«…δεν έχω άλλο ρούχο για την έξοδο/για την υποδοχή του μέλλοντος/θέλω να πω εκτός από τα ξέφτια της ψυχής μου/Η μνήμη έχει κολλήσει στο αγκωνάρι της φυγής/της διαφυγής/απ’ την αμφίδρομη αναγκαιότητα».

 

Οι παραπάνω στίχοι του ποιήματος «Το Αρχαίο Κάλλος», γραμμένοι το καλοκαίρι του 2019 ανήκουν στην τελευταία ποιητική συλλογή της Ελένης Χωρεάνθη «Η ηλικία της λήθης» (εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος). Στο ποίημα αυτό η συγγραφέας μετασχηματίζει το νεφελώδες και αόριστο κάτω από τη βίαιη παρέμβαση του χρόνου (…ακόνισε στο μέτωπο μου ο καιρός τη γλώσσα του…) σε μνήμες, ερμηνείες του παρόντος μέσα από ένα ποιητικό σχήμα λαμπρό. Οι αναμνήσεις (…δεν ξέρω που με πάει ο ποταμός των αναμνήσεων) είναι η γνώριμη φωνή που καρποφορεί στο ποίημα αυτό όπως και στα υπόλοιπα που μέσα από μια εσωτερική σκηνοθεσία με ευελιξία, παρόλες τις χρονικές αποστάσεις των ποιημάτων της, αξιολογούν αρχικά (…ανύποπτοι κι ανυποψίαστοι νηστέψαμε το φως) και αξιοποιούν κατ’ επέκταση τη συγκομιδή  στις εναλλαγές των ποιητικών καρπών.

 

Ελεύθερος στίχος, με παρατακτικό και υποτακτικό λόγο δίνοντας έμφαση στη μουσικότητα και στον ήχο των λέξεων κι αξιοποιώντας παράλληλα ένα σύνθετο λεξιλόγιο χωρίς σημεία στίξης, η ποιητική συλλογή της κυρίας Χωρεάνθη παρεμβαίνει, ενίοτε αιφνιδιαστικά, συγκεφαλαιώνοντας αυτό που θα μπορούσε να αποκληθεί  ποιητική παράδοση.

 

«…σπαθίζει

ο όρθρος το ξημέρωμα

κι ο ήλιος βλεφαρίζει

ακάματος

στου κόσμου τον εξώστη».

 

Σεβασμός προς τα περασμένα και τον χρόνο, τον σταθερό αρωγό των αναμνήσεων, προς τη φύση και συγκεκριμένα τον γενέθλιο τόπο που εδώ μέσα από τους στίχους της φωτίζει ενδελεχώς πτυχές της ποιητικής της διάστασης.

 

«…κάστρα υψώναμε και πύργους με το Σπύρο

χτίζαμε ένα κόσμο ολοστρόγγυλο

περιχαρακωμένο»

 

Μέσα από τη μετάπλαση συμβολικών καταγραφών του χρόνου αξιοποιώντας στο έπακρο τη σκηνική δεινότητα του λόγου υπογραμμίζει τα όνειρα και τις διαψεύσεις των συμβάντων μιας διαδρομής. Χρονικές στιγμές μιας άλλης εποχής προαναγγέλλουν μέσα από ένα αδιόρατο ποιητικό ιστό ανακοινώσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας.

 

«Οι ώρες του μεσημεριού

λυγίζουν

στην απροσδιόριστη ανατομία του διλήμματος

κι ο επιούσιος χρόνος άοπλος

ακροβατεί στο πλέγμα της αράχνης

πίσω από τα κελιά των ευσεβών ιερομονάχων

και τα ησυχαστήρια των δικαιών

ψωμίζοντας με προσευχές

των όψιμων αμφιβολιών την άκαρπη ισορροπία…».

 

Γοητεία, αμηχανία, ονειροπόληση, μελαγχολία, ρομαντισμός, ρεμβασμός λειτουργούν με τη συμμετρία και την αυτάρκεια μιας σειράς ποιητικών θεάσεων. Η ποιητική δομή συνηγορεί σε μια προετοιμασία του αναγνώστη σε κάτι που έχει ήδη συμβεί χωρίς όμως να  διαφεύγει η ζωτικότητα των πεπραγμένων έτσι ώστε οι ποιητικές ανάσες να αποκτούν απόχρωση αιώνιας ανταμοιβής.

 

0