Τα «Κόκκινα φύλλα», δημοσιευμένα για πρώτη φορά  σε περιοδικό  το 1930 θεωρούνται «σταθερά ένα από τα υψηλότερα επιτεύγματα του Φώκνερ στο πεδίο της διηγηματογραφίας και παραμένει ένα από τα πιο ανθολογημένα έργα μικρής φόρμας», όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Παλαβός στο επίμετρο που συνοδεύει το βιβλίο που πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη.

 

«-…δεν μ΄ αρέσει η δουλεία. Δεν είν΄ ο τρόπος ο σωστός. Παλιά υπήρχε ο τρόπος ο σωστός. Μα πάει πια.

-Ούτε τον παλιό τον τρόπο τον θυμάσαι.

-Άκουσα αυτούς που τον θυμούνται, δοκίμασα κι ετούτον εδώ. Ο άνθρωπος, λέω, δε γεννιέται για να μοχθεί.»

 

«Τα Κόκκινα φύλλα, αναμφίβολα ένα αριστούργημα, διαθέτουν την αύρα λαϊκού θρύλου ή μικροσκοπικού έπους», γράφει ο Έρβινκ Χάου. Η εκτενής βιβλιογραφία, που συνοδεύει στα χρόνια το συγκεκριμένο αφήγημα, μπορεί να πιστωθεί στη συμμετοχή τριών φυλών στην υπόθεση (λευκοί, αυτόχθονες Αμερικάνοι και μαύροι) και στην αναπαράσταση, παρόλες τις ανακρίβειες, μιας συγκεκριμένης φυλής ινδιάνων.

Στο διήγημα υπάρχει ένας αμιγής συγκερασμός «ιστορικής και πολιτιστικής ειρωνείας» με αρκετές δόσεις μακάβριου χιούμορ την ώρα μάλιστα που αποτελεί, μια κατ’ ουσίαν ιστορία τρόμου. Οι σκηνές βίας που συνοδεύουν το έργο του Φώκνερ είναι άλλωστε η άλλη πλευρά του καθρέφτη.

Το αφήγημα ξεκινάει in medias res. Ο Ισσετιμπέχα, φύλαρχος των Ινδιάνων του Μισσισσίππι πεθαίνει. Το τελετουργικό όμως της κηδείας απαιτεί να ταφεί μαζί του ο δούλος, ο σκύλος και το άλογο του. Ο σκλάβος έχει διαφύγει. Η καταδίωξή του, στην αρχή  από μια μικρή ομάδα και εν συνεχεία με τη συμμετοχή του διαδόχου του νεκρού, αποτελεί μέρος κι αυτή του τελετουργικού. Οι τρεις πρώτες ενότητες όπου υπερισχύει το γκροτέσκο, επικεντρώνονται στους ιθαγενείς. Στη δεύτερη, συγκεκριμένα γίνεται μια αναφορά στον Οίκο του Ντούμ,  τη γενεαλογία, δηλαδή του Ισσετιμπέχα και ό,τι αφορά τους ιθαγενείς της περιοχής. Στην τρίτη κυριαρχεί η προσπάθεια των απεσταλμένων να πείσουν τον διάδοχο, που σιωπηρά ενοχοποιείται για τον θάνατο του πατέρα του, να λάβει μέρος και να ηγηθεί όπως απαιτεί το τυπικό, στην καταδίωξη του δούλου. Η τέταρτη αναφέρεται στην προσπάθεια του δούλου να σωθεί γυρνώντας βέβαια στα γεγονότα πριν την καταδίωξη, ενώ στην προτελευταία, η σύλληψη αφορά το κεντρικό σημείο της. Τέλος βλέπουμε το στερνό δρόμο του υπηρέτη προς την εκτέλεση. Υποταγή στο πεπρωμένο.

Πρόκειται για ένα συμβολικό διήγημα με έντονο το στοιχείο της καταδίωξης μέσα  από μια ποιητική διάθεση παρόλη τη σκληράδα που αποπνέει, όπως αναφέραμε. Γίνεται φανερή, λοιπόν, η ανέλπιδη προσπάθεια ενός ανθρώπου να κρατηθεί στη ζωή, ακόμη κι όταν γνωρίζει ότι αυτό δεν είναι εφικτό κι ότι θα πεθάνει, και μάλιστα άδικα και με βίαιο τρόπο.

 

«Τους κοίταζε αμίλητος, ώσπου ένας Ινδιάνος τον ακούμπησε στο μπράτσο. ‘Έλα’, είπε στον νέγρο. ‘Έτρεξες καλά. Μην ντρέπεσαι’»

Τα γεγονότα διαδραματίζονται κάπου στον 19ο αιώνα. Ο συγγραφέας αφήνει ρευστό το χρονικό πλαίσιο. Αρκετά στοιχεία δίνουν, όμως, έμμεσα ο συγγραφέας κι άμεσα ο ‘επιμελητής’ της συγκεκριμένης έκδοσης. Τόπος η επινοημένη από τον διηγηματογράφο κομητεία Γιοκναπατάουφα, γνωστή κι από άλλα έργα του συγγραφέα.

«Τα κόκκινα φύλλα» είναι επίσης, το πρώτο έργο στο οποίο ο Φώκνερ μιλά για τη δουλεία, θέμα που επανέρχεται και σε κατοπινά του έργα. Όμως ο Φωκνέρ δεν είναι από τους συγγραφείς που… κραυγάζουν. Εν κρυπτώ και μάλιστα με τη δέουσα κι ανυπέρβλητη διαμεσολαβητική του ικανότητα διαποτίζει τα κείμενα του με όσα τον απασχολούν. Ως μυσταγωγός  μια εκτεταμένης γκάμας ιδεών άλλωστε, τοποθετείται αυτός και τα έργα του σε αυτό που αποκαλείται αμερικανικός λογοτεχνικός κανόνας.

«Αργότερα το απόγευμα βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν Ινδιάνο. Στέκονταν και οι δύο σε ένα απλωμένο κορμό που χρησίμευε ως γέφυρα ενός βάλτου- ο νέγρος αδύνατος σφιχτοδεμένος, άκαμπτος, ακούραστος και απελπισμένος, ο Ινδιάνος παχύς και πλαδαρός, η ενσάρκωση της απόλυτης και υπέρτατης νωθρότητας και αδράνειας.»

 

Ο Ουίλλιαμ Φώκνερ ο σπουδαίος αυτός Αμερικανός λογοτέχνης, ο εισηγητής του μοντερνισμού που βραβεύτηκε με Νόμπελ το 1950, στο συγκεκριμένο διήγημα μιλά για το ρατσιστικό Νότο του 19ου αιώνα, που παρόλο που έχει ηττηθεί στον εμφύλιο πόλεμο, παρέμεινε ρατσιστικός ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Γι’ αυτό και δεν αναφέρεται άμεσα στην ελίτ των λευκών δουλοκτητών αλλά στη χρησιμοποίηση δούλων από κάποιες φυλές αυτοχθόνων.

Οι Ινδιάνοι του Φώκνερ, όπως μας πληροφορεί και ο Γιάννης Παλαβός στο κατατοπιστικό του επίμετρο  είναι επίσης επινοημένοι ως ένα μεγάλο σημείο ώστε να αποτελούν  πλάσματα της φαντασίας του. Στο βιβλίο που μας παρέδωσε μέσω μιας σφιχτής δομής και σαφώς υψηλής τεχνικής, γίνεται η σύζευξη  μιας πραγματικής διάστασης του χρόνου με τη χρήση στερεοτύπων, θρύλων και όσων επινόησε η, δίχως τέλος, φαντασία του συγγραφέα.

Ξυπόλητοι άντρες που φορούν χρησιμοποιημένα ρούχα παλιών Ευρωπαίων ευγενών, ένα χρυσαφένιο κρεβάτι δίχως στρώμα, ταλαιπωρημένες παντόφλες ως σκήπτρο ενός δυσκίνητου και μαλθακού φύλαρχου, σώματα πλαδαρά και συμπεριφορές που απέχουν πολύ από αυτές των ινδιάνων. Σύμβολα στον Φώκνερ, εκφυλισμού και πτώσης με την όποια φλερτάρει κι ο τίτλος του διηγήματος. Άλλωστε ο ίδιος ο Φώκνερ καθιστά σαφές πως όποια  κοινωνία στηρίζεται στην εκμετάλλευση του ανθρώπου οδηγείται στην πτώση.

Τέλος οι απόλυτα κατατοπιστικές σημειώσεις καθώς και το χρονολόγιο της ζωής του συγγραφέα που κλείνουν το βιβλίο, εξοπλίζουν με τον πληρέστερο τρόπο το γεμάτο σε δυναμική επίμετρο και αναδεικνύουν ολόπλευρα το διήγημα του Φώκνερ που από την αρχική τροχιά των έντονων σατυρικών αποχρώσεων περιέρχεται σε σκοτεινές παραμορφώσεις μιας αδίστακτης κι απαράβατης νομοτέλειας.

* ο τίτλος αποτελεί στίχος του ποιήματος «Παραίνεση» του Νίκου Καρούζου («Θρίαμβος χρόνου», εκδ. Απόπειρα, 1997)

 

0