετά την κυκλοφορία του βιβλίου του “Γάλα Μαγνησίας”
0